ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΕΧΕΙ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ένα νέο είδος πολιτικού μεσσιανισμού: η αναζήτηση του μοντέρνου νέου. Είναι ένα ρεύμα γνώμης μα κυρίως μια σταθερά της διψασμένης για νέες φάτσες μιντιακής σφαίρας. Έχει πάρει δε πολλές μορφές, αφού στην Ευρώπη μπορούσε να αφορά ριζοσπάστες (ακρο)δεξιούς ανθρώπους του φιλελεύθερου κέντρου και τέλος αριστερούς. Η ελληνική ριζοσπαστική αριστερά είχε κατά νου βεβαίως για χρόνια μια άλλη εικόνα του μοντέρνου νέου: αυτή που έπαιρνε παράδειγμα την κινηματική πρακτική, τον συνδικαλισμό ή την εναντίωση στον κόσμο των (κατά τεκμήριο μεγάλων) «κυρ-Παντελήδων». Η νεο-φιλία της αριστεράς εκφραζόταν με την αποθέωση μιας μαχητικής νιότης απέναντι στις δυνάμεις του παλαιού, την Αστυνομία, τη δεξιά, τους ολιγαρχικούς. Όμως η κατασκευή του μοντέρνου νέου που θα σάρωνε τον κόσμο των αραχνιασμένων προτύπων υπονόμευε πάντα τους ίδιους τους εμπνευστές της.
Στην πραγματικότητα, ήταν σε επαφή με μια γενικότερη πολιτισμική τάση σε όλες τις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Η μετάβαση από τον νέο των κινημάτων στο νέο της επαγγελματικής αριστείας, από τον απειλητικό για το σύστημα στον προοδευτικό του συστήματος, ήταν φυσική συνέπεια αυτής της κατασκευής. Ήταν η μετάβαση από τον θυμό στην cool διαπραγμάτευση με τις ευκαιρίες. Η ιδέα του μοντέρνου νέου ως πορθητή μιας παλαιάς τάξης μπορούσε έτσι να περάσει εύκολα από τα αριστερά στην κεντροδεξιά, από τις κουλτούρες της διεκδίκησης στο κόμμα της λογικής και τελικά στη μεγάλη, συμπεριληπτική κοίτη των προοδευτικών συναισθημάτων. Ποιος δεν θέλει να έχει συναισθήματα, να συμπονά και να αγαπάει την καλώς εννοούμενη επιτυχία, το εύλογο κέρδος, την υγιή επιχειρηματικότητα; Ποιος δεν θέλει να είναι με την κοινή λογική κατά των παραλογισμών μιας αρχαίας αριστεράς ή μιας κακόψυχης δεξιάς;
Το μοτίβο του μοντέρνου νέου που απευθύνεται απευθείας στο κοινό, παραμερίζοντας δημογέροντες και μεσολαβήσεις, αδιαφορώντας για κείμενα και παλιές λέξεις, χαμογελώντας στο μέλλον και στα συμπαθή προοδευτικά πράγματα που κυκλοφορούν άφθονα εκεί έξω, έχει πολλά προβλήματα. Δεν είναι αθώο.
Στην πραγματικότητα, το σοφτ μεσσιανικό μοτίβο του μοντέρνου νέου είναι μια μορφή πολιτικής κόπωσης. Περιέχει αντιπάθεια (πια) για τη «θεωρία» και την επικράτηση των μπούλετ επί των μεγάλων κειμένων. Αντανακλά την ΤikTοk δραματοποίηση που αντικαθιστά τις πολλές συζητήσεις και τα «σεντόνια». Αυτό το συναίσθημα κόπωσης και κορεσμού το έφερε ένας κόσμος που έβγαινε με τραύματα από τις μεταπολιτευτικές αριστερές οργανώσεις, την παλιά κομμουνιστική και ριζοσπαστική αριστερά. Είχε μπαφιάσει από συνεδρίες και κείμενα, πλατφόρμες και ιδρυτικά μανιφέστα.
Ήρθε η μνημονιακή εποχή και οι συγκρούσεις της σκληρής δεκαετίας του 2010 και πολλοί άνθρωποι αναζήτησαν ένα νέο πρόσωπο να πάει πέρα από αυτό που σημάδεψε τη νεότητά τους. Μερικοί από αυτούς, μετά την προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και επειδή δεν μπορούσαν να ξεκόψουν από κληρονομημένα αντιδεξιά συναισθήματα, «αρπάχτηκαν» από τον Αλέξη Τσίπρα. Έγινε ο Αλέξης τους. Άλλοι, λιγότεροι, στάθμευσαν για λίγο στην υπόσχεση του ΠΟΤΑΜΙΟΥ για μια πολιτική δίχως πολιτικούς και για αντικατάσταση της καρέκλας με πουφ. Τέλος, παρά το ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ήταν τριαντάρης αλλά μεγαλύτερος, επέλεξαν να δουν αυτόν τον «μοντέρνο νέο» μέσα στο κόμμα της κεντροδεξιάς. Με διαφορετικούς όρους, η αγχώδης αναζήτηση πήρε μορφή σε όλες τις γωνιές της πολιτικής ζωής.
