Η αλήθεια είναι ότι το ταξίδι στη Βαρσοβία ήταν απόφαση της στιγμής και χωρίς μεγάλες απαιτήσεις, γιατί, ως πρωτεύουσα μιας χώρας του πρώην ανατολικού μπλοκ, την είχα συνδέσει με περιορισμό, φτώχεια, μιζέρια και μετανάστευση ‒ και οι μετανάστες σπάνια φεύγουν από τη χώρα τους επειδή καλοπερνάνε.
Τέλος πάντων, σημασία έχει ότι αυτό που συνάντησα φτάνοντας δεν είχε καμία σχέση με αυτό που περίμενα: η Βαρσοβία είναι μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, ως εικόνα πολύ πιο ευρωπαϊκή από την Αθήνα, και όσα κι αν έχεις διαβάσει γι' αυτήν, όσα κι αν έχεις ακούσει, σίγουρα κάτι θα βρεθεί που θα σε εκπλήξει.
Αυτό που έχει μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι όλοι οι Πολωνοί που είχα κατά καιρούς γνωρίσει στην Ελλάδα έχουν επιστρέψει και ζουν στη χώρα τους, και μάλιστα έχουν κάνει όλοι δικές τους δουλειές, κυρίως σε αγροκτήματα στην πολωνική εξοχή. Είναι ωραίο να βλέπεις τους ανθρώπους να προοδεύουν και η Πολωνία, από το 2008 και μετά, που στην Ελλάδα διαλύθηκε το σύμπαν, κατάφερε όχι μόνο να μην την αγγίξει η κρίση αλλά να γίνει και μία από τις πιο ισχυρές οικονομίες της Ευρώπης.
Το ίδιο και η Βαρσοβία, μια πόλη όπου το μπαρόκ συνυπάρχει με την αισθητική του κομμουνιστικού καθεστώτος αλλά και τους ουρανοξύστες, η οποία διατηρεί ακόμα έντονη την ατμόσφαιρα του ανατολικού μπλοκ, αλλά από τα '90s και μετά ζει μια ιλιγγιώδη ανάπτυξη που φαίνεται σε κάθε γωνιά της.
Δεν είναι η πιο όμορφη πόλη που έχω πάει, αλλά έχει μια παράξενη γοητεία που ξεκινάει από τη λύσσα των ανθρώπων να την ξαναφτιάξουν από τις στάχτες της.
Αυτό το εισπράττεις ως δύο διαφορετικούς κόσμους, γιατί συναντάς και τα δύο άκρα, πάμφτωχους ανθρώπους που πάνε με το μπολάκι τους να πάρουν φαγητό από τα μιλκ μπαρ και ακριβώς δίπλα χλιδάτα εστιατόρια και ξενοδοχεία με πλούσιους, τα οποία, ως Έλληνας τουρίστας με ευρώ (που είναι τέσσερις φορές πιο ισχυρό ως νόμισμα από το ζλότι), μπορείς άνετα να τα επισκεφτείς, ενώ τα ανάλογα στην Αθήνα είναι απαγορευτικά για την τσέπη σου.
Βλέπεις διαμερίσματα-κουτιά σε μπλοκ εργατικών πολυκατοικιών αλλά και λεωφόρους με πανάκριβα μαγαζιά σχεδιαστών και ακόμα πιο ακριβά αυτοκίνητα, απόηχο κουμμουνισμού και καπιταλισμό στο έπακρο ‒ δεν υπάρχει δυτική φίρμα που να μην έχει ανοίξει μαγαζί στη Βαρσοβία.
Δεν είναι η πιο όμορφη πόλη που έχω πάει, αλλά έχει μια παράξενη γοητεία που ξεκινάει από τη λύσσα των ανθρώπων να την ξαναφτιάξουν από τις στάχτες της και συνεχίζεται στη διαδρομή από το παλάτι της Παλιάς Πόλης μέχρι το πάρκο Lazienki και το Wilanów, περνάει από τη βόλτα στις όχθες του ποταμού Βιστούλα και καταλήγει στην Πράγα, στην αναγεννημένη «χιπστερογειτονιά» που αυτήν τη στιγμή έχει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Έχει επίσης τεράστιες λεωφόρους, απίθανα καφέ και εστιατόρια (που έχουν πολύ καλύτερο φαγητό απ' ό,τι περιμένεις), μαγαζιά με ζωντανή τζαζ, κλάμπινγκ, παγκάκια στα πεζοδρόμια που παίζουν έργα του Σοπέν, εκπληκτική γραφιστική και murals, ωραία μουσεία, φεστιβάλ, όμορφο κόσμο. Δεν περίμενα να μου αρέσει τόσο πολύ, είναι μια ζωντανή πόλη που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις άλλες ευρωπαϊκές, π.χ. τις γερμανικές.
