ΦTAΣΑΜΕ, ΛΟΙΠΟΝ, αισίως στα 200 μεγαλοπρεπή χρόνια από τη μεγάλη επανάσταση. Με τα φαγώματά μας, τις χούντες μας, τις γενοκτονίες μας, τις επιδημίες μας, τις κρίσεις μας, τους πολέμους μας, αλλά φτάσαμε ακέραιοι και όρθιοι, με το κεφάλι ψηλά. Μέσα σε όλα αυτά τα δεινά, πολύ περισσότερα από άλλων ευρωπαϊκών λαών, η αλήθεια είναι ότι καταφέραμε πολλά.
Και να που βρισκόμαστε σήμερα εδώ.
Στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, με τους καλούς. Είμαστε ένας ήσυχος, φιλειρηνικός λαός, που δεν θέλει μπλεξίματα και αρκείται σε αυτά που έχει ‒εντάξει, ίσως κάποιες φορές παρασυρθήκαμε σε πράξεις που δεν είναι του χαρακτήρα μας, αλλά το πληρώσαμε ακριβά και μαζευτήκαμε‒, όμως αυτά που έχει τα υπερασπίζεται με πάθος και αυτοθυσία.
Στις πενήντα πιο ανεπτυγμένες χώρες αυτού του πλανήτη, σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς, και όταν λέμε «ανεπτυγμένες» δεν εννοούμε μόνο το ΑΕΠ και τις επιδόσεις στην οικονομία αλλά τον συνολικό δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, την ποιότητα ζωής, το επίπεδο του πολιτισμού μας, το ποσοστό αναλφαβητισμού, το όριο της φτώχειας, τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Είμαστε μια χώρα με δύο Νόμπελ στην ποίηση ‒και πέρσι παραλίγο και ένα στη φυσική‒, με καθηγητές και καθηγήτριες στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, με ανθρώπους που διακρίνονται για το ταλέντο και τη δημιουργικότητά τους σχεδόν σε όλους τους τομείς, με ισχυρή ομογένεια σε πολλές ηπείρους και σε πολλές θάλασσες.
Πρέπει να κάνουμε κι εμείς τις δικές μας επαναστάσεις. Και στις δικές μας επαναστάσεις μπορεί να μην έχουμε μπροστά μας φοβερούς και τρομερούς εχθρούς με χατζάρες και γιαταγάνια ‒που έχουμε, δηλαδή, ακόμη και από αυτό‒, αλλά έχουμε έναν μεγάλο αόρατο εχθρό, που δεν είναι άλλος από τον δικό μας κακό εαυτό και το μεγάλο ελάττωμα της φυλής μας, το ότι δεν μπορεί να βρει ποτέ τρόπο να συνεννοείται στα βασικά, παρά μόνο στο παρά πέντε, λίγο πριν μας βρει κάποιο μεγάλο κακό ή αφού μας έχει βρει.
Ας με κατηγορήσουν όσοι και όσες θέλουν για φτηνό εθνικισμό, αλλά νιώθω πραγματικά τυχερή που έχω γεννηθεί και μπορώ και στέκομαι σήμερα σε αυτό ακριβώς το σημείο της γης. «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι».**
Θα μπορούσαμε περισσότερα; Ίσως. Για να μπορέσουμε όμως περισσότερα, δεν γίνεται να τρώμε μόνο από τα έτοιμα. Πρέπει καταρχάς να διαφυλάξουμε αυτά που βρήκαμε και να τα πάμε παραπέρα. Να κάνουμε κι εμείς τις δικές μας επαναστάσεις. Και στις δικές μας επαναστάσεις μπορεί να μην έχουμε μπροστά μας φοβερούς και τρομερούς εχθρούς με χατζάρες και γιαταγάνια ‒που έχουμε, δηλαδή, ακόμη και από αυτό‒, αλλά έχουμε έναν μεγάλο αόρατο εχθρό, που δεν είναι άλλος από τον δικό μας κακό εαυτό και το μεγάλο ελάττωμα της φυλής μας, το ότι δεν μπορεί να βρει ποτέ τρόπο να συνεννοείται στα βασικά, παρά μόνο στο παρά πέντε, λίγο πριν μας βρει κάποιο μεγάλο κακό ή αφού μας έχει βρει.
