ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2020 δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από φίλο ο οποίος με ρώτησε αν επιθυμούσα να συντονίσω για την Ελλάδα την έκδοση και την προβολή ενός βιβλίου για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα που ήδη κυκλοφορούσε στο εξωτερικό ήδη έναν χρόνο. Ήμουν πολύ δύσθυμη δεδομένου ότι το θέμα αυτό δεν είχε ανακινηθεί από καμία άλλη κυβέρνηση μετά τη Μελίνα και θεώρησα ότι εμείς οι ίδιοι είχαμε πια παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια, αλλά θέλησα να το διαβάσω.
Με έκπληξη είδα ότι το βιβλίο «Who Owns History?» (Οκτώβριος 2019, Βiteback Publishing) το είχε γράψει ο επικεφαλής ενός από τα πιο μεγάλα νομικά γραφεία στον κόσμο με ειδίκευση σε δύσκολες υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η γενοκτονία στη Σιέρα Λεόνε, η παιδεραστία στουν κόλπους της Καθολική Εκκλησίας, τα εγκλήματα πολέμου και άλλα πολλά.
Ο νομικός αυτός, με τεράστια εμπειρία στα βρετανικά και διεθνή δικαστήρια και στα Ηνωμένα Έθνη, λέγεται Geoffrey Robertson και το γραφείο του Doughty Street Chambers. Είναι το ίδιο γραφείο όπου εργάζεται η Amal Clooney – με την ίδια έκπληξη διαπίστωσα ότι στο ίδιο γραφείο είχε αναθέσει η κυβέρνηση Παπανδρέου, και μετά η κυβέρνηση Σαμάρα, την υπόθεσή μας εναντίον του Βρετανικού Μουσείου.
Η ομάδα του Geoffrey Robertson δούλεψε πάνω από δύο χρόνια για να αποφανθεί αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί επαρκώς η υπόθεση, έψαξαν αρχεία σε Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία, αναζήτησαν πηγές, μίλησαν με ανθρώπους και το αποτέλεσμα το κατέγραψαν σε μια εκτενή μελέτη με όλες τις εφικτές λύσεις, νομικές, πολιτικές και διπλωματικές, την οποία παρέδωσαν στην κυβέρνηση Τσίπρα. Η τότε κυβέρνηση όμως την απέρριψε και σταμάτησε κάθε περαιτέρω ενέργεια.
Συγκεκριμένα, στην εισαγωγή του ο κ. Robertson αναφέρει χαρακτηριστικά: «We received a no thanks answer from anyone» και συμπληρώνει «Ι lost then interest - the gumptionless Greeks of the Tsipras government would never get back their ancient Gods».
Η βρετανική κοινή γνώμη, για πρώτη φορά, είναι υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών, οι «Times», ένα έντυπο που παραδοσιακά αντιτίθετο στο αίτημα της ελληνικής πλευράς, για πρώτη φορά, άλλαξε στάση. Το κλίμα έχει αλλάξει ριζικά.
Τότε κατάλαβα ότι η υπόθεση επιστροφής και επανένωσης των Γλυπτών (#reunite_Parthenon) δεν ήταν κάποια προεκλογική ή εθνικιστική έξαρση αλλά μια εφικτή προοπτική που στηρίζεται σε μια συμπαγή νομική βάση και τοποθετεί τη διεκδίκησή μας στο δικαίωμα των λαών στη συνέχιση της ιστορικής τους κληρονομιάς. Έτσι αποφάσισα να εκδώσω το βιβλίο στα ελληνικά («Σε ποιον ανήκει η ιστορία;», Οκτώβριος 2020, εκδόσεις Free Thinking Zone), αφαιρώντας όμως κάθε αιχμή από τις αναφορές του κ. Robertson στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να αποτελέσει αυτό το οικουμενικό θέμα αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης. Ο κ. Robertson συμφώνησε.
Δύο χρόνια μετά, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε, δυστυχώς, να το κάνει μόνος του, δηλώνοντας την «ανησυχία» του για την εξέλιξη μιας υπόθεσης για την οποία δεν έκανε απολύτως τίποτα, ενώ είχε όλα τα νομικά και διπλωματικά επιχειρήματα έτοιμα στα χέρια του. Μια υπόθεση την οποία απέρριψε.
Αυτά τα δύο και πλέον χρόνια πολλά κεφάλαια έχουν διαδραματιστεί στην υπόθεση «Επανένωση», τα οποία έχει ενορχηστρώσει μεθοδικά και σιωπηρά ένας Έλληνας της ομογένειας, ο κ. Γιάννης Λέφας και η οικογένειά του με επικεφαλής την κόρη του, Μελίσα Λέφα, και το Lefas Foundation, ένα ίδρυμα που έχει συσταθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό.
