Εν αρχή η «Ντίσκο Αυτοκτονία» ήταν ο τίτλος τραγουδιού μιας αθηναϊκής πανκ μπάντας, των Markora’s Syndrome, που ηχογράφησαν ένα EP με το κινητό, ανέβασαν τα κομμάτια στο YouTube και μετά έσβησαν όσο ξαφνικά εμφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους αποκαΐδια.
«Ήταν η προηγούμενη μπάντα μου» λέει ο Γιώργος (ο κύριος Disco Suicide αυτοπροσώπως), «η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Nurse of War. Το «Ντίσκο Αυτοκτονία» θα υπάρχει σε νέα εκτέλεση και στον δίσκο των Nurse of War και μιλάει για μια χαρούμενη αυτοκτονία, για έναν άνθρωπο ο οποίος έχει φτάσει τον πεσιμισμό σε τέτοιο επίπεδο που ουσιαστικά ο θάνατος είναι γι’ αυτόν μόνο λύτρωση. Χωρίς μελοδραματισμούς.
Οι στίχοι λένε «Δεν μπορώ να ξεκλειδώσω την πόρτα / και κοιμάμαι με αναμμένα τα φώτα / στο κοιμητήριο κάνω πάρτι / έλα και άναψε κεράκι / έλα πιο κοντά / αυτός είναι ο χoρός όσων δεν έχουν πια καρδιά / αυτός για μας που πίνουμε και χάνουμε τις μέρες μας / κάτω απ'τη ντισκόμπαλα θα κόψουμε τις φλέβες μας / επιτέλους τα προβλήματα τελειώσανε για πάντα / στο αναψυκτήριο οι μπίρες είναι τζάμπα».
Έχει κάτι το γλυκό, χαρά και λύπη, είναι ένας χαρούμενος θάνατος. Λέει ότι δεν μου αρέσει ο κόσμος, τον μισώ, μισώ τον εαυτό μου αλλά δεν θα κλάψω γι' αυτό, θα παίξω πανκ ροκ, θα πιω μπίρες και κάποια στιγμή θα κρεμαστώ κιόλας, αλλά μην το κάνουμε και θέμα».
Το φανζίν περιέχει όλη αυτή την αισθητική που θέλω να δώσω είτε στη ζωγραφική μου και στο κόμικ μου, είτε στη μουσική μου. Τα φωτορομάντζα που έχω στα τεύχη τα κάνει η κοπέλα μου και είναι εικόνες από αυτό που ζούμε, τηλεόραση, διαφημίσεις, κιτς, Μενεγάκη, με φόντο την Ακρόπολη. Τελικά, όλα αυτά είναι πιο βαμπίρ απ' το βαμπίρ. Το να βλέπεις τον Άδωνη Γεωργιάδη στην τηλεόραση είναι πιο τρομακτικό από το να δεις ένα θρίλερ.
Ο λόγος που έχουμε συναντηθεί δεν είναι για να μιλήσουμε για τη μουσική του, η αφορμή ήταν το φανζίν που κυκλοφορεί (σήμερα βρίσκεται στο δεύτερο τεύχος), το οποίο το λένε κι αυτό Ντίσκο Αυτοκτονία.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις από πού έχει προέλθει ο τίτλος, κι η αλήθεια είναι ότι και το ύφος του φανζίν είναι ανάλογο του τραγουδιού, μακάβριο αλλά με γερές δόσεις χιούμορ, με κόμικς που φτιάχνει μόνος του, συνεντεύξεις με πανκ και hardcore μουσικούς και λίγο ελληνικό cult. «Το περιεχόμενο του zine είναι αντίστοιχο της μουσικής που γράφω, αλλά σε έντυπο» εξηγεί.
«Τα κόμικς μου είναι αστείες ιστορίες μιας σελίδας από οτιδήποτε, σατιρίζουν τη μεσαία τάξη, την πολιτική, λένε μεταφυσικά αστεία. Το υπόλοιπο του τεύχους είναι συνεργασίες με κόσμο που μου αρέσει η δουλειά τους, από φίλους, συνεντεύξεις από μπάντες που εκτιμώ. Η θεματολογία είναι κυρίως πανκ και hardcore και η απεικόνιση του ελληνικού cult, τρέλας μαζί με morbid στοιχείο, με μια γκροτέσκ αισθητική».
