Η ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ της ολοκλήρωσης της απογραφής του 2021 κρύβει ένα μυστικό, για το οποίο έχει σημάνει συναγερμός όχι μόνο στην ΕΛΣΤΑΤ, αλλά και στους δήμους της χώρας και στην κυβέρνηση.
Τα πρώτα στοιχεία κατέδειξαν τεράστια υποκαταγραφή πληθυσμού, με αποτέλεσμα να δοθεί παράταση στην παράταση, καθώς και κάποιες αμφίβολης επιστημονικότητας οδηγίες.
Το πρόβλημα παρ' όλα αυτά δεν διορθώθηκε και αυτός είναι ο λόγος που δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα τα προσωρινά στοιχεία του μόνιμου πληθυσμού, τα οποία έπρεπε να έχουν δημοσιευθεί από τον περασμένο Απρίλιο.
Το ζήτημα, όμως, κινδυνεύει να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς το 2022 ενδεχομένως να είναι χρονιά εκλογών, οι οποίες κανονικά θα έπρεπε να γίνουν με τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής. Ποια στοιχεία όμως; Αφού έξι μήνες μετά την υποτιθέμενη ολοκλήρωση της απογραφής αυτή παραμένει σε εκκρεμότητα και ακόμα δεν γνωρίζουμε πόσοι είμαστε.
Για τους δήμους που έχουν μεγάλο πληθυσμό αλλά αυτός δεν απογράφηκε πλήρως είναι «ζήτημα ζωής και θανάτου», λένε οι δήμαρχοι. «Η υποκαταγραφή συνεπάγεται υποχρηματοδότηση». Όλο το προηγούμενο διάστημα κυκλοφορούσαν καταγγελίες απογραφέων που διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση της πληρωμής τους.
Οι αντιδράσεις των δημάρχων και η ανησυχία για τις εκλογές
Συνεργάτες της ΕΛΣΤΑΤ που μίλησαν εμπιστευτικά στη LiFO αναφέρονται σε μια μεγάλης έκτασης υποκαταγραφή. Δημογράφοι, πολιτικοί επιστήμονες και αναλυτές επισημαίνουν ότι αν τα προβλήματα της απογραφής δεν λυθούν, θα έχουν επιπτώσεις και στις εκλογές, αφού αυτές θα πρέπει να γίνουν με βάση τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής, τα οποία θα ορίσουν και τον εκλογικό χάρτη με τις έδρες.
Η διοίκηση της ΕΛΣΤΑΤ, που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ομαλά και χωρίς προβλήματα την απογραφή, έχει συστήσει τώρα μια επιτροπή ειδικών, από τους οποίους ζητά να δώσουν λύσεις. Την ίδια ώρα, οι δήμοι στους οποίους παρατηρείται η μεγαλύτερη υποκαταγραφή πληθυσμού ζητούν από τον πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ να διορθώσει το λάθος, καθώς μικρότερος πληθυσμός σημαίνει μικρότερη χρηματοδότηση. Για τους δήμους που έχουν μεγάλο πληθυσμό αλλά αυτός δεν απογράφηκε πλήρως είναι «ζήτημα ζωής και θανάτου», λένε οι δήμαρχοι. «Η υποκαταγραφή συνεπάγεται υποχρηματοδότηση».
Όλο το προηγούμενο διάστημα κυκλοφορούσαν καταγγελίες απογραφέων που διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση της πληρωμής τους. Τα προβλήματα όμως είναι πολύ περισσότερα, με αυτό της υποκαταγραφής να υπονομεύει όλη τη διαδικασία.
Ο δήμαρχος Περιστερίου Ανδρέας Παχατουρίδης δηλώνει ότι στον δήμο του, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους της Αττικής, κατοικούν περίπου 300.000 άνθρωποι, αλλά η απογραφή, από τα ανεπίσημα στοιχεία που έχει υπόψη του, τους έβγαλε μισούς. Είναι η πιο ακραία περίπτωση από αυτές που γνωρίζουμε, καθώς μια υποκαταγραφή πάνω από 3% θεωρείται ήδη μεγάλη. Σε ερώτησή μας γιατί συνέβη αυτό, ο δήμαρχος απαντά ότι κάποιοι προτίμησαν να απογραφούν στα χωριά τους, άλλοι αρνήθηκαν να απογραφούν, διαμαρτυρόμενοι, και σε άλλα σπίτια δεν τους επισκέφθηκε κανένας απογραφέας «παρότι στο Περιστέρι υπήρχαν μερικοί πολύ ικανοί και έμπειροι απογραφείς», όπως λέει.
