Η ΕΚΛΟΓΗ ΑΡΧΗΓΟΥ είναι αναμφισβήτητα ένα κομβικό γεγονός στην εσωτερική ζωή ενός κόμματος. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια διαδικασία δεν αφορά αυστηρά και μόνο το κόμμα στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιείται, αλλά υπάρχουν επιδράσεις στο κομματικό σύστημα, ιδίως όταν οι διαδικασίες αφορούν κόμματα που παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της διακυβέρνησης. Είναι και ένας βασικός λόγος που σε ορισμένα κομματικά συστήματα υπάρχουν κάποιοι θεσμικοί προσδιορισμοί (ή και περιορισμοί) όσον αφορά το πλαίσιο εκλογής κομματικού επικεφαλής προκειμένου να μη θίγεται η ποιότητα της δημοκρατίας και να μην μπλοκάρεται το σύστημα της διακυβέρνησης.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι εκλογής αρχηγού: την εποχή της ακμής των «μαζικών κομμάτων» ο αρχηγός εκλεγόταν από το συνέδριο του κόμματος ή από ένα κομματικά εκλεγμένο ανώτατο σώμα εκλεκτόρων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εκλογή αρχηγού συνιστά μια κλειστή κομματική διαδικασία που πραγματοποιείται και ολοκληρώνεται στο πλαίσιο της υπάρχουσας ιεραρχημένης και καταστατικά νομιμοποιημένης κομματικής δομής.
Ωστόσο, αφ’ ης στιγμής τα «μαζικά κόμματα» μετασχηματίζονται και γίνονται περισσότερο οργανωτικά, χαλαρά αλλά και προσωποκεντρικά και αρχηγικά, η εκλογή από τη βάση με τη λογική των προκριματικών εκλογών (primaries) τείνει να κερδίζει έδαφος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρκετές φορές έχει συμπεριφερθεί σαν κακομαθημένο παιδί: αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό κόμμα, αλλά κυβέρνησε με ακροδεξιούς λαϊκιστές.
Υπάρχουν τρία βασικά μοντέλα εκλογής κομματικού επικεφαλής από τη βάση: σύμφωνα με το πρώτο μοντέλο, η εκλογή γίνεται με συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία αυστηρά και μόνο των εγγεγραμμένων μελών του κόμματος· στην περίπτωση αυτή πρόκειται για την εφαρμογή των λεγόμενων «κλειστών προκριματικών εκλογών» (closed primaries). Ο/Η αρχηγός μπορεί, ωστόσο, να εκλεγεί και από ένα ευρύτερο σώμα εκλεκτόρων που περιλαμβάνει τόσο τα εγγεγραμμένα μέλη όσο και τους «φίλους»/εκλογείς του κόμματος. Στην περίπτωση αυτού του δεύτερου μοντέλου έχουμε να κάνουμε με ένα υβριδικό σύστημα προκριματικών εκλογών (hybrid primaries), στο οποίο επιτρέπεται να μετέχουν και οι ψηφοφόροι που δεν είναι μεν οργανωτικά ενταγμένοι στο κόμμα, κινούνται όμως στο ευρύτερο περιβάλλον του.
Τέλος, σύμφωνα με ένα τρίτο μοντέλο, ο/η αρχηγός μπορεί να εκλέγεται μέσα από ανοιχτού τύπου προκριματικές εκλογές (open primaries), στο πλαίσιο των οποίων όσοι μετέχουν δεν χρειάζεται ευθέως ή εμμέσως να δηλώσουν κάποιοι είδους προσχώρηση ή σύνδεση με το κόμμα στην εκλογή αρχηγού του οποίου μετέχουν, ενώ θα μπορούσε ακόμη και να υπάρχει σύνδεσή τους με κάποιο άλλο κόμμα. Επίσης, είναι προφανές ότι στον πραγματικό κόσμο των εσωκομματικών εκλογών μπορεί να γίνει ένας συνδυασμός διαδικασιών εκλογής αρχηγού, η οποία μπορεί να γίνεται σε περισσότερα στάδια με την εμπλοκή ενός θεσμικού σώματος (π.χ. της κοινοβουλευτικής ομάδας) σε μια αρχική διαδικασία επιλογής υποψηφίων και τα μέλη του κόμματος να έχουν τον τελικό λόγο για την εκλογή αρχηγού.