Αυτό που συμβαίνει τώρα με τον Στέφανο Κασσελάκη, τη φερέλπιδα περίπτωση που επιδοκιμάζεται ή αποδοκιμάζεται μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι μια προέκταση της ίδιας ιστορίας. Μια κάπως αλλόκοτη, αλλά όχι ανεξήγητη παραλλαγή. Ένα πρόσωπο που φαίνεται να συνενώνει τα διαφορετικά αφηγήματα μεσσιανικής νεότητας: αυτό του αυτοδημιούργητου μορφωμένου/επιχειρηματία (με προέλευση από την αστική κεντροδεξιά) με αυτό του ακτιβιστή για τη δικαιοσύνη και τα δικαιώματα (κεντροαριστερά και αριστερά), το αφήγημα του πολιτισμένου κοσμοπολιτισμού με τη ρητορική της αντι-διαφθοράς και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Όλο αυτό διεξάγεται τελικά στη διαπάλη γραμμών εντός social media. Είναι κάτι έξω από την κομματική ιστορία, τις διαμάχες ιδεών ή τις «φράξιες» με τις οποίες πολιτεύονται και ζουν κάποιοι χιλιάδες άνθρωποι (όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στα άλλα κόμματα). Το «εκτός Ιστορίας» γίνεται προσόν για πολλούς, αν και λειτουργεί ως σήμα κινδύνου για τους πιο παραδοσιακούς της κομματικής αρχιτεκτονικής.
Δεν είναι, προφανώς, κακό πράγμα το να αναζητούν οι πολίτες πρόσωπα που θα ενσαρκώνουν με τον καλύτερο τρόπο τη μία ή άλλη πολιτική πρόταση και κοινωνική παράδοση. Η αναζήτηση του μοντέρνου νέου (ή της μοντέρνας νέας) μπορεί να είναι πολιτικά ενδιαφέρουσα ή αδιάφορη, ψευτομεσσιανισμός ή πραγματική αγωνία, συναισθηματισμός των social media ή και προσπάθεια ανίχνευσης καινούργιων ηγετικών ποιοτήτων. Υπάρχει όμως κάτι ενοχλητικό στον τρόπο που προβάλλονται πρόσωπα εκτός δομών, προτάσεις δίχως ένα πλαίσιο, συμπαθητικές θέσεις που συχνά στερούνται πολιτικής συνοχής. Η κεντροδεξιά, πάντα πιο κοντά στον εμπειρισμό της πολιτικής και αλλεργική στις ιδέες, μπορεί πιο άνετα να πολιτεύεται έτσι κι αλλιώς: συνδυάζοντας συντηρητικές σκηνογραφίες με τα ανασηκωμένα μανίκια της τεχνοκρατικής σημειολογίας μπορεί να χωνεύει τα παλαιοκομματικά παρασκήνια και τα δεξιά συναισθήματα.
Σε έναν χώρο όπως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Όσοι έχουμε ασκήσει έντονη κριτική σε αυτό το κόμμα και σε πολλές από τις πολιτικές του εδώ και χρόνια είναι κάπως περίεργο να έχουμε λόγο για τον έναν ή άλλον υποψήφιο-α. Επειδή όμως οι όροι της πολιτικής αντιπολίτευσης και ιδίως τα μεγάλα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και θεσμικά θέματα χρειάζονται τα πολιτικά κόμματα, έχει σημασία τι είδους πολιτικό προσωπικό προβάλλεται για τα επόμενα χρόνια. Το μοτίβο του μοντέρνου νέου που απευθύνεται απευθείας στο κοινό, παραμερίζοντας δημογέροντες και μεσολαβήσεις, αδιαφορώντας για κείμενα και παλιές λέξεις, χαμογελώντας στο μέλλον και στα συμπαθή προοδευτικά πράγματα που κυκλοφορούν άφθονα εκεί έξω έχει πολλά προβλήματα. Δεν είναι αθώο. Κυρίως όμως κρύβει κάτω από το χαλί τη συζήτηση για τους όρους της δικαιοσύνης, τις κοινωνικές ελευθερίες και τις αλλαγές στο οικονομικό και αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας. Μετατοπίζει υπερβολικά την πολιτική προς την επικοινωνία και το προσωπικό στυλ. Και αυξάνει την απροσδιοριστία ταυτότητας, αναπαράγοντας έναν μεταμοντέρνο αρχηγισμό με το άγχος του Μητσοτάκη και της ηγεμονίας του. Η εναπόθεση ελπίδων σε όποιον λέει μερικά ωραία λόγια και γράφει στο γυαλί μοιάζει περισσότερο με παραπροϊόν μιας ήττας που δεν έχει αφομοιωθεί και συζητηθεί πραγματικά.