Βέβαια, έπαιξε ρόλο σε αυτό και η εποχή, γιατί τα Χριστούγεννα η Βαρσοβία είναι μια άλλη πόλη, πολύ πιο εντυπωσιακή, λόγω του καλλιτεχνικού φωτισμού που υπάρχει παντού, μια παράδοση δεκαετιών που τα τελευταία χρόνια έχει καταντήσει μανία.
Πάνω από 1.300 καλλιτέχνες συνεργάζονται κάθε χρόνο για να διακοσμήσουν τον Βασιλικό Δρόμο, μια διαδρομή περίπου 20 χιλιομέτρων που ξεκινάει από την Παλιά Πόλη και φτάνει μέχρι το παλάτι Wilanów, γεμάτη φωτεινά installations και φωτεινά σχέδια.
Φυσικά, τα γιορτινά φώτα δεν περιορίζονται μόνο σε αυτήν τη διαδρομή, απλώνονται παντού, σε πλατείες, σε κτίρια, ακόμα και μέσα σε πάρκα και πάνω απ' το ποτάμι (με μόνη παραφωνία τα φωτεινά logo των χορηγών που κρέμονται πάνω από τα installations).
Η Παλιά Πόλη, που είναι και το πιο γραφικό κομμάτι της Βαρσοβίας, είναι κυριολεκτικά ένα αρχιτεκτονικό θαύμα, γιατί και το Βασιλικό Κάστρο και τα πολυφωτογραφημένα πολύχρωμα κτίρια της πλατείας όπου βρίσκεται η Γοργόνα της Βαρσοβίας είναι ρεπλίκες των παλιών (από τον 13ο αιώνα), επειδή στην Εξέγερση της Βαρσοβίας καταστράφηκε το 90% των κτιρίων της.
Όλη η πόλη ξαναχτίστηκε ακριβώς όπως ήταν πριν, με τα κτίρια τόσο πιστά στα πρωτότυπα (με τη βοήθεια παλιών φωτογραφιών, πινάκων και αρχείων) που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι είναι σύγχρονες κατασκευές. Η Πολωνία έχασε τον περισσότερο πληθυσμό από κάθε άλλη χώρα στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (το 17% των κατοίκων της) και η Βαρσοβία από 1,3 εκατομμύρια κατοίκους που είχε πριν από τον πόλεμο κατέληξε το 1944 να έχει μόνο 162.000.
Σήμερα έχει 1,8 εκατομμύρια, αλλά σου δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι πολύ μεγαλύτερη. Και επειδή καταστράφηκε ολοσχερώς και ξαναχτίστηκε από την αρχή ονομάζεται και «Φοίνικας», κάτι που και να μην το ξέρεις το υποψιάζεσαι από τις ταμπέλες «phoenix» που βλέπεις σε ονόματα μαγαζιών και τοπικών εταιρειών.
Το Βασιλικό Κάστρο (ένα κόκκινο ανάκτορο με 32 πολύχρωμα δωμάτια και τη συλλογή Lanckorononski με δύο πίνακες του Ρέμπραντ, των οποίων η ανακατασκευή μετά την καταστροφή τους από τους ναζί είναι έργο για μελέτη) και η Παλιά Πόλη (Stari Miasto) είναι μνημεία προστατευόμενα από την UNESCO και η αφετηρία για όλες τις βόλτες, με μικρομάγαζα με κεχριμπαρένια μπιμπελό και φαγάδικα με πολωνική κουζίνα, παγοδρόμιο και υπαίθρια αγορά με street food και ζεστό κρασί με μπαχαρικά και ίσως τους περισσότερους τουρίστες από κάθε άλλη περιοχή.
