Η δυστυχία υπάρχει μόνο αν τη βλέπουμε με τα μάτια μας. Όσο μας τη δείχνουν, αντιδρούμε, διαμαρτυρόμαστε και μέχρι εκεί. Μετά ξεχνάμε. Ό,τι δηλαδή συνέβη με την Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία, το Τσαντ και το Καμερούν ή στο Σουδάν ή με την Ουκρανία πέρσι, ό,τι θα συμβεί με μαθηματική ακρίβεια με την Παλαιστίνη.
Υπάρχει όμως και είναι γύρω μας και δεν έχουμε καμία δικαιολογία να ξεχνάμε. Το κακό δεν εξαφανίζεται αν το κρύψεις, αλλά μόνο αν το κόψεις.
Τα τελευταία χρόνια επισκέπτομαι χώρες της Αφρικής, προσπαθώ να μην ξεχνώ και να είμαι όσο μπορώ περισσότερο χρήσιμη ξαναθυμίζοντας τις ιστορίες τους. Για μία από αυτές θέλω να σας μιλήσω σήμερα. Για τις κενυατικές φαβέλες, τα slums (φτωχογειτονιές, φτωχομαχαλάδες) της Κιμπέρα στο Ναϊρόμπι, που επισκέφθηκα φέτος το καλοκαίρι.
Η Αφρική και η φτώχεια της, η υψηλή θνησιμότητα των παιδιών, η λειψυδρία, η κλιματική αλλαγή που την επηρεάζει πολύ περισσότερο από την Ευρώπη, δεν είναι θέματα άγνωστα σε εμάς, πολλές οργανώσεις και μη κυβερνητικοί οργανισμοί που δραστηριοποιούνται σε πολλές από τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής φροντίζουν να μας ενημερώνουν.
Οι νέοι προσπαθούν να ξεφύγουν κάνοντας δουλειές του ποδαριού ή χειρωνακτικές εργασίες. Οι πιο τυχεροί ανοίγουν ένα δικό τους μαγαζάκι με αντικείμενα χειροτεχνίας, όπως ο Denis, ή επισκευές κινητών τηλεφώνων και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών, όπως ο Sami, για όσους και όσες μπορεί να διαθέτουν, μανάβικα ή ακόμη και βιβλιοπωλειάκια.
Θα περίμενε επομένως κανείς σε χώρες περισσότερο προβεβλημένες, όπως η Κένυα, να δουν μια κατάσταση περισσότερο διαχειρίσιμη, αν όχι βελτιωμένη. Αντίθετα, αντικρίζουν πολύ χειρότερες εικόνες από αυτές που φανταζόμαστε ως παθητικοί δέκτες μιας πληροφόρησης μακρινής από εμάς.
Κλείστε τα μάτια και φανταστείτε ότι στο κέντρο της Αθήνας, στο Σύνταγμα, ανάμεσα στις ωραίες λεωφόρους μας, τα πολυτελή ξενοδοχεία και διαμερίσματα, έχει μια έκταση περίκλειστη σαν γκέτο, μέσα στην οποία ζουν 60.000 περίπου άνθρωποι, εκ των οποίων η πλειοψηφία παιδιά και νέοι, με προσδόκιμο ζωής όχι περισσότερο από 55-60 χρόνια, γιατί πολύ απλά πεθαίνουν νωρίτερα από τις αρρώστιες, τον τύφο, τη χολέρα, τον κίτρινο πυρετό, τη μαλάρια και άλλες πιο σύγχρονες.
Φανταστείτε μια περιοχή στο Σύνταγμα, που εκτείνεται από την πλατεία μέχρι περίπου τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Καλλιθέα και τον Βοτανικό, όπου ο επισκέπτης και η επισκέπτρια της Μεγάλης Βρετανίας βγαίνουν στο μπαλκόνι τους και βλέπουν μπροστά τους μία τεράστια χωματερή –κυριολεκτικά, όχι συμβολικά– με παιδιά να παίζουν αντί με γάτες και σκύλους, με αρουραίους και άλλα τρωκτικά και ερπετά, ανάμεσα στα σκουπίδια. Νομίζετε ότι υπερβάλλω; Δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά στις φωτογραφίες.
