Την Τήνο τη σώζει τουριστικά η εκκλησία της Παναγίας της Μεγαλόχαρης. («Μμμμ, ευχαριστώ για την πληροφορία», θα σκεφτεί κάποιος.) Επιμένω, ωστόσο, στη διατύπωση. Και δεν αναφέρομαι στο αυτονόητο της διαπίστωσης περί θρησκευτικού τουρισμού αλλά στο ακριβώς αντίθετο. Αυτό της θρησκευτικής της φήμης που έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά για τις ορδές τουριστών, αφήνοντας αυτό το «χειροποίητο νησί» του Καστοριάδη πρόσφορο σε όσους θέλουν να το ανακαλύψουν, έκθαμβοι από τον υψηλού επιπέδου τουρισμό του που μπορεί να διατηρείται σε ανθρώπινη κλίμακα διακοπών με αξιοπρεπείς όρους. Που σημαίνει: καταλύματα, παραλίες, αξιοθέατα, «μυστικά», φαγητό, διασκέδαση, όλα πάνω από τον μέσο όρο.
Η αλήθεια είναι ότι μία από τις δεκάδες διαμονές μου στο νησί συνέπεσε με τον Δεκαπενταύγουστο! Ε, ακόμα και αυτά τα φαινόμενα θρησκευτικής υστερίας, αν τα παρατηρήσει κάποιος αποστασιοποιημένα και κοινωνιολογικά, έχουν το χάζι τους. Έχει ενδιαφέρον π.χ. η εικόνα Ρομά που φτάνουν με κατά κανόνα πραγματικά πανάκριβα έως απλησίαστα αυτοκίνητα στο νησί, τα παρκάρουν στο λιμάνι και το υπόλοιπο της παραμονής τους κοιμούνται εκεί σε κουρελούδες, φροντίζοντας το πρωί να διασχίσουν πρηνηδόν τη διαδρομή μέχρι το θρησκευτικό τους καθήκον.
Δεν μπορείς παρά να λατρέψεις το νησί που για πολλά τουριστικά ερωτήματα σου δίνει την απάντηση «όλα» («ποια χωριά αξίζει να επισκεφτώ;») ή «παντού» («πού έχει καλό φαγητό;»).
Να κι ένα οξύμωρο. Το νησί που έχει συνδεθεί τόσο με την Ορθοδοξία, έχοντας εγγυηθεί όμως και την αγαστή συνύπαρξη καθολικών και ορθοδόξων, ομνύει κατά τα άλλα σε ένα αρχαιοελληνικό πνεύμα σκέψης, ελευθερίας, ηδονών, αποθεωτικού αιγαιοπελαγίτικου φωτός, μιας απολύτως δικής του ενέργειας που θαρρείς ότι εκπέμπει μουσική, της υψηλής τέχνης του μέγιστου Γιαννούλη Χαλεπά που το «επιθεωρεί» από τα ψηλά του Πύργου και παραλιών που τολμούν να ονομάζονται ιερόσυλα «Αγία Θάλασσα».
Ε, δεν μπορεί παρά να λατρέψει κάποιος ένα νησί που έχει μια (υπέροχη) παραλία βαφτισμένη Αγία Θάλασσα, ανάμεσα σε πολλές άλλες υπέροχες, για όλα τα γούστα. Θες οργανωμένη; Στον Άγιο Φωκα, στην Κολυμβήθρα. Ερημική; Παχιά Άμμος. Άγρια ομορφιά; Λιβάδα, όταν τα μποφόρ είναι χαμηλά. Παιχνίδι του «θησαυρού» (αν επιμείνεις στη διαδρομή, κέρδισες!); Στο Βαθύ. Γοητευτική –όλη μέρα με το μαγιό και τσίπουρα– χαλαρότητα; Άγιος Σώστης, Καρδιανή, Υστέρνια και πάει λέγοντας.
Ε, ναι. Δεν μπορεί κανείς παρά να λατρέψει το νησί με τους «περιστερώνες» και τις ξερολιθιές που ύμνησε κάποτε ο Καστοριάδης. Με το σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά, του Έλληνα «ομότιμου» του Ροντέν και βάλε. Με τα μαρμαρόγλυπτα τραπεζάκια στην πλατεία του Πύργου (εκεί και το Μουσείο και η Σχολή Μαρμαροτεχνίας που χάρισε τους σπουδαιότερους τεχνίτες στις εργασίες συντήρησης της Ακρόπολης), για να χαρείς στη δροσιά των υπέργηρων γιγαντιαίων πλατάνων το απογευματάκι ελληνικό καφέ και το διάσημο γαλακτομπούρεκο.
Ε, ναι, δεν μπορείς παρά να λατρέψεις το νησί που για πολλά τουριστικά ερωτήματα σου δίνει την απάντηση «όλα» («ποια χωριά αξίζει να επισκεφτώ;») ή «παντού» («πού έχει καλό φαγητό;»). Τα χωριά είναι όλα όμορφα κι αυτό δεν είναι πρωτότυπο όταν μιλάμε για Κυκλάδες. Το πρωτότυπο της Τήνου είναι όμως ότι κάθε (όμορφο) χωριό της –και τα ηπειρωτικά– έχει και την ολόδική του προσωπικότητα: Αγάπη, Καρδιανή (με τη συγκλονιστική θέα), Κτικάδο, Τριαντάρος, Τριπόταμος, Στενή και, βέβαια, ο βγαλμένος από τη φαντασία του Ισαάκ Ασίμωφ, Βώλακας, που «στριμώχνεται» ανάμεσα στους λείους γρανιτόλιθους.
Φαγητό (από θαλασσινά μέχρι φουρτάλιες); Είπαμε παντού, αλλά αν δεν πάτε στο Θαλασσάκι των Υστερνίων, στο Νουάρ στη Στενή (για κρέας), στο καφενείο της Δήμητρας στην Καρδιανή (για φουρτάλια, σοκολατόπιτα και θέα), στην ταβέρνα της Τερέζας στον Άγιο Φωκά (για κουνέλι αλλά και ό,τι έχει), στην Ελένη και στον Ταρσανά στη Χώρα, θα βρεθείτε στην επιστροφή αδιάβαστοι.
Εξυπακούεται ότι θα περάσετε για καφέ και παγωτό ή αμυγδαλωτό από το Μεσκλιέ στη Χώρα. Και το βράδυ, στην πανέμορφη ψαγμένη ροκ μπάρα του Κουρσάρου να μου φιλήσετε δύο από τις γνωστές περσόνες του νησιού (που θα σας μάθουν και τα μυστικά της Τήνου), τον Νάτσιο και τον δάσκαλο Γιώργο Θεοδοσίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO