Ένας μήνας συμπληρώθηκε από τότε που το «Ρoor Things», η τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, έκανε πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες και το κύμα αντιδράσεων που ξεσήκωσε δεν λέει να κοπάσει ακόμα. Μια χιονοστιβάδα κριτικών, δημοσιευμάτων, σχολίων και εντυπώσεων που εκτείνονται από την απόλυτη αμφισβήτηση μέχρι την υπέρμετρη αποθέωση και η υπερανάλυση και της παραμικρής οπτικής της ταινίας κατέκλυσαν τη δημόσια σφαίρα.
Προφανώς, το γεγονός ότι ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του καιρού μας είναι Έλληνας προκαλεί αυτόν τον παροξυσμό σχολιασμού. Μετά τις 11 οσκαρικές υποψηφιότητες που απέσπασε η ταινία, μεταξύ αυτών και της καλύτερης ταινίας και της σκηνοθεσίας, ετοιμάζεται να ανταγωνιστεί στα ίσα στην τελετή της 10ης Μαρτίου βαριά ονόματα, όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν και ο Μάρτιν Σκορσέζε.
Ο Λάνθιμος ασφαλώς και δεν είναι μία ακόμα περίπτωση Έλληνα που κατάφερε να διαπρέψει στο εξωτερικό, επιβεβαιώνοντας το κλισέ «ουδείς προφήτης στον τόπο του». Το φαινόμενο «Λάνθιμος» –γιατί περί φαινομένου πρόκειται– και το πώς σχετιζόμαστε μαζί του αποτελεί καθρέφτη για πολλές νεοελληνικές παθογένειες, στερεοτυπικές συμπεριφορές, σύνδρομα και εθνικές φαντασιώσεις και διήλθε διάφορες φάσεις και ποικίλους μετασχηματισμούς πριν φτάσουμε στη σημερινή αναφανδόν εγκωμιαστική στάση μιας πλευράς του ελληνικού κοινού και Τύπου και την όχι και τόσο καλά κρυμμένη αμηχανία, ή και χολή, μιας άλλης.
Οι ταινίες του Λάνθιμου δεν αφορούν την Ελλάδα όπως θα επέτασσε η μικρόνοη οπτική μας περί ελληνικότητας, και δεν την αφορούσαν και ποτέ, ακόμα και όταν κινηματογραφούσε στα χειμωνιάτικα ερημικά θέρετρα της Κινέττας. Μήπως η ελληνικότητα δεν είναι ο μόνος δρόμος;
Από την απόλυτη απαξίωση και τις λοιδορίες στο ξεκίνημα της καριέρας του μέχρι τις σημερινές δοξολογίες μεσολαβούν αρκετά στάδια, αλλά εμείς μοιάζει να τα υπερβαίνουμε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Μήπως δεν είχε ακούσει τα εξ αμάξης ο Λάνθιμος όταν, άγνωστος στο ευρύ κοινό, τα πρώτα χρόνια πριν από τον Κυνόδοντα του 2009, προσπαθούσε να βρει τρόπο να κάνει τις ταινίες που οραματιζόταν; Υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς όπως «βιντεοκλιπάς», χάχανα και ειρωνείες στα σινεφίλ πηγαδάκια της εποχής όταν έκανε πρεμιέρα η Κινέττα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2005, κατηγορίες περί λογοκλοπής.
Ο Κυνόδοντας για κάποιους δεν ήταν παρά μια αντιγραφή του μεξικάνικου Το Κάστρο της Αγνότητας του Αρτούρο Ριπστάιν, ενώ για άλλους ο Λάνθιμος δεν ήταν παρά ο κάλπικος και εφετζής δημιουργός του Greek Weird Wave, με ημερομηνία λήξης. Αναλόγως της πλευράς από την οποία εκτοξεύονταν οι επικρίσεις, ακούγαμε για κινηματογράφο ελιτίστικο και μανιερίστικο, έκφυλο και διεστραμμένο ή όχι αρκετά ελληνοπρεπή.
Αλλά η βασική κατηγορία που είχαν να του προσάψουν οι επικριτές του όλα αυτά τα χρόνια ήταν πως οι ταινίες του απευθύνονται σε ένα πολύ μικρό arthouse κοινό, εν ολίγοις σε ένα «παρεάκι». Ομολογουμένως οι ταινίες του μέχρι και τον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού (2017) δεν ήταν για κατεξοχήν mainstream κοινά. Με αλλόκοτες αλληγορίες, στρυφνές δυστοπίες, ερμητικά νοήματα και παραδοξολογίες, στυλιζαρισμένο και αποστασιοποιημένο ύφος, θεωρητικά τουλάχιστον δυσκόλευαν τον μέσο θεατή.
