ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΟΠΟΙΟΣ μπορεί ας βοηθήσει! Η αδελφή μου Amy X. απολύθηκε από τη δουλειά της όταν έκλεισε το εστιατόριο όπου δούλευε στο Σιάτλ πριν από έξι μήνες και τώρα έχει χάσει και την ασφάλειά της. Βοηθάμε όλοι με τα έξοδα, αλλά η κόρη της είναι διαβητική και χρειάζεται γύρω στα οκτώ χιλιάδες δολάρια για ινσουλίνη και όσα χρειάζεται ένας διαβητικός για τους επόμενους έξι μήνες. Έφτιαξα αυτή την πρόσκληση στο GoFundMe για να τη βοηθήσω» έλεγε το μήνυμα που ανέβασε ένας Αμερικανός συμφοιτητής μου στο Facebook.
Από κάτω βρισκόταν η φωτογραφία της χαμογελαστής αδελφής του μαζί με ένα ξανθό κορίτσι στην εφηβεία. Αυτό που μoυ έκανε εντύπωση είναι πως δεν συγκέντρωνε χρήματα για κάποια σπάνια εγχείρηση που κοστίζει εκατομμύρια αλλά για να πληρώσει για τα καθημερινά έξοδα μιας νόσου που έχουν εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο.
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε το αμερικανικό όνειρο, η ιδέα πως όποιος κι αν είσαι, αν δουλέψεις σκληρά, θα πετύχεις. Σχεδόν όλος ο δυτικός κόσμος γαλουχήθηκε με το όνειρο του Τσακ και του Μπακ από την Αλαμπάμα: ρωμαλέοι νέοι, μεγαλωμένοι με καλαμπόκι και τηγανητό κοτόπουλο, δουλεύουν σκληρά, πιο σκληρά, φτιάχνουν τη δική τους επιχείρηση, αγοράζουν ένα σπίτι και κάνουν από 1,6 παιδιά ο καθένας. Στον ελεύθερό τους χρόνο ταξιδεύουν στον αυτοκινητόδρομο με ένα ανοιχτό σπορ αυτοκίνητο ή καλπάζουν σαν τον άντρα του Μάρλμπορο στην Άγρια Δύση.
Αν η γενιά των γονιών μας γαλουχήθηκε εν μέρει με το γαλλικό πνεύμα τον Μάη του ’68, εμείς είμαστε ξεκάθαρα παιδιά του αγγλοσαξονικού κόσμου, μεγαλωμένα με το όνειρο της Αμερικής ή, έστω, της φλεγματικής Βρετανίας. Ζούμε με τις αξίες και την κουλτούρα αυτού του κόσμου: σκληρή δουλειά, ιδιοκτησία, επιχειρηματικότητα, κατανάλωση, ατομικισμός.
Σχεδόν όλος ο δυτικός κόσμος γαλουχήθηκε με το όνειρο του Τσακ και του Μπακ από την Αλαμπάμα: ρωμαλέοι νέοι, μεγαλωμένοι με καλαμπόκι και τηγανητό κοτόπουλο, δουλεύουν σκληρά, πιο σκληρά, φτιάχνουν τη δική τους επιχείρηση, αγοράζουν ένα σπίτι και κάνουν από 1,6 παιδιά ο καθένας.
Την ίδια ώρα, είναι πια ξεκάθαρο πως το αμερικανικό όνειρο μοιάζει να έχει εκτροχιαστεί: χαώδης ανισότητα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, βία, ανύπαρκτο εθνικό σύστημα υγείας ή κοινωνικό κράτος. Στο GoFundMe, τη μεγαλύτερη πλατφόρμα συλλογικής χρηματοδότησης στον κόσμο (έχει συγκεντρώσει δέκα δισ. δολάρια τα τελευταία έντεκα χρόνια), μία στις τρεις εκστρατείες συγκέντρωσης χρημάτων αφορά ιατρικούς λογαριασμούς και έξοδα. Οι Αμερικανοί πληρώνουν μια πανάκριβη ασφάλεια υγείας από την τσέπη τους, φορτώνονται με χρέη χιλιάδων δολαρίων για να πάνε στο πανεπιστήμιο και γυρνάνε στη δουλειά μία εβδομάδα μετά τον τοκετό.
