ΚΑΙ ΣΥΝΑΝΤΩ ΕΝΑ TikTok μ’ ένα μικρό κοριτσάκι. Είναι δυόμισι ή τριών, παίζει με τη μαμά της, γελάει και φωνάζει σκυμμένη πάνω από το τελευταίο της δώρο, ένα μηχανοκίνητο κουκλάκι. Το βίντεο είναι αστείο και γλυκό και μου ζεσταίνει την καρδιά. Αλλά όσο προχωρά νιώθω κάπως περίεργα, νιώθω ότι κάτι δεν πάει καλά: «Σαν πολύ δεν είδαμε αυτό το κουκλάκι;» αναρωτιέμαι, «πολλές φορές δεν ακούσαμε το όνομα του δώρου;». Ώσπου καταλαβαίνω πως πρόκειται για διαφήμιση, περιεχόμενο επί πληρωμή, συνεργασία με την εταιρεία. Πάω στο κανάλι της μαμάς, βλέπω παντού διαφημίσεις, παντού το τρίχρονο παιδί μαζί με προϊόντα.
Το φαινόμενο των παιδιών influencers («kidfluencers») είναι καινούργιο στην Ελλάδα, αλλά υπάρχει εδώ και καιρό στο εξωτερικό. Η πορεία αυτών των καναλιών είναι συνήθως η ίδια: γονείς ανεβάζουν βίντεο με τα παιδιά τους στο YouTube, το Instagram ή το TikTok κι αυτά γίνονται viral. Το «περιεχόμενο» ανεβαίνει πιο συχνά και οι γονείς δέχονται προτάσεις από εταιρείες. Τα βίντεο αναβαθμίζονται, επιδεικνύοντας μια σειρά από προϊόντα (παιχνίδια, ρούχα, φαγητά) δίπλα στα διασκεδαστικά καμώματα των μικρών. Η εφαρμογή γίνεται πηγή εισοδήματος∙ τα παιδιά γίνονται πόροι.
Κάποιοι απ’ τους γονείς των kidfluencers μπορεί να επιθυμούν ειλικρινά το «καλύτερο δυνατό» για τα παιδιά τους. Το πρόβλημα δεν είναι ότι αυτοί οι γονείς είναι φιλάργυροι ή εγωιστές. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα το «καλύτερο δυνατό» ορίζεται, στο μυαλό πολλών, με βάση τη φήμη και τις απολαβές.
Γίνονται, ακριβέστερα, εργαζόμενοι, οι οποίοι παράγουν κέρδη για τους γονείς χωρίς να έχουν κανέναν έλεγχο επί της παραγωγικής διαδικασίας. Τα παιδιά όχι μόνο αδυνατούν να συναινέσουν στο αν θα εργαστούν αλλά, εφόσον εργάζονται, δεν μπορούν να ορίσουν το πότε θα κάνουν βίντεο, το πόσο θα εκτεθούν (αν θα φανεί, για παράδειγμα, το πρόσωπό τους, αν θα αποκαλυφθεί το επώνυμό τους) και το πώς θα μοιραστούν οι απολαβές. Τα χρήματα δεν είναι καθόλου αμελητέα. Το ελληνικό κανάλι που ανέφερα έχει εκατομμύρια likes. Στην Αμερική υπάρχουν οικογένειες που συντηρούνται αποκλειστικά απ’ το TikTok, καθώς και περιπτώσεις που τα λεφτά έχουν εξαφανιστεί προτού το παιδί ενηλικιωθεί¹.
«Σιγά τα νέα», θα πουν οι σκεπτικιστές. «Σάμπως παλιά δεν υπήρχαν παιδιά-ηθοποιοί; Δεν υπήρχε η Shirley Temple που, γεννημένη το ’29, άρχισε την καριέρα της το ’31;» Παρά τις όποιες ομοιότητες, η συνθήκη των kidfluencers παρουσιάζει μια βασική διαφορά: αυτά τα παιδιά δεν επιτελούν κάποιον ρόλο, δεν παίζουν στο στούντιο, ούτε ανεβαίνουν στη σκηνή, αλλά απεικονίζονται σε ιδιωτικές στιγμές, μες στην «ασφάλεια» του σπιτιού τους. Συμβαδίζοντας με τις επιταγές της «κοινωνίας της διαφάνειας», η οποία απλώνει μια ηδονοβλεπτική ματιά στην προσωπική ζωή των άλλων (απ’ τα reality συμβίωσης ευέξαπτων αγνώστων μέχρι τα πιο «απογυμνωτικά» vlogs ρουτίνας), τα TikToks των kidfluencers καλύπτουν ολόκληρη την καθημερινότητα των παιδιών.