Μου λέει ότι το αρχικό πλάνο ήταν να το κυκλοφορεί κάθε τρεις μήνες, αλλά πέρασαν σχεδόν έξι μέχρι να βγει το δεύτερο τεύχος. «Θα προσπαθήσω να βγαίνουν τρία τεύχη το χρόνο, να είναι ζωντανό», λέει σε έναν τόνο σχεδόν απολογητικό.
Εκτός από το fanzine και τους Nurse of War, μια τριμελή μπάντα που παίζουν new wave, punk rock, synth punk «πιο σκοτεινιασμένο», έχει κι ένα σόλο πρότζεκτ που λέγεται Νεκροτσουλήθρα «και είναι ελληνικό trash ποπ, επίτηδες κιτς. Είναι σαν Λιβιεράτος, Nits, Misfits ας πούμε, όλα μαζί. Και στην μπάντα και στο σόλο πρότζεκτ και στο φανζίν -και γενικώς-, το κόνσεπτ είναι το θλιμμένο trash, η δυϊκότητα χαράς και λύπης, αλλά με αυτοσαρκασμό, όχι με γκοθ και μελοδραματισμό.
— Ναι, αλλά δηλώνεις ότι σου αρέσει το μακάβριο, το γράφει και το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους.
Ναι, αλλά με την ειρωνική του υπόσταση. Κιτς γκροτέσκ, όχι «κλαίω πάνω απ' τον τάφο με το μαύρο φόρεμα και ακούγονται ύμνοι από πίσω». Αυτή η φράση, το Ντίσκο Αυτοκτονία, γι’ αυτό λέγεται έτσι και το φανζίν, περιέχει όλη αυτή την αισθητική που θέλω να δώσω είτε στη ζωγραφική μου και στο κόμικ μου, είτε στη μουσική μου.
Τα φωτορομάντζα που έχω στα τεύχη τα κάνει η κοπέλα μου και είναι εικόνες από αυτό που ζούμε, τηλεόραση, διαφημίσεις, κιτς, Μενεγάκη, με φόντο την Ακρόπολη. Τελικά, όλα αυτά είναι πιο βαμπίρ απ' το βαμπίρ. Το να βλέπεις τον Άδωνη Γεωργιάδη στην τηλεόραση είναι πιο τρομακτικό από το να δεις ένα θρίλερ.
— Βλέπεις τηλεόραση;
Βλέπω για να με πάρει ο ύπνος, είναι παρεούλα. Είμαι σαν αυτούς που καπνίζουν μόνο για παρέα, αν υπάρχει τσιγάρο καπνίζουν. Αν είμαι σε έναν χώρο που δεν υπάρχει τηλεόραση, δεν θα μου λείπει. Είμαι κοινωνικός τηλεθεατής.
Δεν γίνεται να μην βλέπεις καθόλου τηλεόραση, γιατί τηλεόραση πλέον δεν είναι μόνο η συσκευή, είναι και στο Ίνσταγκραμ και παντού. Μπορεί να ψάχνεις τατουατζίδικα και να σου βγει κάτι να δεις στο Star, οπότε το μαθαίνεις. Eίναι η ζωντανή ποπ κουλτούρα της εποχής σου που εκτυλίσσεται μπροστά σου, οπότε δεν γλιτώνεις. Αλλά θεωρώ ότι είναι βλακεία να την πάρεις στα σοβαρά.
— Η λέξη ντίσκο τι σημαίνει για σένα; Έχει ενδιαφέρον που για κάθε ηλικία σημαίνει κάτι διαφορετικό.
Την ντίσκο και ειδικά την trash ντίσκο, μιλώντας και για ελληνικά πράγματα, την έχω κάπως πιο συγκεκριμενοποιημένη στο κεφάλι μου, είναι η ελληνική trash ποπ κουλτούρα, το πάρτι στη Νομική, αυτή η χαμηλού επιπέδου ψυχαγωγία που είναι όμως σούπερ, δεν το λέω για κακό.
Ντίσκο και ποπ είναι μουσικές που μου αρέσει να ακούω, να χορεύω, δεν μου αρέσει καθόλου η βαριά ηλεκτρονική μουσική. Μου αρέσει το στοιχείο της πανκ, γι’ αυτό και τη μουσική μου την έχω ονομάσει ντίσκο πανκ, επειδή είναι πολύ εύπλαστη και μπορείς να κάνεις τη δική σου εκδοχή της. Μπορείς να την κάνεις σκοτεινή, μπορείς να την κάνεις αστεία, μπορείς να την κάνεις πολιτική, αναρχική, ναζιστική, έχει μια τρελή γοητεία αυτή η δυνατότητα που σου δίνει. Η πανκ είναι ό,τι την φτιάξεις να είναι, κι αυτό είναι κάτι φοβερό.
