ΣΤΑ 870μ., ΣΤΙΣ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΟΙΤΗΣ, με θέα την επιβλητική Γκιώνα, βρίσκεται το τόσο γραφικό μα και τόσο ξεχασμένο Οινοχώρι Φωκίδας με τους εννέα μόνιμους κάτοικους. Εδώ ξεκινήσαμε με τον σύζυγό μου, Φώτη Δουραλή, αφού αφήσαμε την Αθήνα, να φτιάχνουμε τη ζωή μας στο χωριό, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση του παρατημένου δημοτικού ξενώνα.
Στο χωριό μετακομίσαμε τον Οκτώβρη του περασμένου έτους. Το πώς ήρθαμε εδώ είναι μεγάλη ιστορία. Κανένας από τους δύο δεν έχει καταγωγή από εδώ, ούτε καν από τη Φωκίδα. Ο Φώτης, χρόνια ορειβάτης και φωτογράφος ορεινών τοπίων, αλλά κυρίως χρόνια ερωτευμένος με την Γκιώνα και τα Βαρδούσια, ονειρευόταν μια ζωή εδώ στη Φωκίδα, κοντά στα βουνά αυτά.
Εμένα, αντίθετα, η σχέση μου με τα βουνά άρχισε σχετικά πρόσφατα, όταν ξεκίνησα να κάνω ορειβασία και δειλά-δειλά έφτασα μέχρι την κορυφή του Κιλιμάντζαρο το '22. Ήταν μια χρονιά γεμάτη εικόνες, συζητήσεις, ερεθίσματα, όλα σχετικά με τα βουνά και τη ζωή σε αυτά. Όταν γύρισα από την Τανζανία στην Αθήνα, ήξερα ότι δεν ήθελα να μείνω άλλο στην πρωτεύουσα. Έτσι, όταν τυχαία μάθαμε για έναν παρατημένο ξενώνα σε ένα ξεχασμένο χωριό, χωρίς να το σκεφτούμε πολύ, πήραμε βαθιά ανάσα και βουτήξαμε.
Ήρθαμε εδώ χωρίς κάποιο ιδιαίτερο budget στην άκρη, νοικιάσαμε το μοναδικό σπίτι του χωριού που ήταν διαθέσιμο και ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε τον ξενώνα. Στόχος μας ήταν να συνδυάσουμε όλα όσα αγαπάμε. Το βουνό, τη φιλοξενία, τη φύση. Να γνωρίσουμε ανθρώπους με την ίδια αγάπη και να μοιραστούμε ιστορίες, να εμπνεύσουμε και να εμπνευστούμε. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε την ανακαίνιση του ξενώνα, που ονομάστηκε «Τα τέσσερα βουνά», από την Οίτη, τον Παρνασσό και φυσικά την Γκιώνα και τα Βαρδούσια.
Αγαπάμε το Οινοχώρι γιατί είναι ιδιαίτερο. Και η ιδιαιτερότητά του είναι η αντίφαση που το διακρίνει. Ενώ είναι σε κομβικό σημείο, κοντά σε μεγάλα χωριά και κεφαλοχώρια, όπως η Παύλιανη και η Γραβιά, εν τούτοις είναι θαμμένο στη φύση και ξεχασμένο. Αυτό το χαρακτηριστικό του αγαπήσαμε.
Με εξαίρεση τα ηλεκτρολογικά και τα υδραυλικά, όλα τα άλλα τα κάναμε κυρίως μόνοι μας, από το βάψιμο των τοίχων μέχρι την επένδυση με ξύλα και την κατασκευή επίπλων. Ήταν μια δύσκολη και επίπονη εμπειρία, δεν θα πούμε ψέματα. Και νιώθουμε τυχεροί που δίπλα μας είχαμε τις οικογένειές μας και τους φίλους μας να μας δίνουν κουράγιο και δύναμη. Οι δυσκολίες συνεχίστηκαν και στο γραφειοκρατικό κομμάτι, κι αυτό γιατί θέλαμε –και τελικά καταφέραμε– να μετατρέψουμε τον ξενώνα σε κατάλυμα στυλ καταφυγίου. Τα δωμάτια είναι φτιαγμένα για να εξυπηρετούν ζευγάρια και οικογένειες αλλά κυρίως μεγάλες παρέες και ομάδες κάθε είδους.