Ένα σημείο της κριτικής που γίνεται από μελετητές απογραφών είναι ότι η ΕΛΣΤΑΤ δεν συνεργάστηκε πιο ενεργά με την τοπική αυτοδιοίκηση.
«Σε αυτή την απογραφή υπήρχαν πολλά παράπονα από δημάρχους συναδέλφους, οι οποίοι θεωρούσαν ότι μπορούσαν να βοηθήσουν πολύ περισσότερο», αναφέρει μιλώντας στη LiFO και ο δήμαρχος Τρικάλων και πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) Δημήτρης Παπαστεργίου. «Ακόμα δεν έχουμε τα στοιχεία της απογραφής. Γνωρίζουμε κάποια πράγματα από διαρροές για ορισμένες περιοχές, αλλά εγώ για τον δήμο μου δεν γνωρίζω να σας πω», λέει.
Ο κ. Παπαστεργίου παραδέχεται πως υπάρχει ανησυχία των δημάρχων, την οποία εξέφρασαν και στο Δ.Σ. της ΚΕΔΕ, «καθώς έβλεπαν ότι δεν είχε γίνει τόσο λεπτομερής δουλειά».
Υπήρχε κι ένα αίτημα που έκαναν ατύπως προς την ΕΛΣΤΑΤ, προκειμένου να υπάρξει παράταση, γιατί «αρκετοί δήμαρχοι μάς είπαν πως πολλοί πολίτες δεν απογράφηκαν επειδή δεν ενημερώθηκαν ή δεν κατάλαβαν ή δεν τους βρήκαν».
«Όντως μας προβλημάτισε κι εμάς και το συζητήσαμε στο Δ.Σ της ΚΕΔΕ, με πολλούς δημάρχους να υποστηρίζουν ότι μια πιο ενεργή συμμετοχή των δήμων θα μπορούσε να βοηθήσει, ώστε να γίνει πιο ακριβής απογραφή. Έγιναν κάποιες καμπάνιες για να απογραφούν οι πολίτες στον τόπο τους, αλλά η εμπλοκή μας σταμάτησε εκεί», λέει. Την ώρα, μάλιστα, που ο δήμαρχος και πρόεδρος της ΚΕΔΕ απαντούσε στις ερωτήσεις μας, λάμβανε μηνύματα στο τηλέφωνό του από παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης που τον ρωτούσαν τι θα γίνει με την απογραφή.
«Παίζει ρόλο σε πολλά πράγματα, και στη χρηματοδότηση των δήμων, η απογραφή. Ένας δήμος που είχε, π.χ., λίγο πάνω από 100.000 κατοίκους και πέσει τώρα έστω και οριακά κάτω από τον αριθμό αυτό, θα έχει σημαντικά μειωμένη χρηματοδότηση». Εκτός από τη χρηματοδότηση, ενδιαφέρον υπάρχει και για τις εκλογές. «Είναι μια μεγάλη ανησυχία αυτή που υπάρχει, αν τελικά θα γίνουν εκλογές με τη νέα απογραφή ή –αν είναι προβληματική– με την παλιά».
Τι πήγε στραβά
Η Απογραφή Πληθυσμού του 2021 σχεδιάστηκε για να διενεργηθεί τον περασμένο Οκτώβριο (με ημερομηνία αναφοράς την 22α Οκτωβρίου), αλλά λόγω των προβλημάτων που προέκυψαν, πήρε παράταση ως τον Δεκέμβριο 2021 και γνωρίζουμε ότι ακόμα και τον Φεβρουάριο σε πολλούς δήμους συνέχιζαν την προσπάθεια απογραφής των κατοίκων τους, στην τρίτη φάση, όπως την ονόμασαν.