Μετά την Ευνοούμενη (2018), και ελέω Χόλιγουντ, οι δημιουργίες του άρχισαν να είναι πιο εύληπτες –χωρίς ωστόσο να θυσιάσει κάτι από την ιδιαιτερότητα της κινηματογραφικής του γραφής– κι έτσι χάλασε τη μανέστρα της κριτικής περί εστέτ σινεμά μόνο για λίγους, ειδικά όταν άνθρωποι που δεν είχαν δει ποτέ ταινία του άρχισαν να συρρέουν πλέον στις ελληνικές αίθουσες για να δουν το Poor Things, το οποίο έχει ξεπεράσει μέχρι στιγμής τα 200.000 εισιτήρια.
Με τα χρόνια και την πέρα από κάθε προσδοκία θριαμβευτική πορεία, οι ποδοσφαιρικού τύπου άκριτοι πανηγυρισμοί πλήθυναν για τον απλούστατο λόγο ότι διαθέτει ελληνικό διαβατήριο, άρα οφείλουμε να φουσκώνουμε από εθνική περηφάνια.
Πόσο Έλληνας όμως είναι ο Λάνθιμος; Εδώ συμβαίνει το εξής αξιοπερίεργο. Ο Λάνθιμος μας αφορά επειδή πρώτα και κύρια αφορά τους άλλους. Σε αντίθεση με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον τελευταίο διεθνούς φήμης σκηνοθέτη πριν από τον Λάνθιμο –που επίσης είχε ακούσει τα μύρια όσα, κατά το ίδιον της φυλής μας–, που, εκκινώντας από την ελληνική ανθρωπογεωγραφία και Ιστορία και με τη συνδρομή της ποίησης των εικόνων του, απέκτησε ένα κινηματογραφικό ιδίωμα το οποίο απευθυνόταν και στο διεθνές κοινό, ο Λάνθιμος διάνυσε μια αντίστροφη πορεία: αφορά το ελληνικό –και όχι μόνο– κοινό επειδή καταφέρνει να μιλά μια παγκόσμια γλώσσα και επειδή δημιουργεί έναν κινηματογράφο στον οποίο ελάχιστα στοιχεία εντοπιότητας μπορούμε να διακρίνουμε.
Ακριβώς επειδή διαθέτει μια ατοπική και συχνά άχρονη απεύθυνση, μπορούμε να ταυτιζόμαστε μαζί του και να εντοπίζουμε ελληνικά χαρακτηριστικά, όπως ενδεχομένως μπορεί κι ένας Μεξικανός ή Φινλανδός τα αντίστοιχα δικά του. Στον Κυνόδοντα είδαμε το περίκλειστο σύμπαν της υπερπροστατευτικής αγίας ελληνικής οικογένειας. Στον Αστακό την αφόρητη κοινωνική πίεση για ζευγάρωμα και τον εξοστρακισμό όσων αποτυγχάνουν. Στη Βληχή το ελληνικό στοιχείο δεν προκύπτει από το προφανές, δηλαδή το αγροτικό και βουκολικό τοπίο της Τήνου, αλλά από τα παγανιστικά συστατικά του ελληνορθόδοξου χριστιανισμού. Και στον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού το οικείο σ' εμάς είναι η αποσύνθεση της δομής της πυρηνικής οικογένειας και λιγότερο ο αρχαιοελληνικός μύθος της θυσίας της Ιφιγένειας.
Ο Λάνθιμος συγκαταλέγεται πλέον στην εκλεκτή χορεία των Ελλήνων με υποψηφιότητες Όσκαρ στο ενεργητικό τους, ενώ έχει βάλει πλώρη για το πρώτο προσωπικό του βραβείο όχι με Zorba the Greek, αρχαία ελληνική τραγωδία, ελληνικό γουέστερν ή βορειοελλαδίτικα ομιχλώδη τοπία και αναζήτηση της «ελληνικότητας» στις διάφορες εκφάνσεις της αλλά με πλάνα που δεν θυμίζουν σε τίποτα Ελλάδα.
