ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΝΘΑΡΡΥΝΤΙΚΗ πραγματικότητα που επιβεβαιώνεται πλέον από τα πρόσφατα και αισιόδοξα στοιχεία: ολοένα και περισσότερο η χώρα μας αναβαθμίζεται ως επενδυτικός πρoορισμός, μπαίνοντας δειλά-δειλά στο ραντάρ των μεγάλων ξένων επενδυτών.
Σύμφωνα με τις καταγραφές της Τράπεζας της Ελλάδος, στο σύνολο της περσινής χρονιάς οι καθαρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων ξεπέρασαν τα 7,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ βάσει των στοιχείων του EY European Investment Monitor το 2022 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα 47 άμεσες ξένες επενδύσεις που οδηγούν στη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων και θέσεων εργασίας –τα πολυπόθητα «greenfield projects»–, σημειώνοντας μια αύξηση της τάξεως του 57% έναντι του 2021.
Η Ελλάδα, λοιπόν, σκαρφαλώνει συνεχώς στην κατάταξη των επενδυτικών προορισμών, διεκδικώντας τη θέση που φιλοδοξεί να κατακτήσει στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη. Πέρσι, η χώρα κατόρθωσε να πετύχει την ισχυρότερη επίδοσή της στην προσέλκυση επενδύσεων από το 2000, οπότε πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά η έρευνα της EY, σκαρφαλώνοντας στη 19η θέση πανευρωπαϊκά. Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη κατάκτηση που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή αν εξετάσει κανείς το επενδυτικό πλαίσιο που επικρατεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια, όπου στην καλύτερη περίπτωση οι άμεσες ξένες επενδύσεις εμφανίζουν μια ανησυχητική στασιμότητα, με μια οριακή άνοδο της τάξεως μόλις του 1% για το 2022.
Η ανοδική δυναμική της Ελλαδας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εξαγορές και ιδιωτικοποιήσεις υφιστάμενων επιχειρήσεων καθώς και σε αγορές ακινήτων. Κυρίαρχος παράγοντας που οδήγησε στην άνοδο και στην ταυτόχρονη εκτίναξη των ενοικίων είναι το πρόγραμμα της Golden Visa.
Εάν τα στοιχεία αυτά δίνουν την αφορμή στην ελληνική οικονομία να πανηγυρίσει μια μικρή νίκη, σε καμία περίπτωση δεν της επιτρέπουν να εφησυχάσει. Άλλωστε, είναι εύκολο να σημειώσει κανείς ποσοστιαία άνοδο όταν βρίσκεται στο ναδίρ, και στην περίπτωση της χώρας μας ο αριθμός επενδύσεων πριν από μια δεκαετία ήταν μονοψήφιος. Ταυτόχρονα, η μεγάλη εικόνα δείχνει πως οι επενδύσεις στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν μετά βίας το 0,8% των συνολικών επενδύσεων στην Ευρώπη, έτσι, για να καλύψει το επενδυτικό κενό που έχει δημιουργηθεί την τελευταία εικοσαετία η χώρα μας πρέπει να εντείνει σημαντικά τους ρυθμούς της προσέλκυσης.
Το κομβικότερο ερώτημα όλων σε αυτό το κρίσιμο για την Ελλάδα στάδιο, ωστόσο, δεν αφορά μονάχα τον αριθμό των άμεσων ξένων επενδύσεων αλλά και τη μορφή και την ποιότητά τους. Φέτος, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, η χώρα μας τοποθετήθηκε επιτέλους όσον αφορά το είδος των επενδύσεων που θέλει, εκφράζοντας την έντονη επιθυμία της να απομακρυνθεί από το μονοδιάστατο αναπτυξιακό μοντέλο του «ήλιου και της θάλασσας», δηλαδή της έμφασης στους τομείς του τουρισμού και του real estate.