Παιδιά δικά μου δεν έχω, αλλά αν με ρωτήσουν τα ανίψια και τα βαφτιστήρια μου «ποια είναι, λοιπόν, η δική μας επανάσταση; Τι πρέπει να κάνουμε εμείς;», θα τους απαντούσα χωρίς δισταγμό: «Να γίνετε, πρώτα απ’ όλα, έντιμοι και δίκαιοι άνθρωποι. Με ό,τι κι αν επιλέξετε να καταπιαστείτε, να γίνετε οι καλύτεροι και οι καλύτερες, αλλά στον δρόμο σας αυτό να βγάλετε από μέσα σας την κουτοπονηριά και το ψέμα. Να ζείτε ελεύθεροι και ελεύθερες και να αφήνετε και τους ανθρώπους που ζουν δίπλα σας να κάνουν το ίδιο, ακόμη και αν δεν σας αρέσει. Όχι. Λάθος. Να υπερασπίζεστε με κάθε τρόπο το δικαίωμά τους να το κάνουν».
Η δική μας επανάσταση είναι μια διαρκής μάχη με τον οπισθοδρομισμό, μάχη με τη συντήρηση και τον λαϊκισμό, μάχη με όλους εκείνους και εκείνες ή εμάς τους ίδιους, που θέλουν να μας κρατήσουν πίσω, που θέλουν παρακμιακά πανεπιστημία, νέους εμφυλίους, δημόσιες υπηρεσίες εκφυλισμένες και τριτοκοσμικές, εχθρικές για τους πολίτες, που προσβάλλονται από έργα τέχνης και από τον τρόπο που έχει επιλέξει να ντύνεται η Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας, από αυτούς που θέλουν οι γυναίκες να μην αποφασίζουν οι ίδιες για το σώμα τους, που θεωρούν ότι οι άθρωποι που έλκονται από το ίδιο φύλο είναι άρρωστοι ή οι πρόσφυγες βρόμικοι και επικίνδυνοι. Αυτή την αρρώστια έχουμε να νικήσουμε και αυτή η αρρώστια είναι πιο ισχυρή και μεταδοτική από οποιονδήποτε ιό.
Στον ατομικό και συλλογικό απολογισμό μας για την ένδοξη επέτειο αυτό που χρωστάμε είναι να βλέπουμε τα πράγματα σωστά και καθαρά. «Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες, ὅ,τι εἶστε, μὴν ξεχνᾶτε, δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας μονάχα, ὄχι. Χρωστᾶτε καὶ σὲ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν, θά ’ρθοῦνε, θά περάσουν. Κριτές, θά μᾶς δικάσουν οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί».***
Είναι η μάχη για τη δική μας ελευθερία.
Εύχομαι, λοιπόν, σε όλους μας «υγίαινε και ανδρίζου εις τους περί ευνομίας ιερούς αγώνες», όπως καταλήγει στις επιστολές του προς το έθνος ο Αδαμάντιος Κοραής, ή, σε πιο σύγχρονη μετάφραση, «υγεία, καύλα και επανάσταση»!
Χρόνια πολλά, Ελλάδα!
___________________________________________
* Όνομα που έδωσαν σε επετειακό γούρι που απεικονίζει τη Μαντώ Μαυρογένους, για λογαριασμό του Μουσείου Μπενάκη, η καλλιτεχνική ομάδα Β612 (προλαβετε, γιατί εξαντλείται!).
** «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Διονύσιος Σολωμός
*** «Η λειτουργία δεν τέλειωσε», Κωστής Παλαμάς
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.