Η Κιμπέρα είναι μια μαύρη τρύπα στην καρδιά του Ναϊρόμπι, χωρίς αποχέτευση, χωρίς ρεύμα –το κλέβουν με κίνδυνο της ζωής τους από κολόνες της τοπικής ΔΕΗ για να μπορούν να κάνουν βασικά πράγματα, υπάρχουν μάλιστα και άνθρωποι που έχουν εξειδικευτεί να κάνουν αυτήν τη δουλειά–, χωρίς θέρμανση, χωρίς καμία απολύτως υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας (αποκομιδή απορριμμάτων, νοσοκομειακή κάλυψη, σχολείο) και φυσικά χωρίς νερό. Για να πιουν καθαρό νερό κάνουν ατελείωτες ουρές για να καταφέρουν να πάρουν ένα μπιτόνι ανά οικογένεια και για προσωπική υγιεινή και καθαριότητα ούτε λόγος, πολυτέλεια από τις λίγες.
Εκείνες που δεν λείπουν, αντίθετα ανθούν σε κάθε τετράγωνο, είναι οι εκκλησίες. Συναντάς στην Κιμπέρα κάθε είδους δόγμα ή αίρεση, αντβεντιστές, προτεστάντες, ευαγγελιστές, το τάγμα του Αγίου Γερασίμου, το τάγμα του Αγίου Λαυρέντιου, ό,τι τραβάει η ψυχούλα σου το έχεις, για να «ξεγελάσει» μάλλον την ψυχούλα σου, να συνηθίσει στη μοίρα της και να παραδοθεί χωρίς μίσος για το κακό που συμβαίνει εκεί, γιατί άλλο φιλανθρωπικό έργο με πρακτική χρησιμότητα για τους ανθρώπους που μένουν εκεί δεν είδα. Ειρωνεία;
Οι νέοι προσπαθούν να ξεφύγουν κάνοντας δουλειές του ποδαριού ή χειρωνακτικές εργασίες. Οι πιο τυχεροί ανοίγουν ένα δικό τους μαγαζάκι με αντικείμενα χειροτεχνίας, όπως ο Denis, ή επισκευές κινητών τηλεφώνων και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών, όπως ο Sami, για όσους και όσες μπορεί να διαθέτουν, μανάβικα ή ακόμη και βιβλιοπωλειάκια, ναι, καλά ακούσατε, βιβλιοπωλειάκια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Κένυα έχει πολλούς καλούς συγγραφείς, ένας-δυο υποψήφιοι για Νόμπελ.
Το σχολείο είναι απαγορευτικό εξίσου, γιατί χρειάζεται να πληρώνεις ακόμη και στο δημόσιο σχολείο και είναι πολύ λίγοι εκείνοι που έχουν την οικονομική δυνατότητα να πάνε τα παιδιά τους στα σχολεία. Είδαμε βέβαια και ένα δυο σχολεία, περιποιημένα και καθαρά, πρωτοβουλίες ΜΚΟ που διαχειρίζονται άνθρωποι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Κιμπέρα, όπως ο Padox Aouki που έφτιαξε το Seed Foundation και μέσω αυτού προσπαθεί να δώσει ορατότητα και υπόσταση στην κοινότητα της Κιμπέρα.
Μέσω του Padox γνώρισα και εγώ την Κιμπέρα και από αυτόν έκανα καινούργιους φίλους όπως τον Vincent, τον Sami, την Benta. Παιδιά με θέληση να αλλάξουν τα πράγματα και να δημιουργήσουν μία ευκαιρία και στους υπόλοιπους να ξεφύγουν. Να ξεφύγουν όχι μόνο από τη φτώχεια, αλλά και από έναν τρόπο ζωής επίκτητο που καλό είναι να τον ξέρουν, αλλά ακόμη καλύτερο να τον επιλέγουν μόνοι τους. Για παράδειγμα, στην Κιμπέρα και γενικότερα στην Κένυα διδάσκονται τα παιδιά το αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή διδάσκονται τον Σαίξπηρ και την Τζέιν Όστιν, αλλά και πώς να μην ακουμπούν τους αγκώνες στο τραπέζι –που δεν έχουν– την ώρα του φαγητού – που δεν έχουν. Κι άλλη ειρωνεία.