Η ανακοίνωση για τα πρώτα στοιχεία της απογραφής θα γινόταν μέσα στον Απρίλιο, αλλά σύμφωνα με τη Διεύθυνση Απογραφής, αυτή έχει μετατεθεί για τον Ιούλιο, χωρίς ακομα στην ΕΛΣΤΑΤ να μπορούν να δώσουν ακριβή ημερομηνία. Άλλωστε η απογραφή που τελείωσε τον περασμένο Μάρτιο έχει αρκετά ζητήματα που παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Στην απογραφή αυτή πολλά πράγματα πήγαν στραβά. Η δικαιολογία της ΕΛΣΤΑΤ είναι η πανδημία, αλλά αυτή μπορεί να δικαιολογήσει μόνο μερικά από τα προβλήματα. Είναι γεγονός πως ούτε την προηγούμενη φορά, στην απογραφή του 2011, είχαν πάει όλα τέλεια. Το έχει αναφέρει σε άρθρα του και ο μελετητής των απογραφών, πρώην υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ Μανόλης Δρεττάκης. Και τότε υπήρξε μια (μικρότερης τάξης) υποκαταγραφή του πληθυσμού και κάποιοι το είχαν επισημάνει.
Αυτήν τη φορά, όμως, σύμφωνα με ενδείξεις, στοιχεία και μαρτυρίες που διαθέτει το ρεπορτάζ μας από δήμους και απογραφείς, η αποτυχία είναι πολύ μεγαλύτερη. Τα βασικότερα προβλήματα ήταν η υιοθέτηση του καινούργιου συστήματος απογραφής, χωρίς να έχει προηγηθεί πιλοτική εφαρμογή του, η απουσία επαρκούς εκπαίδευσης των απογραφέων, καθώς και η απουσία μιας ευρείας και αποτελεσματικής ενημερωτικής καμπάνιας, ώστε να γνωρίζουν οι πολίτες τα οφέλη και τη συμβολή μιας επιτυχούς απογραφής.
Ο καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης, ένας από τους καλύτερους γνώστες της ιστορίας των απογραφών αλλά και των σύγχρονων μεθόδων απογραφής, είχε εντοπίσει τα λάθη και τις παραλείψεις εγκαίρως και είχε μιλήσει για αυτά.
Πρώτα από όλα, διήρκεσε πολύ μεγάλο διάστημα, κάπου 5-6 μήνες, λέει. «Αυτό δεν είθισται. Η απογραφή έχει μία ημερομηνία αναφοράς. Ρωτάνε, π.χ., τι έγινε από την 31η ως την 1η του μήνα. Συμβατικά είναι μία μέρα αναφοράς, ακόμα και αν τραβάει 5-6 ημέρες. Εδώ πήρε μήνες». Από την άλλη, η περίοδος αυτή –το εξάμηνο της απογραφής– είχε δύο χαρακτηριστικά: ήταν μέσα στον χειμώνα και μέσα στην πανδημία. «Πολλές χώρες που είχαν το ίδιο πρόβλημα με εμάς ανέβαλαν την απογραφή».
«Ο κόσμος φοβόταν να ανοίξει την πόρτα του. Υπήρχαν και αρνητές της απογραφής. Αμφισβητούσαν τον λόγο για τον οποίο τους ζητούσαν ΑΜΚΑ και ΑΦΜ», αναφέρει, κάτι που επισήμαναν στη LiFO και αρκετοί απογραφείς. Αυτήν τη φορά υπήρχε και η νέα μέθοδος της ηλεκτρονικής αυτοαπογραφής, αλλά πολλοί δεν ήταν ενημερωμένοι ή δεν είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν μόνοι τους, κυρίως ηλικιωμένοι πολίτες αλλά όχι μόνο.
Επίσης δεν έγινε πριν κανένα δοκιμαστικό τεστ από την ΕΛΣΤΑΤ. «Δεν τέσταραν τη νέα μέθοδο της αυτοαπογραφής, με αποτέλεσμα να συναντάμε προβλήματα στη διαδικασία που έπρεπε να τα επιλύσουμε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της απογραφής», αναφέρει ένας από τους 60.000 απογραφείς που πήραν μέρος στην υλοποίηση της. Αυτό ταλαιπώρησε αρκετά τους απογραφείς, όπως και το γεγονός ότι στην αρχή κολλούσε συχνά το σύστημα κι έπρεπε να γυρίζουν πίσω, να κάνουν ερωτήσεις και διορθώσεις. «Ο λόγος είναι ότι δεν είχε γίνει πρώτα μια πιλοτική εφαρμογή».