Το ίδιο εντυπωσιακή είναι και η Νέα Πόλη, η οποία συνεχίζει ακριβώς δίπλα στην Παλιά, και είναι επίσης γραφική και ακόμα πιο όμορφη, κι αυτή ξαναχτισμένη τη δεκαετία του '50, με έναν κεντρικό δρόμο που θυμίζει σκηνή από ταινία εποχής. Εκεί βρίσκεται μία από τις πιο όμορφες σοκολατερί της πόλης, η E. Wedel, της πολωνικής εταιρείας ζαχαροπλαστικής που φτιάχνει τις πιο γνωστές καραμέλες.
Ο απόγονος του Jan Wedel, που ήταν το τελευταίο μέλος της οικογένειας Wedel που ανέλαβε την κυριότητα της εταιρείας (μετά πωλήθηκε στην Cadbury), ήταν κάτι σαν τον Willy Wonka της προπολεμικής Πολωνίας.
Αυτό που πρέπει να δοκιμάσεις οπωσδήποτε στη Βαρσοβία είναι τα ντόνατς της (που τα λένε «paczek»). Τα βρίσκεις παντού, ακόμα και από μικροπωλητές στον δρόμο, αλλά καλό είναι να ξέρεις από πού αγοράζεις. Στην αγορά Hala Mirowska μπορείς να βρεις φρέσκα φρούτα και λαχανικά από ντόπιους παραγωγούς που στήνουν πάγκους με πολύχρωμες συνθέσεις από πολύ νωρίς το πρωί, αλλά τα ντόνατς εκεί δεν αξίζουν.
Αξιοπρεπή ντόνατς βρίσκεις στους πιο πολλούς φούρνους (που τους λένε «piekarnia»), αν θέλεις όμως να δοκιμάσεις καταπληκτικά πρέπει να πας στο Zagodzinski ή στον μικροσκοπικό φούρνο Cukiernia Pawlowicz ‒ έχει έναν δίπλα στο πιο στενό σπίτι του κόσμου, ακριβώς εκεί όπου η οδός 22 Chłodna συναντάει την 74 Żelazna.
Το κλασικό ντόνατ έχει γέμιση μαρμελάδα άγριο τριαντάφυλλο, αυτό με τη μαρμελάδα δαμάσκηνο είναι εξαιρετικό και, φυσικά, έχει κι ένα σωρό άλλες γεύσεις, η μία καλύτερη απ' την άλλη ‒ αν ξεκινήσεις, μπορείς να τρως μέχρι να σκάσεις.
Το πιο στενό σπίτι του κόσμου (The Keret House) το θεωρούν αξιοθέατο, αλλά δεν είναι ακριβώς σπίτι, είναι ένα κλειστοφοβικό art installation ανάμεσα σε δύο τοίχους, με το πιο στενό σημείο του να είναι 92 εκατοστά και το πιο φαρδύ 152.
Παρ' όλα αυτά, βρίσκονται άνθρωποι που το νοικιάζουν για να μείνουν (συγγραφείς ή καλλιτέχνες). Χτίστηκε το 2012 και είναι ένα δείγμα «ανέφικτης αρχιτεκτονικής» −αν υπάρχει τέτοιος όρος−, που χαρακτηρίζει κτίσματα σε σημεία που δεν θεωρούνται κατοικήσιμα. Από την πλευρά που είναι ο φούρνος βλέπεις το πίσω μέρος του, δηλαδή τίποτα. Για να καταλάβεις ότι είναι σπίτι πρέπει να πας στην πίσω πλευρά του κτιρίου, όπου φαίνεται η είσοδος και η αυλή του.
Κατεβαίνοντας τον Βασιλικό Δρόμο από το Βασιλικό Κάστρο προς το πάρκο Lazienki, αξίζει να κάνεις μια στάση στον ναό του Τιμίου Σταυρού για να δεις το σημείο όπου βρίσκεται η καρδιά του Σοπέν(κυριολεκτικά) σε ένα κουτάκι σε μια κολόνα μέσα στην εκκλησία. Όταν πέθανε το 1849 στο Παρίσι το σώμα του θάφτηκε εκεί, αλλά η καρδιά του μεταφέρθηκε στην πόλη του. Είναι λίγο μακάβριο, αλλά έχει και πολύ πιο μακάβρια πράγματα για να δεις η Βαρσοβία.