Κι αυτό είναι ένα από τα ασυγχώρητα «εγκλήματα» του Λάνθιμου. Οι ταινίες του δεν αφορούν την Ελλάδα, όπως θα επέτασσε η μικρόνοη οπτική μας περί ελληνικότητας, και δεν την αφορούσαν ποτέ, ακόμα και όταν κινηματογραφούσε στα χειμωνιάτικα ερημικά θέρετρα της Κινέττας. Μήπως η ελληνικότητα δεν είναι ο μόνος δρόμος;
Το άλλο του μεγάλο «λάθος», που δεν μπορούμε να του συγχωρήσουμε επ’ ουδενί, είναι το πώς και πού μεγάλωσε. Δεν είναι δυνατό ο πιο αναγνωρισμένος Έλληνας σκηνοθέτης της εποχής μας να γεννήθηκε στο Παγκράτι, να ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Χρεμωνίδου, να τελείωσε τη Σχολή Μωραΐτη, όπου δίδασκε ο παλαίμαχος μπασκετμπολίστας πατέρας του, και να πέρασε από τα θρανία της Σταυράκου, όπως τόσοι άλλοι. Δεν είναι δυνατό να μην είναι ένας ακόμα μετανάστης δημιουργός, πολιτογραφημένος Αμερικανός, όπως ο Ελία Καζάν, ή ένας Γαλλοτραφής Κώστας Γαβράς – θα ήταν πιο ανεκτό.
Δεν γίνεται να πέρασε ένα φεγγάρι από την ομάδα μπάσκετ του Παγκρατίου, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, να σκηνοθετούσε βιντεοκλίπ για γνωστούς τραγουδιστές στα '90s, να ήταν βοηθός σκηνοθέτη στον Λάκη Λαζόπουλο, να έκανε τις τηλεοπτικές διαφημίσεις του, να, εδώ δίπλα μας, στο μικρό και στενόχωρο χωριό της ελληνικής σόουμπιζ. Δεν γίνεται να έκανε τις πρώτες του ταινίες με τη βοήθεια φίλων και χωρίς ισχυρές πλάτες.
Δεν γίνεται να είναι ένας από μας. Έγκλημα καθοσιώσεως. Όπως έγκλημα καθοσιώσεως είναι και το αναμφισβήτητα μεγαλοφυές ταλέντο του, όσο κι αν κάποιοι δεν αρέσκονται στο είδος των ταινιών του ή έχουν ενστάσεις για επιμέρους επιλογές και ατέλειες. Το περίσσευμα ταλέντου κι αν είναι ασυγχώρητο από χώρους που ενθαρρύνουν τις μετριότητες και προσπαθούν να κόψουν τη φόρα σε όποιον προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι.
Κι έφτασε η στιγμή που αυτό το ταλέντο, βρίσκοντας τους πόρους και πρόσφορο περιβάλλον για να ξεδιπλωθεί και να μεγαλουργήσει, κατακτά πλέον στο Poor Things το δικό του αντισυμβατικό σύμπαν, μια οργιαστική κινηματογραφική φαντασία, έναν steampunk ρετροφουτουρισμό σαν να είχε στο production design τον ίδιο τον Ιούλιο Βερν, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί συζητήσεις σε όλο τον κόσμο, συμμετέχοντας σε ένα δυναμικό φεμινιστικό process, έστω και με τους περιορισμούς του male gaze.
Μας βάζει έτσι σε σκέψεις μήπως το γνήσιο ταλέντο μπορεί να υπερισχύσει της χρυσής μετριότητας που πριμοδοτείται από παντού. «Βρε, λες;»
Όσοι δεν διαθέτουμε κοντή μνήμη, δεν ξεγελιόμαστε από τις τωρινές υπερβολικά ενθουσιώδεις εκδηλώσεις. Ο φθόνος, η ζήλια και οι μικροπρέπειες μοιάζει να έχουν κατασιγαστεί σε έναν βαθμό μπροστά στο μέγεθος της επιτυχίας, αλλά έχουν απλώς καμουφλαριστεί καλύτερα. Παραμένουν πάντα εκεί.
Ευτυχώς, όλα αυτά ελάχιστη σημασία έχουν για τον ίδιο τον Λάνθιμο που, ενώ δεν μπορούμε να του καταλογίσουμε πως είναι αποκομμένος από την Ελλάδα, ταυτόχρονα μοιάζει να είναι έτη φωτός μακριά από τον θόρυβο των social media και την υπερκατανάλωσή του ως εθνικού προϊόντος. Ίσως ακριβώς επειδή κατάφερε να μην τον αφορούν οι κακόμοιροι συμπλεγματισμοί μας και βγήκε αλώβητος να έγινε και ο δημιουργός που όλοι ξέρουμε.