— Πριν από την πανκ τι άκουγες;
Σύμφωνα με τις διηγήσεις της μάνας μου, το πρώτο κομμάτι που άκουσα στη ζωή μου ήταν το «Μπαμ και κάτω» του Λιβιεράτου και χόρευα σαν τρελός. Μεγαλώνοντας άκουγα heavy metal, πανκ, hardcore, αυτά τα τρία και τις άπειρες εκδοχές τους.
Χιπ χοπ δεν άκουγα ποτέ γιατί δεν κάνει appeal στον χαρακτήρα μου, είμαι πολύ φλώρος, δεν είμαι καθόλου μάγκας (γελάει). Eίμαι πολύ πιο «κλαψιάρης». Οι Judas Priest είναι από τις αγαπημένες μου μπάντες όλων των εποχών, οι Iron Maiden... Όταν ήμασταν μικροί και τα ανακαλύπταμε, ο ένας έπαιρνε πανκ, ο άλλος metal…
— Πρόλαβες τους δίσκους ή κατεβάζατε mp3;
Αγοράζαμε CD. Όλες τις μπάντες τις άκουσα σε CD. Ήταν στο μεταίχμιο η γενιά μου, μπορεί να μην προλάβαμε το βινύλιο, αλλά τα είχαμε σε φυσική μορφή.
Το fanzine πέρασε την ίδια φάση με τη μουσική, με το web comic και τα μπλογκ. Ήταν πιο εύκολη η προσέγγιση, αλλά τελικά μπορεί να τους έδινες λιγότερη αξία. Δεν συγκρίνεται τίποτα με τη φυσική μορφή. Γι’ αυτό βγάζω την Ντίσκο Αυτοκτονία σε χαρτί και ας είναι κοστοβόρο. Δεν την έχω ψηφιακά, σε pdf, μπορείς να βρεις μόνο κάποιες σελίδες μεμονωμένες.
— Βιβλία διαβάζεις;
Μικρός διάβαζα περισσότερο, τώρα διαβάζω graphic novels. Μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας και διάβαζα fantasy, Tόλκινς, Σαλβατόρε, όλα αυτά μου άρεσαν πολύ, το έψαχνα, μετά μειώθηκαν και οι χρόνοι μου ή τους αφιέρωνα αλλού.
— Πόσων χρονών είσαι;
23.
— Πώς τα βλέπει τα πράγματα ένας 23χρονος; Εννοώ στην Ελλάδα τώρα.
Θα πεθάνουμε αύριο. Είμαι φοβερά αγχωμένος και καθόλου αισιόδοξος. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά επειδή πάνε όλα προς το κακό, αν κοιτάξεις πριν από 30 χρόνια, πριν από τον πανικό, τα πράγματα μπορεί να ήταν πολύ χειρότερα.
Σε οποιονδήποτε τομέα, είτε λέγεται οικονομία, είτε λέγεται κρίση με την Τουρκία, είτε λέγεται ρατσισμός, είτε λέγεται πόλεμοι, είτε λέγεται ανεργία, μπορεί να ήμασταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση, κάτι που καμία φορά το ξεχνάμε. Ο κόσμος μπορεί να ήταν πολύ χειρότερα γενικά.
Πέρα από τις κρίσεις πανικού που έχει πολύς κόσμος της γενιάς μου, εννοείται ότι τα βλέπω χάλια τα πράγματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποτε ήταν πιο καλά. Δεν πιστεύω σε παλιές φοβερές εποχές.
— Έχεις σκεφτεί να φύγεις απ' την Ελλάδα;
Μικρός το είχα ως δεδομένο, καραμέλα, έλεγα εννοείται ότι θα πάω στην Αγγλία ή στην Αμερική. Τώρα όχι από σοβινισμό, αλλά δεν με ενδιαφέρει γιατί ο κόσμος -όσο κλισέ κι αν ακούγεται- είναι παντού τα ίδια. Είτε είμαστε εδώ, είτε στο Λονδίνο, τα ίδια φαγητά τρώμε, τις ίδιες μουσικές ακούμε, και με πολύ πιο πολλά έξοδα στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Δεν σκέφτομαι, άρα, να φύγω, αν εμφανιζόταν όμως κάποια ευκαιρία επαγγελματική ή καλλιτεχνική εννοείται ότι θα πήγαινα.