Βάλαμε πολλή αγάπη και το προσεγγίσαμε με πολύ σεβασμό. Προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε τις ιδέες και τις επιρροές που είχαμε από το ταξίδι μας στα καταφύγια των Δολομιτών, που τόσο αγαπάμε, με το τι θα θέλαμε εμείς ως ορειβάτες να συναντήσουμε σε ένα αντίστοιχο κατάλυμα. Σίγουρα έχουμε πολλά ακόμα να φτιάξουμε, αλλά κοιτώντας τον ξενώνα σήμερα νιώθουμε περηφάνια και αγάπη για όσα καταφέραμε. Ελπίζουμε οι επισκέπτες μας να νιώσουν τη ζεστασιά και τη θετική διάθεση που νιώθουμε και εμείς όταν βρισκόμαστε στους χώρους του.
Στην Αθήνα μέναμε στην περιοχή Ελληνορώσων, σε μια πολυκατοικία με θέα την καθημερινά μποτιλιαρισμένη Μεσογείων. Κόρνες, φωνές και ένας μόνιμος θόρυβος αντικαταστάθηκαν από κελαηδίσματα πουλιών και τη θέα της Γκιώνας να μας συντροφεύει αδιάκοπα. Δεν έχουμε πια θέμα με το πάρκινγκ, ενώ πλέον δεν χάνουμε ώρες ακινητοποιημένοι στην κίνηση για να πάμε και να γυρίσουμε από τη δουλειά μας. Αλλά για να σου πω και την αλήθεια, όσο ευεργετική κι αν είναι αυτή η αλλαγή, μας λείπει λίγο η δυνατότητα να τα έχεις όλα δίπλα σου.
Στην Αθήνα το σούπερ μάρκετ ήταν απέναντι από το σπίτι, τώρα πρέπει να οδηγήσουμε στην καλύτερη περίπτωση 40 λεπτά. Καταλαβαίνεις πως αν ξεχάσεις κάτι… δεν πετάγεσαι να το πάρεις. Ένα επίσης αρκετά σημαντικό θέμα είναι αυτό της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ενώ εξίσου σημαντική έλλειψη είναι αυτή των φίλων και της οικογένειας. Εδώ έχουμε ο ένας τον άλλον, τον σκύλο μας τον Gioco και φυσικά τα βουνά, στα οποία τριγυρνάμε με την πρώτη ευκαιρία. Συνήθως θα μας βρεις στις πλαγιές της Γκιώνας και στα λιβάδια των Βαρδουσίων που τόσο πολύ αγαπάμε. Στα Βαρδούσια, μάλιστα, κάναμε και Χριστούγεννα, με τη σκηνή μας, το κρασάκι μας και τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια μας!
Παρά τις δυσκολίες και τις ελλείψεις αγαπάμε τη ζωή εδώ. Αγαπάμε το Οινοχώρι γιατί είναι ιδιαίτερο. Και η ιδιαιτερότητά του είναι η αντίφαση που το διακρίνει. Ενώ είναι σε κομβικό σημείο, κοντά σε μεγάλα χωριά και κεφαλοχώρια, όπως η Παύλιανη και η Γραβιά, εν τούτοις είναι θαμμένο στη φύση και ξεχασμένο. Αυτό το χαρακτηριστικό του αγαπήσαμε. Το ότι μπορούμε να έχουμε όλη τη φύση δική μας. Το ίδιο απολαμβάνει και ο επισκέπτης που θα έρθει στον ξενώνα.
Μια βόλτα στο κεφαλόβρυσο του χωριού, στα 890μ. με θέα που σε γεμίζει φύση, δίνει στον επισκέπτη να καταλάβει αμέσως το μεγαλείο των βουνών που τον περιτριγυρίζουν και την τύχη που έχει να βρίσκεται ακριβώς εκεί και να τα θαυμάζει.
