TΥΧΕΡΟΙ οι foodies ανέβουν που θα έχουν την τύχη να παρακολουθήσουν την ταινία του δημοσιογράφου Κώστα Σπυρόπουλου «Arcadia-Champagne d’ Orient» που μας εξέπληξε με την πρωτοτυπία της, το πλούσιο αρχειακό υλικό και την απίστευτη αληθινή ιστορία μιας οικογένειας από την Αρκαδία που τόλμησε να ονειρευτεί στα τέλη του 19ου αιώνα ότι η περιοχή μπορεί να γίνει η δεύτερη Καμπανία της Ευρώπης, παράγοντας για πενήντα σχεδόν χρόνια εξαιρετικό αφρώδες κρασί, ισάξιο της γαλλικής σαμπάνιας, από μοσχοφίλερο, το χαρακτηριστικό σταφύλι της περιοχής!
Η ιστορία, άγνωστη ως τώρα, ακόμα και στην εξειδικευμένη ιστοριογραφία του ελληνικού κρασιού, περιγράφει το εγχείρημα των Αδελφών Παπανικολάου, στο χωριό Ρίζες Τεγέας, οι οποίοι πέτυχαν από το 1885 έως το 1935 να παράγουν σαμπάνια εκλεκτής ποιότητας, να κερδίσουν χρυσά βραβεία στις Παγκόσμιες Εκθέσεις της εποχής και να καταγράψουν στο Παγκόσμιο Οινολογικό Λεξικό του Μπορντό την Τεγέα ως τον «τόπο παραγωγής αφρώδους οίνου εφάμιλλου των γαλλικών».
Την εποχή εκείνη, από το 1850-1920, μετά τη βασιλεία του Όθωνα και κυρίως επί βασιλείας Γεωργίου Α’ (που ήταν και ο ίδιος οινοποιός), η οινοποιία αναπτύχθηκε πολύ στην Ελλάδα, με πολλές αξιοσημείωτες προσπάθειες που έμειναν μέχρι τις μέρες μας, όπως του Βαυαρού Clauss στην Αχαΐα, του Α. Καμπά κ.ά. Ακόμα και ο δήμαρχος της Αθήνας τότε, ο Δημήτριος Σκουζές, καλλιεργούσε αμπέλια και εξήγαγε στο Παρίσι λευκό οίνο κατ’ αποκλειστικότητα για το Grand Hotel.
Ήταν από τους πρώτους Έλληνες επιχειρηματίες που κατάλαβαν την αξία του μάρκετινγκ, δημιουργώντας αφίσες με όμορφες Αμερικανίδες (που ποζάρουν κρατώντας τα κρασιά τους κατά τη διάρκεια της διεθνούς έκθεσης στο Σαν Φρανσίσκο, δίπλα σε λιμουζίνες της Ford), οι οποίες κάνουν πάταγο στη νεόπλουτη αριστοκρατία της Ελλάδας που θαμπωνόταν από οτιδήποτε ξενόφερτο.
Η επιστημονική φυσιογνωμία της οικογενειακής οινοποιίας ήταν ο οινολόγος Βασίλειος Παπανικολάου. Με σπουδές στο Μονπελιέ της Γαλλίας, ο Β. Παπανικολάου όχι μόνο μυήθηκε στον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής σαμπάνιας, αλλά προσέθεσε, ήδη από το 1900, καινοτόμες τεχνικές, οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στην επιστημονική βιβλιογραφία 60 χρόνια μετά. Το 1905 παρουσιάζει στη Λιέγη στο Διεθνές Συνέδριο των Οινοποιών την πρωτοποριακή μέθοδο οινοποίησης χωρίς τη χρήση θείου! Είναι η περίφημη «μυστική συνταγή Παπανικολάου».
Το οικογενειακό όραμά τους; Να γίνει η Αρκαδία η Καμπανία της Ανατολής (φράση του Β. Παπανικολάου από το βιβλίο του «Η Αρκαδία υπό Οινολογικήν Έποψιν»). Το όραμα αυτό δεν ήταν μια υπερφίαλη επιδίωξη χωρίς βάση. Εδραζόταν στην απόλυτη ταύτιση-ομοιότητα της επαρχίας της Γαλλίας Καμπανία με το οροπέδιο της Μαντινείας σε ό,τι αφορά τη σύσταση του εδάφους, το μικροκλίμα, το υψόμετρο και, ιδίως, την καλλιέργεια της αρωματικής ποικιλίας φιλέρι. Μάλιστα, η οικογένεια Παπανικολάου δεν ήταν η μόνη που κατάλαβε την αξία της εύφορης περιοχής, και η γνωστή οικογένεια Καμπά το 1924 το είχε αντιληφθεί και επιβεβαιώσει με Γάλλο οινολόγο που έφερε στα ίδια εδάφη.