Πλην των δυσκολιών, την Αθήνα την αγαπώ πολύ. Βέβαια, άλλο Αθήνα και άλλο Ελλάδα. Και δεν το λέω με ρατσισμό για την επαρχία, και οι δυο γονείς μου από επαρχία είναι, οι καταγωγές μου είναι εκτός Αθήνας, αλλά οι άλλες πόλεις -εκτός την Θεσσαλονίκη που είναι πάντα λίγο μπροστά- είναι κάπως αυτοκτονία. Βέβαια, έχει σημασία πώς θα δομήσεις τον περίγυρό σου.
— Θα άλλαζε κάτι αν ζούσες στα Τρίκαλα; Όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας σου «ζουν» πλέον μέσα στο κινητό τους.
Ισχύει αυτό. Όμως, επειδή είμαι και λίγο μοναχοφοβικός, μου αρέσει άμα δεν με παίρνει ο ύπνος να ξέρω ότι μπορώ στις 4 το πρωί να κατέβω στο Σύνταγμα να δω πέντε ανθρώπους και να μου κάνει καλό αυτό, ενώ στον Βόλο που είναι η καταγωγή μου, με το που πάει τις καθημερινές 10 το βράδυ κλείνουν και τα περίπτερα και δεν μπορείς να πάρεις ούτε νεράκι.
Αυτό με φρικάρει, το να με βάζει για ύπνο η πόλη, γιατί αυτό είναι, σου λέει είσαι κουλός τώρα. Δεν την αλλάζω την Αθήνα με τίποτα, μου αρέσουν οι ρυθμοί της, κι ας μην είμαι στην κατηγορία των Αθηναίων που βγαίνουν το Σάββατο στις δύο το πρωί. Η πόλη είναι φιλική όμως, δεν σε βάζει για ύπνο.
— Κάνεις κάτι άλλο εκτός από το φανζίν και τη μουσική;
Έχω ολοκληρώσει ένα graphic novel που λέγεται «Εύθυμο πένθος». 60 σελίδες με 3 ιστορίες που ενώνονται κατά κάποιον τρόπο, αν το θελήσει ο αναγνώστης.
Η πρώτη ιστορία μιλάει για έναν έφηβο 13-14 χρονών, χωρίς όνομα, πατέρας δεν υπάρχει στο σπίτι, η μάνα δουλεύει πάρα πολλές ώρες, οπότε είναι σαν να μην υπάρχει, και το παιδί που είναι στην αυγή της ζωής του θέλει να ανακαλύψει τα πράγματα. Δεν είναι ακόμα απογοητευμένος, αλλά είναι υποψιασμένος για έναν επερχόμενο πεσιμισμό.
Κοιτάει, ανακαλύπτει, μιλάει με τους ντελιβεράδες. Επειδή δεν του μαγειρεύει κανείς παραγγέλνει κάθε μέρα ντελίβερι, κάτι που έκανα κι εγώ μικρός. Αν παραγγέλνεις συχνά φαγητό απ’ έξω παρατηρείς τους ντελιβεράδες που έρχονται κάθε φορά, και ειδικά αν έρχεται ο ίδιος παρατηρείς αν είναι στεναχωρημένος, αν έρχεται με βροχή, αν είναι νευριασμένος.
Αλλά εσύ δεν έχεις να φας, δεν είναι ότι τον καλείς να έρθει επειδή είσαι μαλακιστήρι. Τον βλέπεις ότι σε μισεί και δεν θέλεις να σε μισεί, γιατί απλά δεν έχεις τι άλλο να φας και είσαι 13 χρονών, κι αυτός νομίζει ότι απλά θες την μπεργκεράρα σου.
Υπάρχει ένας διάλογος μέσα στο κόμικ με τους ντελιβεράδες, γιατί έρχονται και φεύγουν και είναι οι μόνοι επισκέπτες του σπιτιού. Και η ιστορία τελειώνει με το παιδί να είναι απογοητευμένο από τη ζωή και στα γενέθλιά του εύχεται να γίνει κτίριο της πόλης ώστε να τα βλέπει όλα να περνάνε και να συμβαίνουν, αλλά χωρίς να νιώθει στεναχώρια. Και πραγματοποιείται η ευχή του και γίνεται μια πολυκατοικία.