Για παράδειγμα, την πλατεία όπου έχουν ενταφιάσει ομαδικά χιλιάδες άτομα κατά την περίοδο της κατοχής των ναζί και ολόκληρα μουσεία που σου θυμίζουν τη γενοκτονία των Εβραίων και όσα πέρασαν οι άνθρωποι στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πόλη του Σοπέν τον χειμώνα μπορείς να ακούσεις τη μουσική του να παίζει από τα παγκάκια που υπάρχουν σχεδόν παντού στο κέντρο (πατάς ένα κουμπί και παίζει ένα έργο του) και το καλοκαίρι στα πάρκα, ζωντανά, ειδικά μπροστά στο τεράστιο γλυπτό του στο πάρκο Lazienki.
Στη Βαρσοβία θα μπορούσες να περάσεις ολόκληρες μέρες αναζητώντας τα murals από κάθε εποχή που υπάρχουν διάσπαρτα στην πόλη. Ένα από τα πιο δημοφιλή, το Κάστρο, το κατεδάφισαν πρόσφατα μαζί με το κτίριο που διακοσμούσε, αλλά έχει ένα σωρό και μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, από την εποχή του κομμουνισμού μέχρι σύγχρονα, και μάλιστα από πολύ γνωστούς καλλιτέχνες του είδους, όπως ο Blu (οι στρατιώτες του είναι ίσως το πιο πολυφωτογραφημένο απ' όλα τα murals της πόλης).
Εκτός από τα πολύ γνωστά με τον Σοπέν, τον Bowie και τη Marie Skłodowska-Curie, στην περιοχή της Πράγας αξίζει να δεις από κοντά το Fight Club του Ιρλανδού Conor Harrington, ένα από τα πιο όμορφα murals που έχω δει ποτέ (και θυμίζει την τεχνική του Taxis).
Η Βαρσοβία έχει ιδιαίτερη αγάπη για τον David Bowie γιατί και ο Bowie την αγαπούσε πολύ. Από μια επίσκεψή του το 1970 στην πόλη εμπνεύστηκε και έγραψε τη σκοτεινή μπαλάντα του «Warszawa» (που υπάρχει στο «Low»). Με την πόλη είχαν κόλλημα κι άλλα αγγλικά συγκροτήματα της δεκαετίας του '70.
Επί παραδείγματι, οι Joy Division ονομάζονταν Warsaw πριν αρχίσουν να γράφουν Ιστορία, αλλά άλλαξαν το όνομά τους για να μη θεωρήσουν τις αφίσες για τις συναυλίες τους τουριστικά διαφημιστικά πόστερ για τη Βαρσοβία.
Η θέση των murals είναι σημειωμένη με το σηματάκι του σπρέι στους τουριστικούς χάρτες (υπάρχουν σε όλα ξενοδοχεία ή τους δίνουν δωρεάν οι πιο πολλοί ταξιτζήδες, μαζί με έναν απίθανο pocket οδηγό που έχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεσαι για την πόλη) και ο καλύτερος τρόπος για να τα δεις, όταν ο καιρός είναι καλός, είναι να μετακινηθείς με ποδήλατο ή με τα ηλεκτροκίνητα πατίνια που νοικιάζεις επί τόπου όπου τα βρεις, κατεβάζοντας απλώς το application.
Τα πατίνια είναι μεγάλη ευκολία γιατί όταν τελειώσεις τη βόλτα σου τα αφήνεις όπου σε βολεύει και κάθε βράδυ περνάει ο δήμος και τα μαζεύει για να τα φορτίσει (έχουν αυτονομία 48 χιλιομέτρων).
Το street food που αξίζει να δοκιμάσεις είναι το zapiekanka, το πιο παραδοσιακό από τα fast food της Πολωνίας, ένα ανοιχτό ψημένο σάντουιτς (μισή ή ολόκληρη μπαγκέτα, κομμένη στη μέση, με μια ποικιλία υλικών πάνω της) που το βρίσκεις παντού. Τη δεκαετία του '70, οπότε η λιτότητα του κομμουνιστικού καθεστώτος δεν άφηνε περιθώρια για πολλά υλικά, φτιαχνόταν με μανιτάρια, τυρί και κέτσαπ, αλλά σήμερα βρίσκεις πολύ γκουρμέ zapiekanka, ειδικά στο μαγαζάκι που βρίσκεται κοντά στην «τούρτα» (το παλάτι πολιτισμού) και έχει τα καλύτερα της πόλης.
