ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΤΗ ΣΚΗΝΗ από το θρίλερ The Ring. Το όριο μεταξύ της οθόνης και του πραγματικού κόσμου εξαφανίζεται και το αλλόκοτο πλάσμα πρώτα πλησιάζει την οθόνη και τελικά τη διαπερνά – βγάζει πρώτα το χέρι του και μετά το υπόλοιπο σώμα. Προτού ο πρωταγωνιστής αντιδράσει, το πλάσμα βρίσκεται στο διαμέρισμά του.
Η πανδημία του Covid-19 άλλαξε ριζικά τη σχέση μας με την οθόνη. Η οθόνη, μη διαδραστική αρχικά, άφηνε τον θεατή να βυθίζεται σε ειδήσεις και τηλεοπτικές σειρές, χωρίς να επιτρέπει και πολλή αλληλεπίδραση, ενώ τα τηλέφωνα δεν ήταν ακόμα υπολογιστές. Αυτή η παθητικότητα φαντάζει ήδη αιώνες μακριά (μερικοί δεν την πολυθυμόμαστε καν).
Την πανδημία την έχω στο μυαλό μου ως εκείνο ακριβώς το σημείο που η υποχρεωτικότητα της αλληλεπίδρασης με οθόνες έγινε πραγματικά τρομακτική. Είναι άλλο να χαζεύεις το κινητό σου για να γλιτώσεις από μια ντροπιαστικά άβολη κουβέντα και εντελώς διαφορετικό πράγμα η υποχρεωτική διαμεσολάβηση της οθόνης για να μπορέσεις να εμπλακείς στις δραστηριότητες εκείνες που, αν λείψουν, η καθημερινότητα δεν μοιάζει με τίποτα γνωστό και αναγνωρίσιμο.
Η ευκολία με την οποία αποδεχτήκαμε την υποχρεωτική αποστολή μηνυμάτων για μετακίνηση και η προθυμία μας να αυξήσουμε τη συμμετοχή μας στα σόσιαλ προκάλεσαν μια μόνιμη συνδεσιμότητα/ψευδή κοινωνικότητα.
Η ευκολία με την οποία αποδεχτήκαμε την υποχρεωτική αποστολή μηνυμάτων για μετακίνηση και η προθυμία μας να αυξήσουμε τη συμμετοχή μας στα σόσιαλ προκάλεσαν μια μόνιμη συνδεσιμότητα/ψευδή κοινωνικότητα. Το να είσαι όλη μέρα μπροστά από κάποια οθόνη έγινε αυτονόητο και αναμενόμενο (για να μη χάσεις τα τελευταία μέτρα, για να μετακινηθείς, για να ενημερωθείς κ.λπ.), άρα χάθηκαν και οι δικαιολογίες για τα ίνμποξ που δεν είδες.
Κάποιες πτυχές των σόσιαλ ξέφυγαν. Δεν έχω Τwitter, προκειμένου να μπορώ να συγκεντρώνομαι καλά, ωστόσο, όπως όλοι, κατασκοπεύω μερικές φορές. Μου φαίνεται ικανό να εκνευρίσει καθηγήτρια yoga.
Νοσηρή μού φαίνεται και η προφανής εργαλειοποίηση του fomo (fear of missing out / άγχος μη μείνεις «στην απέξω») που συντηρεί τον εθισμό στα stories. Οι χρήστες του Facebook και του Instagram, παρακολουθώντας βιντεάκια λίγων δευτερολέπτων (stories) όπου άλλοι χρήστες αυτοσκηνοθετούνται στην κορύφωση της καλοπέρασής τους ή καταγράφουν υπερβολικά συγκεκριμένες λεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους (τη θέα απ’ το γραφείο τους, σε ήπιες περιπτώσεις, τη γάμπα και τους κοιλιακούς τους, σε άλλες), είναι σίγουροι ότι θα πληροφορηθούν πού είναι και τι κάνουν οι φίλοι τους κάθε λεπτό. Το διεισδυτικό βλέμμα του χρήστη που λαχταρά να δει βιντεάκια απ’ τη ζωή άλλων χρηστών γίνεται τελικά το στοιχείο που δικαιώνει τη σύντομη έκθεση λεπτομερειών της ζωής του άλλου.
Αν ο σκοπός της κοινοποίησης ενός φαγητού ή μιας εξωτικής τοποθεσίας είναι αυτή η γαργαλιστική ηδονή που νιώθουμε όταν σκεφτόμαστε πόσο μπορεί να μας ζηλεύουν ή να ασχολούνται μαζί μας οι άλλοι, τότε η κατασκοπεία των χρηστών δεν είναι ενοχλητική διείσδυση στην καθημερινότητά μας αλλά γενναιοδωρία. Η αμφίδρομη επιτήρηση, με την οθόνη στη μέση, γίνεται παιχνίδι όπου άλλοτε κερδίζεις σε προσοχή και αναγνώριση κι άλλοτε χάνεις, γιατί το βλέμμα στρέφεται αλλού ή σε προσπερνά χωρίς αντίδραση (αυξάνοντας τη ζήτηση για τις σπάνιες αντιδράσεις του συγκεκριμένου χρήστη). Το να συμμετέχεις σε μια τόσο ανταγωνιστική αγορά για την προσοχή και τον έπαινο των άλλων μέσα στην πανδημία, και με λιγοστές διαθέσιμες επιλογές ηδονιστικής καλοπέρασης και γενικώς «ζωάρας», έγινε ακόμα πιο δύσκολο, αλλά οι χρήστες δεν εγκατέλειψαν τη μάχη.
Κάποιες απ’ τις αλλαγές που επήλθαν την περίοδο της πανδημίας θα μείνουν. Η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του κράτους, που διαρκώς προχωρά, για παράδειγμα, κάνει επιτέλους λιγότερο καφκικές εκείνες τις περίεργες σχέσεις μας με υπηρεσίες. Η εργασία αλλάζει κι αυτό δεν είναι υποχρεωτικά κακό νέο.
Όμως υπάρχουν πράγματα που μετά το εμβόλιο ελπίζω να μην επανεμφανιστούν. Μερικές φορές, κοιτάζοντας στο Zoom «συζητήσεις» ή «μαθήματα» με αγχωμένους συνομιλητές, κλεισμένους στα δωμάτιά τους, ένιωθα όπως οι υπεύθυνοι φύλαξης που ελέγχουν βαριεστημένα και αδιάφορα πολλές οθόνες ταυτόχρονα, περιμένοντας απλώς την αναίμακτη λήξη της βάρδιας.
Η συνάντηση με την πραγματικότητα μετά την πανδημία θα είναι ραντεβού στα τυφλά, όμως σίγουρα θα περιλαμβάνει αλληλεπιδράσεις με ανθρώπους και αδιανόητα εξελιγμένες τεχνολογίες. Το άγγιγμα, οι μυρωδιές, η αίσθηση της επαφής, επειδή κάποιος άγνωστος σε ένα καφέ σού χαμογελάει, ή διαβάζει το αγαπημένο σου βιβλίο, ή τρώει κάτι που κάποτε κι εσύ είχες απολαύσει είναι αναπόσπαστα κομμάτια της ανθρώπινης εμπειρίας και δεν πρόκειται να εκλείψουν.
Η αδιαμεσολάβητη επαφή με άλλους θα βελτιώσει και τη σχέση μας με οθόνες, που στην πανδημία, λόγω της υποχρεωτικότητάς της, έγινε πνιγηρή. Δεν έχω αισθανθεί ξανά τόσο ριγμένη, κολλημένη και χωρίς επιλογές.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.