Η δεύτερη ιστορία είναι η ιστορία του Φαέθονα (του γιου του Ήλιου) που είναι εργάτης σε μια μονάδα επεξεργασίας ξύλου. Η ζωή του είναι ξύλα που περνάνε από μπροστά του και το βράδυ απλώς πίνει για να κοιμηθεί, για να ξυπνήσει το άλλο πρωί και να πάει στο εργοστάσιο.
Δεν έχει φίλους, δεν έχει τίποτα, είναι απογοητευμένος από τη ζωή, γύρω στα 40 και ο μόνος του φίλος λέγεται Ύπνος -ένας παραλληλισμός για την κατάθλιψη- ο οποίος μπαίνει στα όνειρα των ανθρώπων και μετά του εξηγεί πόσο μικροί είμαστε, πόσο αστεία είναι η πολιτική και το σεξ.
Έχει μια θεϊκή υπόσταση, και βλέπει ότι ο Φαέθων είναι σε μια κατάσταση νεκρού ήδη. Οπότε, ουσιαστικά η ιστορία του Φαέθων είναι πώς θα μπορούσε να πάει λάθος η ιστορία του πρώτου αγοριού. Υπάρχουν Φαέθονες και Ήλιοι σε αυτή τη ζωή.
— Πολλή μαυρίλα, όλες οι καταβολές σου είναι αμερικάνικες;
Η αλήθεια είναι ότι για το πρώτο τεύχος οι καταβολές ήταν καθαρά από το εξωτερικό, αγγλικά και αμερικάνικα zines, κυρίως το Maximum Rock N Roll. Τώρα έχω και ελληνικά. Το Virago μ' αρέσει πολύ, το Winterview, που είναι το αγαπημένο μου, έχει μέσα πανκ και hardcore σκηνή, λίγη πολιτική, λίγο illustration, είναι πολύ ωραίο. Η Αγλαΐα που είναι το αγαπημένο της κοπέλας μου, με το σκοτεινό cult, πράγματα που βγάζουν οι Εκδόσεις του Κάμπου.
Όλα έχουν κοινό σημείο: σατιρίζουν το ελληνικό morbid στοιχείο, το ελληνικό cult, το οποίο τελικά βγάζει δόντια γιατί σε περιτριγυρίζει τόσο πολύ το στρατιωτάκι-τσολιάς και η Ακρόπολη, που τελικά γίνεται τρομακτικό.
Η Μενεγάκη γίνεται creepy στο τέλος, που θα έχεις πεθάνει και θα είναι ακόμα εκεί να λέει τα ίδια στην τηλεόραση. Ευτυχώς που υπάρχει και η κρατική, γιατί έχει κάποια ντοκιμαντέρ για ζώα, για ταξίδια, για φαγητά.
— Με το φαΐ πώς τα πας; Έμαθες να μαγειρεύεις;
Σούπερ. Μου αρέσει να τρώω, μου αρέσουν οι μπίρες, μου αρέσουν τα μπέργκερ. Ξέρω να φτιάχνω μόνο ένα είδος μακαρονιών και φέτος έμαθα να φτιάχνω και pancakes για πρωινό. Και πάω και παίρνω maple syrup και γίνεται χαμός.
Μου αρέσει πολύ να τρώω, περισσότερο απ' το να μαγειρεύω. Ή να μαγειρεύω για πλάκα, συνεργατικά με την κοπέλα μου, και αν δεν βγει η συνταγή, να γελάμε.
Μου αρέσει σαν activity, η διαδικασία του αστείου. Έχω κι έναν αγαπημένο τύπο, τον Matty Matheson, που παρακολουθώ τις εκπομπές του. Είναι ο αγαπημένος μου τύπος όλων των εποχών και αισθητική συμβολική μου αναφορά. Πλην του όλου cult με το φαΐ, τα παχυντικά και τα ταξίδια, έχει μια τρομερά σφαιρική άποψη της πραγματικότητας και το πώς διαχειρίζεται την περσόνα του. Είναι ένας ευφυής άνθρωπος.
Info:
Περισσότερες πληροφορίες εδώ.