«Σήμερα στην ΕΛΣΤΑΤ προσπαθούν να βρουν μια λύση, να διορθώσουν τα δεδομένα και να περιορίσουν την αποτυχία. Αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει όμως, διότι υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις. Υπάρχουν δήμοι με μεγάλη διαφυγή και με μικρότερη διαφυγή» αναφέρει στη LiFO, υπό τον όρο της ανωνυμίας, υπάλληλος της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας.
«Δεν είναι ότι ξεχάστηκε ένα 3% παντού, σε όλη τη χώρα. Αλλού είναι 3%, αλλού 13% και αλλού 23%. Με αυτά που κατέγραψαν, π.χ., στην Ανατολική Αττική, αυτή χάνει σημαντικό πληθυσμό, αλλά δεν μπορεί η Ανατολική Αττική να έχει χάσει αυτόν τον πληθυσμό. Δεν προκύπτει. Έχουν βγει περίεργα πράγματα».
Πολιτικός που έχει γνώση των προβλημάτων που προέκυψαν εκτιμά ότι δεν μπορούν να γίνουν μεγάλης έκτασης διορθώσεις εκ των υστέρων. «Δεν ξέρω τι θα κάνουν. Έχουν φτιάξει μια επιτροπή που προσπαθεί να δώσει λύσεις. Με βάση τα αποτελέσματα που θα βγάλουν πρέπει να γίνουν και οι εκλογές. Μην το ξεχνάτε. Οι εκλογές θα γίνουν με αυτά τα στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει πρόβλημα και με τις έδρες. Είναι υποχρεωμένοι να λάβουν υπόψη τους τα αποτελέσματα της απογραφής για να φτιάξουν τον εκλογικό χάρτη με τις έδρες. Θα έχει παράπλευρες απώλειες μια αποτυχία της απογραφής».
Παρόμοιας έκτασης πρόβλημα δεν έχει ξαναπροκύψει πάντως σε καμία απογραφή της Μεταπολίτευσης. Στην προηγούμενη απογραφή η ΕΛΣΤΑΤ έκανε ένα μετααπογραφικό έλεγχο και βρήκε ότι διέφυγε το 2,95% του πλυθησμού, που θεωρείται υψηλό ποσοστό, παρότι μέχρι 3% είναι αποδεκτό. Τώρα εκτιμάται ότι η υποκαταγραφή μπορεί να είναι και πάνω από 8%, ενώ υπάρχει δήμαρχος που θεωρεί ότι η απογραφή τους έβγαλε μισούς στον δήμο του.
«Οι δήμαρχοι, όταν έπρεπε να κινητοποιηθούν, δεν το έκαναν. Τώρα κάποιοι πηγαίνουν στην ΕΛΣΤΑΤ και λένε “βάλε λίγο παραπάνω”. Δεν νομίζω όμως ότι διορθώνεται έτσι», αναφέρει κυβερνητικός αξιωματούχος, διατυπώνοντας κριτική και για τους δημάρχους. Στην κυβέρνηση υπάρχει απογοήτευση για τη διοίκηση της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά υποστηρίζουν ότι η απογραφή είναι το μεγαλύτερο πρότζεκτ του κράτους και με συνθήκες πανδημίας δεν ήταν απλό να διεξαχθεί χωρίς προβλήματα.
Η πολιτική σημασία της σωστής απογραφής
«Έπρεπε να υπάρχει καλή προετοιμασία, ώστε να γίνουν τα λιγότερα σφάλματα. Η απογραφή πρέπει να γίνεται, αν είναι δυνατόν, μέσα σε μία μέρα και σίγουρα όχι σε 7 μήνες. Η απογραφή θεωρητικά καταγράφει σε μία μέρα όποιον βρει στην χώρα, όπου τον βρει», μας εξήγησε ο έμπειρος πολιτικός επιστήμονας και διευθυντής της εταιρείας δημοσκοπήσεων Public Issue Γιάννης Μαυρής.