Ποιες είναι, λοιπόν, οι υπόλοιπες επενδυτικές προοπτικές της Ελλάδας και κατά πόσο προσελκύουν το ενδιαφέρον των μεγάλων ξένων επενδυτών; Και σε ποιον βαθμό οι μικρές νίκες της ελληνικής οικονομίας αποτελούν όχι απλώς ευκαιριακές αναβαθμίσεις αλλά δείχνουν πράγματι τον δρόμο προς μια μακροχρόνια και βιώσιμη προσέλκυση ξένων επενδύσεων;Η δυναμική της Ελλάδας και οι τομείς που προσελκύουν ενδιαφέρον
Μια πρώτη ματιά στα ποιοτικά στοιχεία φέρνει στην επιφάνεια το πρώτο συμπέρασμα για την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό: η ανοδική δυναμική της οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εξαγορές και ιδιωτικοποιήσεις υφιστάμενων επιχειρήσεων καθώς και σε αγορές ακινήτων. Κυρίαρχος παράγοντας που οδήγησε στην άνοδο και στην ταυτόχρονη εκτίναξη των ενοικίων είναι το πρόγραμμα της Golden Visa. Έτσι, λοιπόν, οι νέες παραγωγικές επενδύσεις, που προϋποθέτουν νέες εγκαταστάσεις και δημιουργούν θέσεις εργασίας, αντιπροσωπεύουν μονάχα το 27,4% του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων. Με άλλα λόγια, λιγότερο από το ένα τρίτο των χρημάτων που δαπάνησαν πέρσι οι επενδυτές αφορά τη δημιουργία νέων παραγωγικών επενδύσεων ή τις επεκτάσεις μετοχικού κεφαλαίου στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ, στην κορυφή των πυλώνων ανάπτυξης της χώρας μας που αξιολογούν οι επενδυτές εξακολουθεί να βρίσκεται ο τουρισμός, αν και με σχετικά μειωμένα πλέον ποσοστά, επιβεβαιώνοντας πως η εξάρτηση της οικονομίας μας από το τουριστικό μοντέλο υποχωρεί – ωστόσο καλά κρατεί ακόμα.
Από κεί και πέρα, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει πως η περσινή χρονιά έφερε μεγαλύτερη διασπορά των επενδύσεων σε περισσότερους τομείς και δραστηριότητες, υποδηλώνοντας την τάση για μια πιο ισορροπημένη οικονομική δραστηριότητα. Στην κορυφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος σήμερα βρίσκεται, αναμφίβολα, ο τομέας της ενέργειας, ιδιαίτερα οι ανανεώσιμες πηγές, καθώς, σύμφωνα με τον δείκτη Renewable Energy Country Attractiveness Index της ΕΥ, για πρώτη φορά η Ελλάδα είναι πρώτη ανάμεσα στις χώρες που είναι ελκυστικές για επενδύσεις ΑΠΕ βάσει του μεγέθους της οικονομίας της.
Παρόμοιο φαίνεται να είναι και το momentum για τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται από τεχνολογικούς κολοσσούς, με την Ελλάδα να μετατρέπεται σταδιακά σε ευρωπαϊκό data center hub. Έξι από τις μεγάλες επενδύσεις του 2022 αφορούν τη δημιουργία νέων Internet Data Centers και άλλες έξι τη δημιουργία Shared Service Center, ενώ το 40% των συνολικών επενδύσεων αφορά τους κλάδους των λογισμικών και των υπηρεσιών πληροφορικής.
Από την άλλη, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα για τους κλάδους των μεταφορών και των logistics και της αγροδιατροφής, όπου, παρά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της υψηλής ποιότητας της αγροτικής παραγωγής της, πέρσι παρατηρήθηκε σημαντική επενδυτική υποχώρηση. Κάπου στη μέση βρίσκεται η εκτίμηση για τις ελληνικές επενδύσεις στους κλάδους της έρευνας και ανάπτυξης –αμφότερες κομβικές για την επιτάχυνση της καινοτομίας–, καθώς, ενώ οι επενδύσεις αυξήθηκαν και αποτελούν πλέον το 11%, η χώρα μας εξακολουθεί να μένει πίσω συγκριτικά με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
Πάντως, για μία ακόμη χρονιά παρατηρήθηκαν τα success stories των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων, παρά τις προκλήσεις των δύσκολων συνθηκών της αγοράς, τα οποία εξακολουθούν να μαγνητίζουν το βλέμμα των επενδυτών και να αναβαθμίζουν την εικόνα της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού.