Όσο πιο ανοιχτές είναι οι εσωκομματικές εκλογές τόσο πιο απρόσμενο και λιγότερο κομματικά ελεγχόμενο γίνεται το αποτέλεσμα. Τα primaries ενέχουν το ρίσκο το κόμμα να αλλάξει χέρια και η κομματική νομενκλατούρα που κρατούσε να ηνία να βρεθεί στο περιθώριο. Το ρίσκο αφορά και τη νεοεκλεγείσα ηγεσία που δεν θα μπορέσει να επιβληθεί αν βρεθεί απέναντι σε εκείνους που κρατούν τα αυθεντικά κομματικά κλειδιά. Όταν θα κλείσουν οι κάλπες των primaries, το πρόσωπο που θα αναδειχθεί αρχηγός θα πρέπει να ασκήσει τον ρόλο του μέσα στην κομματική μηχανή. Αυτοί που τον εξέλεξαν, ιδίως στο πλαίσιο υβριδικών και ανοιχτών προκριματικών εκλογών, αποτελούν ένα πολύ χαλαρό υποστηρικτικό πλαίσιο και αν ο αρχηγός δεν έχει ρίζες στο κόμμα, δεν θα μπορέσει να σταθεί χωρίς τους κομματικούς παράγοντες.
Η περίπτωση εκλογής αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ είναι χαρακτηριστική. Το ότι εφαρμόστηκε ένα είδος υβριδικών προκριματικών εκλογών με το δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογή αρχηγού να δίνεται σε όλους όσοι μέχρι και πριν μπουν στο παραβάν για να ψηφίσουν μπορούσαν να γραφτούν μέλη διεύρυνε σημαντικά το εκλογικό σώμα, ευνοώντας έναν νεοεμφανισθέντα υποψήφιο έναντι της παλιότερης κομματικής φρουράς.
Ο νέος αρχηγός είναι παραπλανητικό ωστόσο να θεωρεί ότι θα ελέγξει το κόμμα, έχοντας ως έρεισμα αυτούς που τον εξέλεξαν, καθώς το κόμμα στενά, οργανωτικά ελέγχεται από τους κομματικούς ιθύνοντες. Και αυτοί όμως δεν έχουν συμφέρον να αγνοήσουν τη διαδικασία εκλογής αρχηγού από τη βάση, καθώς αυτή η βάση μπορεί να μην ελέγχει το κόμμα οργανωτικά αλλά είναι η εκλογική του δεξαμενή και ο προνομιακός χώρος άντλησης εκλογικής υποστήριξης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρκετές φορές έχει συμπεριφερθεί σαν κακομαθημένο παιδί: αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό κόμμα, αλλά κυβέρνησε με ακροδεξιούς λαϊκιστές· προκάλεσε δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο λαός, αλλά τελικά και αγνόησε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος (ευτυχώς βέβαια!) και αποφάσισε ο τότε αρχηγός για το τι μέλλει γενέσθαι· άνοιξε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ τη διαδικασία εκλογής αρχηγού, αλλά δεν δέχεται το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Κάποιοι στιγμή όμως θα πρέπει να αποφασίσει να κινηθεί με αυστηρό θεσμικό τρόπο. Η συμπεριφορά του, εκτός του ότι έχει κουράσει το εκλογικό σώμα, επηρεάζει το κομματικό σύστημα, ενώ η υπερβολική εστίασή του στα εσωτερικά του ζητήματα δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος του κοινοβουλευτικού του ρόλου και της θέσης τους ως κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.