Kαι οι Βρετανοί; Λίγους μήνες πριν οι Άγγλοι αποφασίσουν να ψηφίσουν υπέρ του Βrexit, μετακόμισα (ξανά) στην Αγγλία. Παλιότερα η καταγωγή μου ήταν η αφορμή για ταξιδιωτικές διηγήσεις («Α, είσαι Ελληνίδα, έχω πάει στο Φαληράκι, έμεινα ξύπνιος εβδομήντα δύο ώρες»), τώρα, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση για μια εκ βαθέων συζήτηση σχετικά με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (γιατί αν δεν τσακωθείς για τα δομημένα ομόλογα σε μια παμπ με την ονομασία «Το τρελό κουνέλι» ή «Το κόκκινο λιοντάρι», δεν ξέρεις τι χάνεις). Στη χειρότερη, έπρεπε να υποστώ κάποιο ελαφρά ρατσιστικό αστείο και αν δεν μου άρεσε, θα ήταν επειδή «δεν είχα χιούμορ».
Γύρω μας τα πράγματα είχαν αγριέψει – οι συντηρητικές εφημερίδες μιλούσαν συνέχεια για benefit scroungers (αυτοί που προτιμούν να ζουν με κρατικά επιδόματα, αντί να δουλεύουν) και δημοσίευαν ιστορίες για Ρουμάνους και Βούλγαρους που έρχονταν για να πάρουν τη δουλειά των Άγγλων.
Μια μέρα έπεσε στα χέρια μου μια «Evening Standard» που είχε αφήσει κάποιος στο λονδρέζικο μετρό. Χάζευα, όταν το μάτι μου έπεσε σε ένα ειρωνικό κείμενο για τους «τεμπέληδες Έλληνες». Η κεντρική ιδέα του ήταν πως οι Έλληνες άξιζαν τη χρεοκοπία, γιατί βαριούνταν να δουλέψουν. Το σκεπτικό ήταν πως τα κακά πράγματα συμβαίνουν σε αυτούς που τα «αξίζουν», κάτι έκαναν και τιμωρούνται.
Κάπως έτσι σκέφτονταν πολλοί Βρετανοί και για τους φτωχούς – πίστευαν πως η φτώχεια τους τούς άξιζε γιατί ήταν τεμπέληδες. Φαντάζομαι πως πρέπει να είναι φοβερά ανακουφιστικό να ζεις σε έναν τέτοιο κόσμο, όπου όλα έχουν κάποια εξήγηση και τίποτα δεν είναι τυχαίο.
«Ο δυτικός κόσμος επιστρέφει στην εποχή του Ντίκενς: ελάχιστοι άνθρωποι με αμύθητα πλούτη, εταιρείες που δεν πληρώνουν φόρους, φιλανθρωπίες από πλούσιους, την ώρα που το κοινωνικό κράτος βάλλεται από παντού, η μεσαία τάξη συρρικνώνεται και η εργατική τάξη εξαθλιώνεται» είπε ένας Βραζιλιάνος συνάδελφος πάνω σε έναν καβγά στην παμπ και μετά χτύπησε δυνατά το ποτήρι με την μπίρα πάνω στην μπάρα. Μπορεί να είχε δίκιο. Μπορεί και όχι.
«Θα συναντηθούμε ξανά. Δεν ξέρω πότε, δεν ξέρω πώς. Ξέρω όμως πως θα συναντηθούμε ξανά μια ηλιόλουστη μέρα» τραγουδούσε η Βέρα Λιν (η Βρετανή Σοφία Βέμπο), αποχαιρετώντας τους στρατιώτες που έφευγαν για τον πόλεμο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.