Το λένε Zapiexy Luxusowe και είναι μια τρύπα που έχει διατηρήσει την ατμόσφαιρα των '70s με αναψυκτικά Bolek & Lolek και φλούο πορτοκαλάδες που έχουν γεύση υγρού για τα πιάτα. Αν ρωτήσεις έναν ντόπιο τι zapiekanka να παραγγείλεις, το πιο πιθανό είναι να σου πει τη Firmowa (με πολωνικό πρόβειο τυρί, crispy bacon και κρεμμύδι).
Ο Federico Morelli, που έχει φτιάξει τον πολύ εύχρηστο οδηγό «35 amazing things to do in Warsaw» (τον οποίο κατεβάζεις σε pdf και τυπώνεις μόνος σου), γράφει πως «δεν μπορείς να πεις ότι έχεις επισκεφτεί τη Βαρσοβία αν δεν έχεις πάει σε μιλκ μπαρ» και είναι αλήθεια ότι τα μιλκ μπαρ είναι το πιο πολωνικό απ' οποιοδήποτε άλλο φαγάδικο έχει η πόλη. Η επίσκεψη στο Bambino ήταν πραγματικά εμπειρία που δεν ξεχνάς.
Τα μιλκ μπαρ ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής στην Πολωνία της κομμουνιστικής περιόδου, όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να φάνε σπιτικό φαγητό σε πολύ φτηνές τιμές. Για σχεδόν μισό αιώνα τάιζαν τον φτωχό λαό και ήταν πραγματικά μέρη παρηγοριάς (ο ορισμός του comfort food) όλες αυτές τις δεκαετίες που τα εστιατόρια ήταν ελάχιστα και απευθύνονταν μόνο στους πλούσιους.
Ξεκίνησαν τη δεκαετία του '50 ως εξέλιξη των αστικών γαλακτοπωλείων, σερβίροντας φαγητά μαγειρεμένα με τα βασικά προϊόντα που επιδοτούσε το κράτος, δηλαδή γαλακτοκομικά προϊόντα, αλεύρι και πατάτες, γι' αυτό και το μενού πάντα περιείχε (και περιέχει ακόμα) pancakes, πιερόγκι (ημικυκλικά κομμάτια φύλλου με γέμιση) και ντάμπλινγκ. Και σούπες, μπορς (ένας ζωμός από παντζάρια με ντάμπλινγκ), γαλατόσουπα, zurek (σούπα με βρώμη, αυγό και πολωνικό λουκάνικο) και pomidorowa (ντοματόσουπα με ρύζι).
Με τα χρόνια το μενού εμπλουτίστηκε με κρέας, ζυμαρικά και διάφορα άλλα πιάτα σπιτικής πολωνικής κουζίνας, γιατί οι κυρίες που μαγείρευαν πάντα και μαγειρεύουν ακόμα είναι όλες μεγάλης ηλικίας, έτσι έφτιαχναν αυτά που θα έφτιαχναν και στο σπίτι τους. Τις βλέπεις μέσα από το γκισέ αεικίνητες, ντυμένες με λευκές στολές, με τα μανίκια σηκωμένα και τα μαλλιά πιασμένα πίσω σφιχτά, να ανακατεύουν μεγάλες ανοξείδωτες κατσαρόλες και να πλάθουν κομμάτια ζύμης σε μια κουζίνα χωρίς ίχνος ακαταστασίας, με τα κατσαρολικά να κρέμονται από γάντζους πάνω από τα κεφάλια τους.
Το περιβάλλον στο Bambino θυμίζει σκηνές από την πολωνική καλτ ταινία του 1981, το «Miś», με κάθε είδους κόσμο να περιμένει στην ουρά (για την ακρίβεια σε δύο ουρές, μία για να πληρώσει και μία για να παραλάβει τα πιάτα πριν καθίσει στο τραπέζι). Αν δεν ξέρεις πολωνικά ή αν δεν έχεις κάποιον να σε βοηθήσει με το μενού, την έχεις βάψει.