Ταυτόχρονα, και πέρα απ’ τις αυξανόμενες απαιτήσεις μας για διαφάνεια, το φαινόμενο των kidfluencers αποκαλύπτει την κατάρρευση της ιδιωτικής σφαίρας υπό το βάρος τής εμπορευματοποίησης των πάντων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όταν μιλάμε για την «ιδιωτική σφαίρα», δεν αναφερόμαστε σ’ ένα πεδίο που ξεφεύγει απ’ το κράτος αλλά σε έναν κόσμο που δεν έχει υποταχθεί πλήρως στην αγορά, έναν χώρο «σχετικής αυτονομίας» απ’ τις επιταγές του κέρδους². Αυτό που φανερώνουν οι διαφημίσεις με τα τρίχρονα στο TikTok είναι η πτώση αυτού του τείχους, η φθορά των τελευταίων μη-εμπορικών οάσεων, ο θρίαμβος της μηχανής που αντικαθιστά το καθετί με την παραγωγή αξίας. Πια, η αγορά μπορεί να ορίσει τη σχέση μεταξύ γονιών και παιδιών, να την αναπλάσει ως θέαμα, μάρκετινγκ και δουλειά. Πια, μπορείς να πουλήσεις νόμιμα το παιδί σου.
Κι επιπλέον, μπορείς να το πουλήσεις χωρίς να φταις. Χωρίς να είσαι ανήθικος, άπληστος και σαθρός. Χωρίς ν’ αντιλαμβάνεσαι πως κάνεις κάτι λάθος. Δεν θέλω αυτό το κείμενο να διαβαστεί ως κριτική στους «κακούς γονείς» του διαδικτύου³. Απεναντίας, είμαι έτοιμος να δεχτώ ότι κάποιοι απ’ τους γονείς των kidfluencers μπορεί να επιθυμούν ειλικρινά το «καλύτερο δυνατό» για τα παιδιά τους. Το πρόβλημα δεν είναι ότι αυτοί οι γονείς είναι φιλάργυροι ή εγωιστές. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα το «καλύτερο δυνατό» ορίζεται, στο μυαλό πολλών, με βάση τη φήμη και τις απολαβές. Πιστεύοντας ότι κάνουν το καλύτερο για τα παιδιά (ότι τους προσφέρουν ένα μέλλον μ’ ευκαιρίες και λεφτά), ορισμένοι γονείς τα καταδικάζουν σ’ ένα καθεστώς εκμετάλλευσης και ψυχοφθόρας προβολής.
Δεν φταίνε ακριβώς οι γονείς. Και δεν φταίμε ακριβώς εμείς που θέλουμε να βλέπουμε γλυκούλικα παιδιά. Το θέαμα, το εμπόρευμα, η αγορά – δομές, και όχι άνθρωποι∙ συστήματα μάς φταίνε.
[1] Valeriya Safronova, 2023, Child Influencers Make Big Money. Who Gets It?.
[2] Brian Massumi, 1992, A user’s guide to capitalism and schizophrenia, The MIT Press, σ. 132.
[3] Το «κακό» είναι μάλλον ο ίδιος ο γονεϊκός θεσμός, ως η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης των αναπαραγωγικών σχέσεων της κοινωνίας, μια αδικαιολόγητη μορφή εξουσίας η οποία πρέπει να περιοριστεί (αν κι όχι από το κράτος). Εξού και οι προτάσεις για την κατάργηση της οικογένειας από φωνές εντός της παράδοσης του Μαρξισμού-Φεμινισμού. Για μια εισαγωγή, βλέπε: Lewis Sophie & Rosemarie Ho, 2019, Want to dismantle capitalism? Abolish the family.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.