«Φέτος παρατηρήσαμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη συμμετοχή του κορυφαίου γερμανικού επενδυτικού fund Point Nine στην ελληνική start-up Wikifarmer, ένα συναρπαστικό και πρωτοποριακό ελληνικό marketplace αγροτικών προϊόντων», αναφέρει χαρακτηριστικά στη LiFO επενδυτής ενός από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά VC funds που εξειδικεύεται σε early stage επενδύσεις. «Πρόκειται για ψήφο εμπιστοσύνης ενός από τα καλύτερα VCs, η οποία μας δίνει την αφορμή να εξετάσουμε την Ελλάδα ως ελκυστικό επενδυτικό προορισμό για καινοτόμα λογισμικά και υπηρεσίες. Ξέρετε, ενώ επενδύουμε τακτικά σε επιχειρήσεις Ελλήνων founders που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, πλέον αρχίζουμε να βλέπουμε για πρώτη φορά σοβαρές επενδυτικές ευκαιρίες να πραγματοποιούνται στην Ελλάδα κι αυτό είναι κάτι που μας ενθουσιάζει».
Από πού προέρχονται και πού καταλήγουν οι επενδύσεις
Μαζί με τις μεταβολές στην ποιότητα των επενδύσεων και την άνοδο της ενέργειας και της τεχνολογίας, η περσινή χρονιά έφερε αλλαγές και στον γεωγραφικό επενδυτικό χάρτη, επηρεάζοντας τόσο τις αφετηρίες των επενδύσεων όσο και τους προορισμούς τους στην ελληνική επικράτεια. Σημαντικότερη μεταβολή είναι η συμμετοχή των ΗΠΑ στο επενδυτικό τοπίο, η οποία επεκτάθηκε πλέον στο 40% του μεριδίου των συνολικών επενδύσεων έναντι του 23% της περσινής χρονιάς, με τις μισές από τις επενδύσεις να αφορούν τους κλάδους των λογισμικών και των υπηρεσιών πληροφορικής. Στη δεύτερη θέση ανάμεσα στις χώρες προέλευσης των επενδύσεων βρίσκεται πλέον η Γερμανία με 6 επενδύσεις, εκτοπίζοντας το Ηνωμένο Βασίλειο το οποίο παρουσίασε μια αναμενόμενη μείωση επενδύσεων με 5 επενδυτικά έργα.
Παρουσία στον επενδυτικό χάρτη της χώρας μας έχουν επίσης η Γαλλία, η Ιταλία, η Σαουδική Αραβία και η Ισπανία, ενώ στην κατάταξη επανήλθαν, έπειτα από πολυετή απουσία, η Ολλανδία και η Ελβετία, δύο από τις μεγαλύτερες επενδύτριες χώρες σε πανευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Παρά τις φανερές προσπάθειες προσέλκυσης κεφαλαίων από χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, όπως η Ιαπωνία, η Ινδία και το Ισραήλ, μέχρι σήμερα οι greenfield επενδύσεις στην Ελλάδα εξακολουθούν να παραμένουν κατά κύριο λόγο ευρωπαϊκή και αμερικανική υπόθεση.
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή των επενδύσεων στην Ελλάδα, η Αττική εξακολουθεί να αποτελεί τον κυρίαρχο πόλο έλξης, απορροφώντας σχεδόν δύο στις τρεις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2022. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Βόρεια Ελλάδα, όπου κατευθύνθηκε το ένα πέμπτο των συνολικών επενδύσεων· στην πραγματικότητα όλα τα επενδυτικά έργα της περιοχής αφορούν την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό από τη μία επιβεβαιώνει την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε hub τεχνολογίας και καινοτομίας, κάτι που ανέδειξε και η πρόσφατη απόφαση της Pfizer να επεκτείνει την παρουσία της στο κέντρο ψηφιακής καινοτομίας που φιλοξενεί η πόλη και άνοιξε τις πόρτες του το 2021. Από την άλλη, φανερώνει το χάσμα των επενδύσεων στην υπόλοιπη επικράτεια της Βόρειας Ελλάδας. Ταυτόχρονα, μόλις το 6% των επενδύσεων πραγματοποιήθηκε στην Πελοπόννησο, ενώ μονάχα το 4% απορροφήθηκε από την Ήπειρο, την Κρήτη και τις Κυκλάδες.