«Έχει γίνει τεράστια μεταβολή πληθυσμού στη χώρα αυτήν τη δεκαετία. Η πολιτική σημασία αυτού του γεγονότος είναι προφανής. Δεν μπορεί να γίνει κανένας κρατικός σχεδιασμός σε κανένα επίπεδο χωρίς τα ακριβή στοιχεία. Αν δεν ξέρεις τον πληθυσμό σε κάθε περιοχή, τι δίκτυα και υποδομές θα σχεδιάσεις; Πόσα σχολεία πρέπει να έχει ο κάθε δήμος; Πόσες παιδικές χαρές; Σημαντικός είναι ο ρόλος της απογραφής και για τις εκλογές, διότι σύμφωνα με το Σύνταγμα ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με βάση τον νόμιμο πληθυσμό της, που προκύπτει σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, καθώς και για την ισότητα της ψήφου.
Είναι σημαντικό πρόβλημα αν έχουμε υποεκτιμημένα στοιχεία, όπως και η καθυστέρηση που παρατηρείται στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Οι εκλογές του 2022-2023 θα γίνουν με την προηγούμενη απογραφή του 2011 που δεν αποτυπώνει τις πληθυσμιακές μεταβολές που έχουν συμβεί; Κάτι τέτοιο δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολίτευση».
Ο Γιάννης Μαυρής μας επισημαίνει και κάτι ακόμα: Σύμφωνα με το Σύνταγμα (αρθρο 54, παρ.2), τα αποτελέσματα της απογραφής θεωρούνται ότι έχουν δημοσιευθεί, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μετά την πάροδο ενός έτους από την τελευταία ημέρα της διεξαγωγής της. Οσο υπάρχει ασάφεια για τη λήξη της απογραφής, δημιουργείται άλλο ένα εύλογο ερώτημα για την ημέρα από την οποία θα μετράει ο χρόνος της συνταγματικής προθεσμίας.
«Η απογραφή είναι η πλήρης καταγραφή του πληθυσμού που υπάρχει σε μια χώρα, με τα βασικά χαρακτηριστικά του. Τα δημογραφικά, τα κοινωνικά, τα οικονομικά, τα εκπαιδευτικά και τις συνθήκες στέγασης», αναφέρει ο καθηγητής Δημογραφίας Βύρων Κοτζαμάνης. «Πρόκειται για μια καταγραφή που ανάγεται σε μία συγκεκριμένη στιγμή του χρόνου. Είναι μια διαδικασία σύνθετη και με κόστος. Στις περισσότερες χώρες γίνεται κάθε δεκαετία.
Οι τρόποι με τους οποίους συλλέγονται τα στοιχεία διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Στη χώρα μας ως το 2011 γινόταν με απογραφείς και έντυπα. Σε άλλες χώρες δεν υπάρχουν ούτε απογραφείς ούτε έντυπα και γίνεται αποκλειστικά διαδικτυακά. Σε άλλες γίνεται μέσω της διασταύρωσης των μητρώων – αυτή η μέθοδος δεν κοστίζει και τα αποτελέσματα βγαίνουν πολύ πιο γρήγορα, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη μητρώων και ότι οι κάτοικοι της χώρας θα έχουν έναν μοναδιαίο αριθμό».
«Με την απογραφή συγκροτείται και ο εκλογικός χάρτης. Σε άλλες περιφέρειες ο πληθυσμός μειώνεται, αλλού αυξάνεται. Με βάση αυτό καθορίζουμε τους βουλευτές που εκλέγονται σε κάθε περιφέρεια.
Αλλά και γενικότερα, η απογραφή είναι σημαντικό εργαλείο σε όλα τα επίπεδα για την άσκηση πολιτικής και σχεδιασμού (απασχόληση, ανεργία, εκπαίδευση, πόσοι είμαστε, τι είμαστε, πολιτικές υποδομές, δίκτυα, στέγαση).
Αν θέλεις να σχεδιάσεις, π.χ., πολιτικές στέγασης, πρέπει να ξέρεις ποιος, πού, τι και γιατί. Η απογραφή είναι βασικό εργαλείο σε όλες τις χώρες για την άσκηση πολιτικής. Και ταυτόχρονα για την αυτογνωσία μας. Πόσοι είμαστε, πώς μοιραζόμαστε στον χώρο, τι επίπεδο εκπαίδευσης έχουμε, τι συνθήκες στέγασης έχουμε, πώς μετακινούμαστε κ.ο.κ».