Θυμήθηκα, βλέποντας στον μαυροπίνακα του δημοτικού σχολείου της Κιμπέρα τον δεκάλογο των καλών τρόπων στο τραπέζι, την Κάρεν Μπλίξεν στο βιβλίο της «Πέρα από την Αφρική», όπου η ηρωίδα της –η ίδια εν προκειμένω– θέλει να φτιάξει ένα σχολείο για τα παιδιά μιας φυλής, αλλά η φυλή αντιστέκεται, το ίδιο και ο φιλελεύθερος Βρετανός ήρωάς της, ο οποίος έχει αναγνωρίσει τις ιδιαιτερότητες και την ομορφιά του τοπικού πολιτισμού. Τον ρωτά λοιπόν: «Γιατί δεν θέλεις να κάνω το σχολείο; Δεν θέλεις τα παιδιά να μάθουν και να γίνουν κάτι;». Και εκείνος απαντά: «Φυσικά και θέλω. Απλώς δεν θέλω να γίνουν Βρετανοί».
Εμείς οι Δυτικοί έχουμε πραγματικά δείξει τον δρόμο, ώστε να περάσουν αυτοί οι πολιτισμοί σε μια νέα μορφή οργάνωσης του κράτους τους, στο πώς θα εξελιχθούν σε ανεξάρτητες, ώριμες και φιλεύθερες δημοκρατίες, με διακριτές εξουσίες, αναγνώριση και προστασία των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων και πρόνοια για όλους. Έχουμε όμως κάνει και συνεχίζουμε να κάνουμε πολύ κακό, θεωρώντας τις χώρες αυτές προέκτασή μας και, θα τολμήσω να πω, ακόμη αποικίες μας, άλλοτε έμμεσες, μέσω της υποστήριξης κυβερνήσεων που εξυπηρετούν τα συμφέροντά μας, αλλά όχι τα συμφέροντα των πολιτών τους, άλλοτε άμεσες με «αποικιοκρατικής λογικής» φόρους και δεσμεύσεις.
Θα πει κανείς, σε αντίλογο αυτού, ότι η οικονομική βοήθεια των δεθνών οργανισμών και της Ε.Ε. προς την Αφρική είναι πολύ υψηλή όλα αυτά τα χρόνια. Μπορεί να είναι. Το ερώτημα είναι πόσα από αυτά τα υψηλότατα κονδύλια στήριξης φτάνουν πραγματικά στους δυνητικούς ωφελούμενους και πόσα χάνονται στην πορεία; Πώς ελέγχουμε, πώς μετράμε και πώς «τιμωρούμε» τη μη ορθή απορρόφηση και τη μη σωστή κατανομή;
Εν τέλει, πώς είναι δυνατόν, μετά από όλα αυτά, να υπάρχει ακόμη μία Κιμπέρα; Ή μήπως δεν έχουμε τη δυνατότητα, ως Δύση, να χρηματοδοτήσουμε τη μετεγκατάσταση 60.000 ανθρώπων σε αξιοπρεπή σπιτάκια με στοιχειώδεις υποδομές, όταν έχουμε υποδεχθεί εκατομμύρια προσφύγων;
Όποιος ή όποια δώσει αυτήν την απάντηση, απαντά αυτόματα και σε εκείνους και εκείνες που έχουν απορία για τις μεταναστευτικές ροές από την Αφρική, αλλά και σε εκείνους που υποστηρίζουν ότι πρέπει να υποδεχόμαστε μόνο ανθρώπους που προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες, λες και ο πόλεμος με τους αρουραίους και τη χολέρα δεν είναι ένας άνισος, ατομικός πόλεμος.
Όσοι και όσες θέλετε να βοηθήσετε μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του Seed Foundation και να κάνετε τις δωρεές σας εκεί. Μπορείτε όμως επίσης να προγραμματίσετε το επόμενο ταξίδι σας στην Κένυα, να δείτε με τα μάτια σας την αλήθεια και να την πείτε με τη σειρά σας.
Μέχρι το επόμενο δελτίο ειδήσεων, θα είναι ήδη αργά για πολλά παιδιά.