Εκτός από το κεφαλόβρυσο, ο επισκέπτης μπορεί να κάνει τη βόλτα του στην πηγή Κατέρω, να θαυμάσει το αναρριχητικό πεδίο του χωριού, το Ψηλό Κοτρώνι, και τα ερείπια από το φράγκικο κάστρο, απολαμβάνοντας τη θέα προς την κοιλάδα του Πίνδου ποταμού. Με ορμητήριο το χωριό μπορεί να επισκεφτεί:
• Το χάνι της Γραβιάς
• Το παρκάκι της Παύλιανης και το iron throne
• Την Πυρά Ηρακλέους και τις καταβόθρες Οίτης
• Τον καταρράκτη και το γεφύρι της Στρώμης, περνώντας από τις Βρύζες για να θαυμάσει την Γκιώνα και τα άγρια άλογα που βόσκουν εκεί
• Το φαράγγι του Ασωπού όπου μπορεί να διασχίσει το ποτάμι
• Τους Δελφούς
• Το Καλλίδρομο και τις εποχικές λίμνες
Υπάρχουν και άλλα πολλά σημεία, μιας που, όπως ανέφερα, βρισκόμαστε σε κομβικό σημείο και σε απόσταση μίας ώρας ή και λιγότερο οι επιλογές είναι απίστευτα πολλές. Ακόμα και το καλοκαίρι μπορείς να φτάσεις σε υπέροχες παραλίες και να απολαύσεις το μπάνιο σου, αν δεν θες να βουτήξεις στα κρύα νερά του Στρωμίτη ποταμού.
Και σε αυτό το σημείο θα μοιραστώ μαζί σου ένα μυστικό… Το χωριό «ανθίζει» τον χειμώνα! Από τον Νοέμβρη μέχρι τα τέλη της άνοιξης, το ρέμα της Φλεβίνας φουσκώνει, δημιουργώντας, θα λέγαμε, ένα υδάτινο πάρκο. Από την είσοδο του χωριού μέχρι την πηγή Κατέρω, η οποία κυριολεκτικά μετατρέπεται σε παραμυθότοπο, ξεπηδούν εποχιακοί καταρράκτες, ενώ ο τόπος γεμίζει κυκλάμινα και μανιτάρια. Γι’ αυτό και τον χειμώνα, όταν δεν τριγυρνάμε στα γύρω βουνά, θα μας βρεις εδώ να βγάζουμε φωτογραφίες και να παίρνουμε λίγη από τη μαγεία του τόπου.
Μιλώντας για τον τόπο αυτό δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στους κατοίκους του χωριού, μόνιμους και «εποχιακούς», Οινοχωρίτες και «ξένους», όπως εμείς. Όλοι τους είναι ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί και όλοι τους μας αγκάλιασαν και μας βοήθησαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Από το να ακούσουν τα άγχη και τους φόβους μας, να μας δώσουν κουράγιο, μέχρι να μας ζυμώσουν ψωμί, να μας μαγειρέψουν και να μας ράψουν τα ρούχα. Όλοι αυτοί, με όλα τα καλά και τα κακά τους, τις παραξενιές τους και τις χαρές τους, είναι ιδιαίτεροι για μας, μιας που είναι η νέα μας οικογένεια.
Ωστόσο, αν έπρεπε να αλλάξουμε κάτι, μάλλον θα αλλάζαμε τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίσαμε το όλο εγχείρημα. Ήμασταν και είμαστε πολύ ρομαντικοί και η ζωή στην επαρχία, όσα καλά κι αν έχει, είναι σκληρή και δύσκολη. Δεν θα αλλάζαμε την απόφασή μας να έρθουμε, αλλά θα κάναμε καλύτερη προετοιμασία.
Αν λοιπόν κάποιος σκέφτεται να κάνει ένα αντίστοιχο βήμα, πρέπει να κάνει καλή έρευνα και αφού ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά, τότε να προχωρήσει. Και φυσικά να πιστεύει στην ιδέα του. Για περιπτώσεις σαν τη δική μας, που δεν είχαμε καταγωγή από εδώ, δεν είχαμε έστω ένα σπίτι, ούτε καν κάποιον φίλο ντόπιο να μας ανοίξει τον δρόμο, οι δυσκολίες ήταν και είναι πολλές. Όμως όταν τις ξεπερνάς, τότε η περηφάνια και η ικανοποίηση που νιώθεις είναι η καλύτερη ανταμοιβή.