Καμία από τις υπαλλήλους δεν ξέρει αγγλικά και πρέπει να δείξεις στην τύχη πιάτα από τον μεγάλο πίνακα πίσω από το ταμείο. Κι επειδή πολλά από τα πιάτα που έχεις σημειώσει (απ' όσα προτείνουν οι οδηγοί) έχουν τελειώσει ήδη, πρέπει να το ρισκάρεις και να πάρεις ό,τι σου γυαλίσει και μετά να κοιτάζεις αυτά που πήραν οι ντόπιοι και να ζηλεύεις. Άσε που όσα πιάτα δεν είναι έτοιμα, τα φωνάζουν μόλις ετοιμαστούν και πρέπει να είσαι δίπλα στον πάγκο, όρθιος, όση ώρα τα φτιάχνουν, γιατί αποκλείεται να καταλάβεις όταν τα φωνάξουν.
Το φαγητό είναι ok, για τα λεφτά που το χρεώνουν (τρία πιάτα και γλυκό στην τιμή που πίνεις έναν καφέ στα Starbucks) είναι περισσότερο από καλό και για κάποιον ηλικιωμένο που θέλει να φάει κάτι θρεπτικό και φτηνό είναι τέλειο. Η σάλα ήταν γεμάτη νεαρόκοσμο που έτρωγε ζυμαρικά με σάλτσα (δεν ξέρω τι ακριβώς) και σούπες και ηλικιωμένους που έβαζαν όσο φαγητό περίσσευε σε δικά τους μπολ για να το πάρουν σπίτι τους.
Τα τελευταία χρόνια τα μιλκ μπαρ είναι είδος προς εξαφάνιση, γιατί από τα χιλιάδες που είχε η Πολωνία μέχρι και τη δεκαετία του '80 σήμερα έχουν μείνει ελάχιστα και σε όλη τη Βαρσοβία είναι μετρημένα αυτά που μπορείς να βρεις. Στη θέση τους έχουν ανοίξει αλυσίδες café και fast food ή μοδάτα εστιατόρια.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στην Plac Bankowy, στη διασταύρωση των δύο κεντρικών λεωφόρων της πόλης, ul. Marszałkowska και Al. Solidarności, σε μια εντυπωσιακά περίπλοκη σκηνή τεραστίων διαστάσεων παρέλασαν μερικοί από τους μεγαλύτερους ποπ σταρ της Πολωνίας (σχεδόν όλοι βαρετοί μέχρι πλήξης).
Ήταν κάτι σαν τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς στο Σύνταγμα, με τη διαφορά ότι το κοινό ήταν πολύ μεγαλύτερο και είχε καταναλώσει τόνους αλκοόλ, γιατί την ώρα που ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την αλλαγή του χρόνου οι περισσότεροι ξεκίνησαν να φεύγουν για τα σπίτια τους. Φέτος δεν είχε επίδειξη πυροτεχνημάτων για να μην ενοχλήσουν τα ζώα της πόλης, αλλά αυτό ίσχυε μόνο για τον δήμο, γιατί για πολλές ώρες η νύχτα θύμιζε Ανάσταση στην Ελλάδα.
Πυροτεχνήματα έσκαγαν από κάθε σημείο της Βαρσοβίας κι αυτό συνεχίστηκε σχεδόν μέχρι το πρωί. Φέτος είχε επίδειξη με λέιζερ, αλλά δεν φαινόταν να ενδιαφέρει κανέναν ‒ μου θύμισε πάλι την Ανάσταση στο χωριό, που μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη» και φιληθούν, φεύγουν όλοι τρέχοντας για να φάνε μαγειρίτσα. Αν δεν είχε το κρύο να σε επαναφέρει στην εποχή, η φετινή Πρωτοχρονιά στην Πολωνία έμοιαζε πιο πολύ με Πάσχα.
Πριν κλείσω, μία συμβουλή: μόλις φτάσεις στο αεροδρόμιο, κατέβασε το application του My Taxi και κάλεσε ταξί από κει − ξέρεις την αξία της διαδρομής μόλις βρει διαθέσιμο ταξιτζή και δεν υπάρχει περίπτωση να σε εξαπατήσει. Ένας απατεώνας ταξιτζής που πήραμε τυχαία στον δρόμο, για μια διαδρομή των 20 ζλότι μας χρέωσε 90 (λέγοντάς μας ότι είναι δώρο λόγω των ημερών). Δεν ξέραμε, μετά μάθαμε...