Ένα μεγάλο μέρος των ερωτήσεων της απογραφής είναι κοινό για όλες τις χώρες και βασίζεται στις οδηγίες των Ηνωμένων Εθνών. Κάθε χώρα όμως προσθέτει και τις ερωτήσεις που θέλει. «Στην Ελλάδα υιοθετούμε πλήρως τις ερωτήσεις των Ηνωμένων Εθνών και δεν προσθέτουμε τίποτα άλλο», αναφέρει ο καθηγητής Βύρων Κοτζαμάνης, ο οποίος είναι και διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, αλλά και εμπειρογνώμονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών, με πλούσια εμπειρία από διαδικασίες απογραφής σε πολλές χώρες του κόσμου.
Το παρασκήνιο και οι αιτίες – «Ρώτα τον γείτονα»
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της LiFO, στην ΕΛΣΤΑΤ υπήρχαν από την αρχή σημαντικές εσωτερικές αδυναμίες και ελλείψεις που δεν επέτρεψαν τη σωστή προετοιμασία. Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν αντιδράσεις από στελέχη της Στατιστικής Υπηρεσίας και έγιναν εισηγήσεις να μη γίνει η απογραφή τον χειμώνα, καθώς αρκετοί εξέφρασαν σοβαρές επιφυλάξεις.
Το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής ΕΛΣΤΑΤ δεν είχε εμπειρία από απογραφές. Πολλά στελέχη που οργάνωσαν τις απογραφές του 2001 και του 2011 συνταξιοδοτήθηκαν στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τις αρχές του προηγούμενου χρόνου. Οπότε ένας αριθμός επιτελικών στελεχών που οργάνωσε την πρόσφατη απογραφή –πολύ μεγαλύτερος από προηγούμενες φορές– δεν είχε εμπειρία απογραφών.
Επιπλέον, την ίδια χρονιά προηγήθηκε η απογραφή των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που έγινε «άρον-άρον», όπως μας είπαν χαρακτηριστικά στελέχη που συμμετείχαν, καθώς και των κτιρίων κατασκευών. Σε ένα εξάμηνο δηλαδή, ο μηχανισμός της ΕΛΣΤΑΤ είχε να διεξάγει τρεις απογραφές, με αποτέλεσμα κάποιοι να πάθουν burnout. Υπάρχει και αυτή η εσωτερική παράμετρος, όπως μας είπαν. Επίσης, οι απογραφείς, όπως όλοι εκ των υστέρων διαπίστωσαν, έπρεπε να έχουν καλύτερη ενημέρωση και επιμόρφωση.
Τους έκαναν κάποια πολύ σύντομα σεμινάρια (μόλις κάποιες ώρες ήταν η εκπαίδευσή τους), ενώ είχαν να επιλύσουν πλήθος προβλημάτων κατά τη διαδικασία της απογραφής, τα οποία έλυναν ongoing, κατά τη διάρκεια της απογραφής.
Επειδή όμως τα προβλήματα ήταν πολλά και επειδή, παρά την αισιοδοξία της διοίκησης της ΕΛΣΤΑΤ, τα πρώτα αποτελέσματα ήταν κόλαφος, κάποια στιγμή άρχισαν να ανησυχούν και επιτελικά, και τότε κάλεσαν τους απογραφείς και τους είπαν ότι «δεν υπάρχουν κλειστά σπίτια, ούτε αρνήσεις. Όπου δεν σας ανοίγουν την πόρτα, θα ρωτάτε τους γείτονες. Πόσοι μένουν μέσα, αν είναι άνδρες ή γυναίκες και, πάνω-κάτω, τι ηλικία έχουν».
Κατάλαβαν ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν θα απογραφόταν και γι' αυτό ζήτησαν από τους απογραφείς να καταγράψουν και όσους αρνούνται, με πληροφορίες από… τη γειτονιά. «Επειδή κινδύνευαν να χάσουν μεγάλο πληθυσμό και να εκτεθούν, κινδύνευαν να έχουν τρομερές απώλειες, είπαν στους απογραφείς "ξαναπαίξτε μπάλα παντού, δεν υπάρχουν αρνήσεις, μάθετε από τους γείτονες"», μας λέει ένας από τους απογραφείς με προηγούμενη εμπειρία.