Μπορεί να ακούγεται απίστευτο για τα τέλη του 19ου αιώνα (που η Ελλάδα έβαζε τις πρώτες βάσεις για το εμπόριο και τη βιομηχανία της), αλλά έφτασαν να κάνουν μέχρι και εξαγωγές εμφιαλωμένου κρασιού (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ), άνοιξαν έξι καταστήματα στην Αθήνα και το 1901 το πρώτο wine bar (!) στην Ομόνοια, δίπλα στο θέατρο «Νέα Σκηνή» του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, με τον οποίο συνδέονταν φιλικά.
Είχαν πάρει χρυσά βραβεία για τον αφρώδη οίνο τους στις παγκόσμιες εκθέσεις: Παρίσι (1989 και 1900), Σικάγο (1893), Λιέγη (1905) και Σαν Φρανσίσκο 1915. Οι πρωτότυπες ρεκλάμες τους στον ελληνικό Τύπο ήταν επίτηδες γραμμένες στα γαλλικά για περισσότερο στυλ: «A bon vin pas d’ enseigne» («το καλό κρασί δεν έχει ανάγκη διαφήμισης»).
Ήταν από τους πρώτους Έλληνες επιχειρηματίες που κατάλαβαν την αξία του μάρκετινγκ, δημιουργώντας αφίσες με όμορφες Αμερικανίδες (που ποζάρουν κρατώντας τα κρασιά τους κατά τη διάρκεια της διεθνούς έκθεσης στο Σαν Φρανσίσκο δίπλα σε λιμουζίνες της Ford), οι οποίες κάνουν πάταγο στη νεόπλουτη αριστοκρατία της Ελλάδας που θαμπωνόταν από οτιδήποτε ξενόφερτο.
Ένα δεύτερο σλόγκαν που χρησιμοποιούν οι Παπανικολάου αφορά τη σύγκριση Τοσκάνης / Αρκαδίας. Τη σύγκριση έκανε πρώτος ο Βασιλέας Γεώργιος, ο οποίος σχεδίαζε και την οικοδόμηση θερινών ανακτόρων στη βασιλόφρονα Τρίπολη. «Αν δεν έχετε ταξιδέψει στην Τοσκάνη, ελάτε στην Αρκαδία» ήταν το σλόγκαν των Οινοποιών Τεγέας, σε μια πρώιμη εκδοχή οινοτουρισμού (στοιχεία από το υπό έκδοση βιβλίο του Κ. Σπυρόπουλου «Οι πρωτοπόροι του Μοσχοφίλερου 1859-1934», εκδόσεις Ιωλκός.
Δεσπόζουσα φυσιογνωμία στην οικογένεια ήταν ο γενάρχης Σπυρίδων Παπανικολάου (τον υποδύεται μοναδικά ο ηθοποιός Γιώργος Μιχαλακόπουλος). Έμπορος εκκλησιαστικών ειδών, εισαγωγέας χρυσού και πολυτίμων λίθων, παρουσιάζεται ως ο χαρακτηριστικός τύπος του πολυμήχανου επαρχιώτη, ο οποίος θέλει να ξεφύγει από τα όρια της Τρίπολης.
Με τη σύζυγό του (στην ταινία την υποδύεται η εξαιρετική Σοφία Σεϊρλή) έκαναν οκτώ παιδιά, πέντε αγόρια και τρεις κόρες. Σπούδασε τους δυο μεγαλύτερους καθορίζοντας εκείνος τις σπουδές τους αλλά και τους ρόλους τους στην οικογενειακή επιχείρηση «Αδελφοί Παπανικολάου».
Ο ονειροπόλος αλλά και επιστήμονας γιος Βασίλειος Παπανικολάου (που τον υποδύεται ο Ισίδωρος Σταμούλης) βρέθηκε αντιμέτωπος με το κατεστημένο της εποχής διότι εισήγαγε τρία καινά δαιμόνια. Πρώτον την αποκήρυξη του ρητινίτη οίνου (ρετσίνι), δεύτερον τη χρήση της σταφίδας στην οινοποιία, όπως έκαναν οι Γάλλοι και, τρίτον, διεκδίκησε την επιβολή δασμών στους εισαγομένους οίνους ώστε οι Έλληνες πλούσιοι να προτιμήσουν το ελληνικό και μάλιστα εμφιαλωμένο κρασί ως εφάμιλλο και όχι, από χαρακτηριστικό νεοπλουτισμό, το εισαγόμενο, κυρίως το γαλλικό. Έπεσαν όμως θύματα μεγάλων συμφερόντων και επειδή αρνήθηκαν πρόταση εξαγοράς της εταιρείας αποκλείστηκαν από τον τραπεζικό δανεισμό.
Μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία οι Οινοποιοί Τεγέας αναπτύσσουν ένα δικό τους δίκτυο πολιτικών σχέσεων με κορυφαίους της βενιζελικής περιόδου: τον εξ Αρκαδίας πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπαναστασίου και τον Αντ. Χρηστομάνο (αδελφό του Κωνσταντίνου), υπουργό Γεωργίας του Βενιζέλου. Αποκτούν προνομιακά από το κράτος το δικαίωμα να αποξηράνουν μια λίμνη, την Τάκκα, και να καρπωθούν 15.000 στρέμματα.
Ο πρωτότοκος της οικογένειας Νικόλαος Παπανικολάου (Οδυσσέας Σταμούλης) προτρέπει τον αδερφό του να αναλάβουν εκείνοι το έργο και να ωφεληθούν οι ίδιοι αλλά και οι αγρότες της περιοχής από την αποξήρανση και το εύφορο έδαφος που θα δημιουργούσε. Το κράτος τους δίνει τη σύμβαση αλλά οι αλλεπάλληλες κυβερνητικές μεταβολές προκαλούν καθυστερήσεις στο έργο και ανεβάζουν το κόστος. Παράλληλα, οι Παπανικολάου αντιμετωπίζουν έναν σκληρό πόλεμο συμφερόντων στην Αθήνα και στην Τρίπολη. Κηρύσσονται έκπτωτοι από το έργο και καταστρέφονται.
Ρώτησα τον Κώστα Σπυρόπουλο που ξεκίνησε την έρευνά του το 2015, έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε την ταινία γιατί χάθηκε αυτή η προσπάθεια, από κακό χειρισμό των ίδιων ή από τις πολιτικές συνθήκες της εποχής.
«Ο κυριότερος λόγος ήταν η ανικανότητα και η άρνηση των ελληνικών κυβερνήσεων να χαράξουν μια εθνική στρατηγική για την ανάπτυξη της οινοβιομηχανίας στην Ελλάδα, να εκπαιδεύσουν τους γεωργούς και να στηρίξουν με τη δασμολογική πολιτική την ελληνική παραγωγή. Αντίθετα, εξυπηρετούσαν μια μικρή ομάδα εισαγωγέων, εμπόρων, παραγωγών και βιομηχάνων στενά συνδεδεμένων με τους πολιτικούς και τη μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της εποχής, την Τράπεζα Αθηνών.
Δεύτερος, όχι λιγότερο σημαντικός λόγος, στάθηκε η απουσία συνεργατικού πνεύματος μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων στην Αρκαδία την κρίσιμη περίοδο 1860-1940.
Ο τρίτος λόγος, εν πολλοίς απόρροια των άλλων δύο, ήταν η μετανάστευση που ρήμαξε την Πελοπόννησο. Σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι έφυγαν για την Αμερική και αλλού, με αποτέλεσμα τη μείωση της εργατικής δύναμης και άρα της καλλιεργήσιμης γης».
Σήμερα στην περιοχή Μαντινεία της Αρκαδίας λειτουργούν 11 οινοποιεία εντός ζώνης και 20 εκτός και παράγεται εξαιρετικός αφρώδης οίνος με βάση το μοσχοφίλερο. Το αγαπητό και αρωματικό μοσχοφίλερο θεωρείται κατά ορισμένους γενετικά ξεχωριστή ποικιλία από το φιλέρι και κατά άλλους ένας κλώνος του που αναπτύχθηκε και επηρεάστηκε από τα χαρακτηριστικά του κρύου οροπέδιου της Μαντινείας όπου καλλιεργείται με μεγάλη απόδοση.
Αξίζει να αναφερθεί ότι τη μουσική της ταινίας έχει συνθέσει η Ευανθία Ρεμπούτσικα (ενορχηστρωμένη με 26 μουσικούς από την Καμεράτα Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής/ Armonia Atenea) και ο Μάριος Φραγκούλης τραγουδά το βασικό τραγούδι της ταινίας, δυο μεγάλα ατού της παραγωγής πέραν της αξιοποίησης του αρχειακού υλικού που έσωσαν οι Τάσσος Φίντζος, Λεωνίδας Λιάμπεης και τον Ιωάννη Λαγό που διέσωσε την ταινία με όλες τις σκηνές από την παλιά Πελοπόννησο του 1920.