Βελτίωση της ελκυστικότητας, προκλήσεις που επιμένουν
Ιδιαίτερα χρήσιμη αποδεικνύεται η ετήσια έρευνα ΕΥ Attractiveness Survey στην αποκρυπτογράφηση του μέλλοντος των επενδύσεων στην Ελλάδα, καθώς καταγράφει τις απόψεις της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας σχετικά με το πόσο ελκυστική είναι η Ελλάδα ως επενδυτικός προορισμός. Με μια πρώτη ματιά, η προοπτική για τη χώρα φαίνεται βελτιωμένη και συγκρατημένα αισιόδοξη: 2 στις 5 επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα δηλώνουν πως σχεδιάζουν να επενδύσουν ή να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας το επόμενο διάστημα, και 2 στις 3 εκτιμούν πως η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί ακόμα περισσότερο την επόμενη τριετία.
Από την άλλη, αξίζει να σημειωθεί πως η διάθεση για επενδύσεις είναι υψηλότερη σχεδόν σε όλες τις υπό σύγκριση ευρωπαϊκές χώρες, από τις μεγάλες οικονομίες όπως η Γαλλία (60%) μέχρι τις μικρότερες όπως η Πορτογαλία (72%) και η Ρουμανία (63%). Το γεγονός αυτό αναδεικνύει πόσο έντονος είναι ο ανταγωνισμός στην προσέλκυση επενδύσεων, ειδικά όσο η Ελλάδα ανεβαίνει σε επενδυτικό επίπεδο και κοντράρει πια άμεσα ισχυρότερους πόλους έλξης.
Παράλληλα, καθώς η έρευνα για την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο, κατά τη διάρκεια των καταστροφικών πυρκαγιών στη Ρόδο και σε άλλες περιοχές, είναι εμφανής ο αντίκτυπος των φυσικών καταστροφών στις επενδυτικές τάσεις, καθώς και η ευκολία με την οποία επηρεάζονται από τις εξελίξεις. Όσοι απάντησαν στην έρευνα πριν από την εκδήλωση των πυρκαγιών δήλωσαν επενδυτικό ενδιαφέρον σε ποσοστό 49%, ενώ από αυτούς που απάντησαν μετά μόνο το 2% διατήρησε αυτό το ενδιαφέρον.
Σημαντικότεροι κίνδυνοι όσον αφορά το μέλλον των επενδύσεων στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνα, αποτελούν ο επίμονος και εντεινόμενος πληθωρισμός (28%), η ενεργειακή κρίση (23%) και η κοινωνική και οικονομική αστάθεια (21%), ενώ δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις που επικαλούνται τα προβλήματα της διαφθοράς, της αργόσυρτης διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης και της γραφειοκρατίας ως αγκάθια στην επενδυτική τους δραστηριότητα. «Θεωρητικά, η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι προφανής προορισμός επενδύσεων για την εταιρεία μας, και πράγματι εξετάζουμε την περίπτωσή της εδώ και χρόνια», εξηγεί στη LiFO στέλεχος ενός νορβηγικού ενεργειακού κολοσσού που εξειδικεύεται στις ΑΠΕ. «Ωστόσο, μια σειρά παραγόντων, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, μας κάνουν να διστάζουμε», συμπληρώνει.
Η ύπαρξη ανθρώπινου δυναμικού με υψηλές δεξιότητες και η είσοδος της χώρας σε τροχιά βιωσιμότητας αποτελούν, σύμφωνα με την έρευνα, τους κυριότερους παράγοντες που θα στρέψουν το ενδιαφέρον των επενδυτών στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια. Και αν υπάρχει ένα συμπέρασμα, πέρα από μια πρώτη ενθαρρυντική εικόνα για την ελκυστικότητα της Ελλάδας, είναι πως το δύσκολο στοίχημα της χώρας για βιώσιμη ανάπτυξη, μακριά από το μονοδιάστατο μοντέλο του τουρισμού και του real estate, έχει μόλις ξεκινήσει.