Φαρδιοί δρόμοι, απλωσιά και πυκνό, αλλά πράσινο που ανέπνεε. Άφθονος ουρανός, αραιός, γαλαζωπός. Ο λόγος του ανθρώπου προς τον ουρανό και το πράσινο υπερτερούν δραματικά υπέρ των δεύτερων, όπερ οδηγεί σε παροξυσμό τον εθισμένο στον πρησμένο, βίαια συναρμολογημένο αστικό ιστό πόλεων όπως η Αθήνα. Τις πρώτες ημέρες στο Βερολίνο κατέρρεα.
Έξω από τα νερά μου, ασημαντότατος και συγχρόνως σημαντικότατος. Από το στάσιμο, ασφυκτικό ζούπατο που είναι η Αθήνα, ανέμελος κυριακάτικος πελάτης σε ένα ευάερο παζάρι του κόσμου. Χαστούκι. Κάθε φορά που επισκέπτομαι τον αδερφό μου στο Βερολίνο, με επισκέπτεται για λίγο αυτό το συναίσθημα. Ένα ίζημα ζόφου και άγχους που ανακινείται μπρος στην ποιοτική δυνατότητα μιας ζωής σε ένα habitus με μητροπολιτικό και ανθρώπινο βάθος.
Μα, τι πόλη. Δεν κλαίει τα κλέη τα αλλοτινά, μνημονεύει τα κακά της μοίρας της, επιδεικνύει τις πληγές της. Πολυστρωματικό μνημείο η ίδια της άφρονος πολιτικής που την ισοπέδωσε πριν από δύο ιστορικές ανάσες. Μα, δεν βούλιαξε στην Ιστορία, το πένθος της το γύρισε σε ανοικοδόμηση, κυριολεκτική και ψυχογενή, από ερειπιώνας έγινε τόπος έμπνευσης.
Στο Βερολίνο χορταίνεις γιορτές. Την αλλαγή του χρόνου την κάναμε στο όμορφο Cordobar. Καταχαρήκαμε πράσινα αυστριακά και γερμανικά κρασιά. Μεθύσαμε, εννοείται. Θυμάμαι ακόμα τη γεύση του πυκνού ψωμιού και του φρεσκοχτυπημένου βουτύρου, με αλάτι και μια πίκα σάλτσας σμέουρου. Θυμάμαι να μη θέλω να φύγω. Θυμάμαι τον Σπύρο να μας κατηχεί στον Schiller και στον Goethe.
Είναι η λιγότερο τουριστική μεγαλούπολη της Ευρώπης. Είναι η πόλη του αδερφού μου, του Σπύρου. Η τελευταία φορά που το επισκεφτήκαμε, Xριστούγεννα του 2015. Τότε, δεν είχε γεννηθεί η Μαριγώ. Τότε, φτιάξαμε αναμνήσεις πολύτιμες.
Στο Βερολίνο χορταίνεις γιορτές. Την αλλαγή του χρόνου την κάναμε στο όμορφο Cordobar. Καταχαρήκαμε πράσινα αυστριακά και γερμανικά κρασιά. Μεθύσαμε, εννοείται. Θυμάμαι ακόμα τη γεύση του πυκνού ψωμιού και του φρεσκοχτυπημένου βουτύρου, με αλάτι και μια πίκα σάλτσας σμέουρου. Θυμάμαι να μη θέλω να φύγω. Θυμάμαι τον Σπύρο να μας κατηχεί στον Schiller και στον Goethe.
Μόλις είχαμε γυρίσει από ένα διήμερο στη Λειψία. Στο σπίτι του Σίλερ μπροστά, ο Σπύρος βγήκε φωτογραφία. Ποτέ δεν βγαίνει φωτογραφίες. Παραδίπλα, μια κομμουνιστική κολόνα της ΔΕΗ της DDR.