Ο κ. Λέφας έφτιαξε μια ομάδα από επαγγελματίες πρώτης γραμμής από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, τις ΗΠΑ, ένα από τα καλύτερα γραφεία public affairs και δημοσίων σχέσεων, τον ίδιο τον κ. Robertson, επιφανείς και αναγνωρίσιμους ανθρώπους, όπως ο ηθοποιός Stephen Fry, μέλη του Κογκρέσου και της Βουλής των Λόρδων, και άλλους Έλληνες της ομογένειας. Μαζί ξεκίνησαν μια τεράστια καμπάνια lobbying και ενημέρωσης της κοινής γνώμης για την επιστροφή και επανένωση των Γλυπτών.
Η προσπάθεια αυτή περιλαμβάνει προωθητικές ενέργειες μέσα και έξω από το Βρετανικό Μουσείο, συλλογή υπογραφών, εκτενή αρθρογραφία στον διεθνή Τύπο, έρευνες κοινής γνώμης, testimonials και δημόσιες δηλώσεις από ηθοποιούς και ανθρώπους με επιρροή σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, εκδηλώσεις, καμπάνια στα κοινωνικά δίκτυα, δημιουργία επίσημης ιστοσελίδας.
Οφείλω να σημειώσω, αν και ο κ. Λέφας, ένας πολύ σεμνός άνθρωπος που επιθυμεί να απόσχει από τη δημοσιότητα, θα μου θυμώσει, ότι όλες αυτές οι ενέργειες στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η ελληνική έκδοση χρηματοδοτήθηκαν από το Ίδρυμα Λέφα.
Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι σε όλους και όλες μας πια ορατό. Η Unesco για πρώτη φορά αναγνώρισε το θέμα ως διακρατικό τον Οκτώβριο του '21. Η βρετανική κοινή γνώμη για πρώτη φορά είναι υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών, οι «Times», ένα έντυπο που παραδοσιακά αντιτίθετο στο αίτημα της ελληνικής πλευράς, για πρώτη φορά άλλαξε στάση. Το κλίμα έχει αλλάξει ριζικά.
Το θετικό είναι ότι η κυβέρνηση αναγνώρισε αυτήν τη μοναδική ευκαιρία και αξιοποίησε τις ενέργειες αυτές για να συνταχθεί στον σκοπό, να τον βάλει στις προτεραιότητές της και να προχωρήσει σε μια ολοκληρωμένη και ενιαία στρατηγική επανένωσης των Γλύπτων, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να πρωτοστατεί.
Η στρατηγική αυτή δεν περιλαμβάνει μια μεγάλη κόκκινη γραμμή με βάση την πάγια θέση της χώρας μας, ότι δηλαδή «δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών», όπως έχει πολλές φορές δηλώσει η υπουργός Πολιτισμού, κ. Μενδώνη, ούτε λέξεις όπως δάνεια και ανταλλαγές. Περιλαμβάνει όμως μια σειρά εναλλακτικών λύσεων στο πλαίσιο της πολιτιστικής αλλά και παραδοσιακής διπλωματίας με win-win αποτελέσματα και για τις δύο πλευρές που αποδυναμώνουν την πάγια θέση και ανησυχία του Βρετανικού Μουσείου και της βρετανικής κυβέρνησης ότι θα δημιουργηθεί ένα προηγούμενο που θα απογυμνώσει τα βρετανικά και άλλα δυτικά μουσεία από τους θησαυρούς τους. Άλλωστε, σε μια καλή διαπραγμάτευση στόχος είναι η λύση και όχι η ρήξη. Ο κ. Robertson στο βιβλίο του εκθέτει αναλυτικά όλες αυτές τις πιθανές λύσεις.
Σήμερα είμαστε περισσότερο κοντά από ποτέ. Μπορούμε, επομένως, να πούμε με περισσότερη ασφάλεια ότι η επανένωση των Γλυπτών στο Μουσείο της Ακρόπολης είναι ένας στόχος δύσκολος, μπορεί να πάρει αρκετά χρόνια, αλλά είναι απολύτως εφικτός και ορατός πια, ακόμα και για τη δική μας γενιά.
Ένας και μόνο παράγοντας μπορεί να τα γκρεμίσει όλα: η εσωτερική αδυναμία μας να ορίσουμε τον στόχο ως εθνικό και η πλήρης, απαλλαγμένη από μικροπολιτικές σκοπιμότητες σύνταξη όλων των κοινοβουλευτικών δυνάμεων με αυτόν.