Οι περισσότεροι απογραφείς δέχθηκαν. «Υπήρχε μία πίεση και το κάναμε. Καθένας είχε έναν χώρο να καταγράψει. Έχεις δύο οικοδομικά τετράγωνα. Σε αυτά τα δύο τετράγωνα δεν βρήκα 50 νοικοκυριά, βρήκα 50 πόρτες κλειστές. Ρώτα τους γείτονες, ήταν η οδηγία στο τέλος».
Με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν τελικά και μαζέψαν λίγο τη διαφυγή σε κάποιες περιοχές, αν και στους αλλοδαπούς, όπως μας είπαν, υπάρχει πολύ μικρή κάλυψη. «Μόνο αυτοί στα καμπ θα καταγραφούν σίγουρα».
Γιατί δεν ανέβαλαν την απογραφή
Η απογραφή 2021, όπως προκύπτει, διεξήχθη από στελέχη χωρίς εμπειρία, από στελέχη εξαντλημένα και απογραφείς με ελλιπή επιμόρφωση και αμφίβολης πρακτικής οδηγίες. Δεδομένου ότι η απογραφή είναι ένα τεράστιας σημασίας πρότζεκτ και δεδομένης της έλλειψης κατάλληλης προετοιμασίας, η αναβολή σε καιρό πανδημίας θα έμοιαζε μια λογική διέξοδος. Γιατί δεν το έκαναν;
«Ο πρόεδρος ήθελε να βγει και να πει ότι κατάφερε να κάνει απογραφή, παρά την πανδημία» είναι μία εξήγηση που δίνεται στο εσωτερικό της ΕΛΣΤΑΤ. Από την άλλη, αν η κυβέρνηση παέι σε εκλογές εντός του 2022, θα αποτελούσε πρωτοφανές γεγονός να τις κάνει με τα στοιχεία πληθυσμού της περασμένης δεκαετίας.
Αθανάσιος Θανόπουλος, πρόεδρος ΕΛΣΤΑΤ: Η σπουδαιότητα της απογραφής του πληθυσμού για τους δήμους
Ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ Θανάσης Θανόπουλος διαβεβαίωνε με συνέντευξή του στις 12 Οκτωβρίου πως «όσοι δεν καταφέρουν να ολοκληρώσουν τη διαδικασία ηλεκτρονικά θα δεχτούν επίσκεψη –στο διάστημα από τις 27 Νοεμβρίου μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου– από τους απογραφείς της ΕΛΣΤΑΤ προκειμένου η διαδικασία να ολοκληρωθεί μέσω συνέντευξης».
Τελικά, όμως, ούτε όλοι οι κάτοικοι της χώρας δέχτηκαν την επίσκεψη των απογραφέων, λόγω του κακού σχεδιασμού, ούτε η διαδικασία ολοκληρώθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου. Επίσης στόχος της ΕΛΣΤΑΤ ήταν να ανακοινώσει τα πρώτα στοιχεία για τον πραγματικό πληθυσμό της χώρας μέσα στον Απρίλιο, αλλά ούτε και αυτός επετεύχθη.
Η απογραφή του 2021 αποτελούσε ορόσημο για την ΕΛΣΤΑΤ, καθώς συνέπεσε με τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά επτά μήνες μετά, χωρίς να έχουν ανακοινωθεί τα προσωρινά στοιχεία (για πρώτη φορά), πολλοί τη χαρακτηρίζουν ήδη φιάσκο.
Η απογραφή του 2021 έγινε χειμώνα αντί για άνοιξη, με πανδημία, από στελέχη σε μεγάλο βαθμό άπειρα ή εξαντλημένα, χωρίς μια επιτυχή εκστρατεία ενημέρωσης, δοκιμάστηκε μια καινούργια μέθοδος, της αυτοαπογραφής, χωρίς πιλοτική απογραφή και χωρίς ουσιαστική επιμόρφωση των απογραφέων. Το αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο. Το ερώτημα είναι πώς θα διορθωθεί η ζημιά και θα αποφευχθούν οι κίνδυνοι.
ΕΛΣΤΑΤ - Απογραφές 1821-2021