Επισκεπτόμαστε επίσης την εκκλησία του Νικολάι, όπου οι Δευτέρες της Διαμαρτυρίας που έριξαν το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Το τουριστικό κελάρι του Auerbachs, όπου μπεκρόπινε ο Goethe και έβαλε τον Μεφιστοφελή και τον Φάουστ και τους φοιτητές να μπεκροπίνουν κι αυτοί. Μυρωδιά κρεμμυδόσουπας. Το πανεπιστήμιο της πόλης, το παλαιότερο της Ευρώπης. Την Thomaskirche, όπου ακόμα ακούγονται οι καντάτες που πρωτοέπαιξε ο Bach. Εδώ το όργανο, οι σημαντικές παρτιτούρες του και ο τάφος του. Το σπίτι-φουτουριστικό μουσείο μουσικής του Mendelssohn. Ρομαντική μουσική σε προσομοιωτή της Nasa. Ο Thorsten σε όλο το ταξίδι σφυρίζει κλασικούς σκοπούς. Και ενίοτε μας δωρίζει τραγούδια. Έχει αγγελική φωνή. Βόλτες δυναμό.
Επιστρέφοντας στο Βερολίνο, περπατήσαμε στα χνάρια του τείχους. Κάθε φορά το κάνουμε αυτό. Διαβάζουμε αρειμανίως για τη διχοτομημένη ζωή της πόλης. Συλλέγουμε ιστορίες και γεγονότα. Βιβλία και φωτογραφίες. Κάθε φορά βάζουμε τους γηραιούς Κάρμεν και Γιόνι να μας αφηγηθούν περιστατικά της καθημερινότητάς τους.
Η Κάρμεν βουρκώνει. Θυμάται τη στιγμή που άνοιξε μετά από πολλά χρόνια τον φάκελό της οικογένειάς της (ναι, είχαν φάκελο οι περισσότεροι) και είδε τις κατασκοπευτικές μαρτυρίες των κολλητών τους φίλων για εκείνη, τον άντρα της και το παιδί τους. Αυτών που περνούσαν τις γιορτές, τις καθημερινές, τη ζωή τους μαζί.
Άλλα έθιμα: Σίγουρα εκείνες τις μέρες στο σπίτι θα είχαμε δει τη «Σιωπή των αμνών», το «Φάνι και Αλέξανδρος» και κάποιον «Χάρι Πότερ». Στανταράκι. Σίγουρα θα πήγαμε στο Gerdarmenmarkt, θα περπατήσαμε τον Δρόμο υπό τας Φιλύρας, θα χωθήκαμε σε μικρογκαλερί του Mitte. Θα είδαμε τον «Μαγεμένο Αυλό» στην Deutsche Oper Berlin μαζί με τρίχρονα Βερολινεζάκια.
Θυμάμαι ακόμα μια συναυλία γκόσπελ, νομίζω στο Potsdam. Άπφελ-στρούντελ με σος ανγκλέζ στο Café Einstein, στο παλιό, του 1878. Το «πρόχειρο» προχριστουγεννιάτικο γεύμα με δέκα λογιών λουκάνικα και σάλτσες και το ξινό μοσχάρι ανήμερα (τι ρόστο!). Μετά από κάποιο άλλο μεθύσι ο Thorsten μας έσερνε στην άλλη άκρη της πόλης για το καλύτερο curry wurst της πόλης.
Πίσω στο Cordobar. Μετά την αλλαγή του χρόνου, το θυμάμαι έντονα, καθηλώθηκα από μια θλίψη. Μια θλίψη χωρίς περιεχόμενο. Που γι' αυτό δεν μπορούσε να παρηγορηθεί. Δεν μπορούσα καν να την πλησιάσω. Αυτή από τη μια, εγώ από την άλλη, στη μέση κενό. Ένα αστείο επεισόδιο με το ταξί της επιστροφής με έφερε στα σύγκαλά μου. Tότε ζούσε ο μπαμπάς.
_____________
Ο Άγγελος Ρέντουλας είναι αρχισυντάκτης του «Γαστρονόμου»