Michael Eric Dyson
Know what I mean?
Reflections on Hip-Hop
Πρόλογος του JAY-Z - Εκδόσεις Basic Books, 2007
lundimatin#358
7 Νοεμβρίου 2022
'Ενα μικρό απόσπασμα του βιβλίου από τη γαλλική του μετάφραση:
Για αρκετούς παλαιότερους - και για ορισμένους νέους επίσης - οι καλλιτέχνες του χιπ-χοπ δεν είναι παρά σύγχρονοι jiggaboos [υποτιμητικός όρος από το Νότο των ΗΠΑ για τα μαύρα άτομα -σ.σ.] που παίζουν με τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις της μαύρης λαϊκής κουλτούρας. Η τέχνη τους υποτίθεται πως είναι μια παθολογική έκφραση της εσωτερίκευσης από τους μαύρους της ιδεολογίας της λευκής υπεροχής. Φυσικά, οι καλλιτέχνες που έχουν εμμονή με την αγία τριάδα της σύγχρονης ραπ - υποταγμένες γυναίκες, αλκοόλ και χρυσές καδένες- δεν είναι εύκολο να αποδείξουν το αντίθετο. Αλλά στο μυαλό των μεγαλύτερων, οι ράπερ δεν έχουν τίποτα το αυθεντικό και αποτελούν απλώς μια αντανάκλαση των αρνητικών κλισέ που η κυρίαρχη κουλτούρα έχει κολλήσει στον μαύρο πληθυσμό. Τελικά, όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί- το underground ενάντια στο εμπορικό, οι αστοί ενάντια στους φτωχούς και οι γέροι ενάντια στους νέους- αφορούν ένα και μόνο πράγμα, έναν μόνιμο προβληματισμό σχετικά με το τι θεωρείται πραγματικά μαύρο, τι είναι καλύτερο για το μαύρο χρώμα μας και ποια είναι η πιο αυθεντική μορφή της μαύρης ταυτότητας.
Meta DuEwa Jones: Χρησιμοποιείς συχνά τους όρους "αφροκρατία" και "γκετοκρατία" για να ορίσεις τις ταξικές διαφοροποιήσεις. Μπορείς να μας εξηγήσεις πώς λειτουργούν οι ταξικές ιδιότητες του χιπ-χοπ, πώς γίνονται αντιληπτές και ποια είναι η πραγματικότητά τους;
Michael Eric Dyson: Πέρα από την πραγματικότητα της πάλης των τάξεων, η εξύμνηση του γκέτο βασίζεται στη συμβολική αναπαράσταση των κοινωνικά και οικονομικά ευάλωτων. Στο χιπ-χοπ, ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό πρωτόκολλο αποτίει φόρο τιμής στο γκέτο. Αυτό θυμίζει εξάλλου μια άλλη πολιτική αυθεντικότητας που λέει: "Αχά! Αυτοί οι τύποι προσποιούνται κανονικά, στην πραγματικότητα είναι αστοί. Είναι νέγροι από τα προάστια της Νέας Υόρκης, το Λονγκ Άιλαντ ή άλλες περιοχές της μεσαίας τάξης. Είναι μορφωμένοι και δεν προέρχονται πραγματικά από μια λαϊκή συνοικία".
Λες και κάποιος που προέρχεται από τη μεσαία τάξη δεν μπορεί να καταλάβει πώς μπορούν να σου επιβληθούν κοινωνικές συνθήκες. Μια τέτοια τόσο στενή θεώρηση υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει καμία κληρονομιά ή μετάδοση της ιστορίας του γκέτο προς τα έξω, ότι οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να καταλάβουν αυτό που τους άφησαν άλλοι. Ο γκετοκεντρικός ορισμός της αυθεντικότητας υποστηρίζει ότι δεν μπορείς να γράψεις και να τραγουδήσεις για κάτι που δεν έχεις βιώσει.
Κι όμως, αυτό είναι το χρακτηριστικό της τέχνης και των καλλιτεχνών: μπορούν να κατοικούν μέσα σε χώρους, ιδέες και κοσμοθεωρίες που δεν έχουν ποτέ αγγίξει ή δοκιμάσει. Ο σκοπός της καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν είναι απαραίτητα να ζήσει κανείς την εμπειρία στην οποία αναφέρεται. Το παλιό γκόσπελ θα μπορούσε να υποδηλώνει το αντίθετο, όταν διακηρύσσει: "I want to live the life I sing in my song", (Θέλω να ζήσω τη ζωή που τραγουδάω με το τραγούδι μου"). Αλλά στην πραγματικότητα εκφράζει ένα πολύ διαφορετικό μήνυμα από αυτό των θεματοφυλάκων και διαιτητών της αυθεντικότητας. Το γκόσπελ λέει ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι με τρόπο που δεν έρχεται σε αντίθεση με τα ιδανικά που υποστηρίζεις και που τραγουδάς. Ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα είναι ακέραιο, επειδή η ίδια η ζωή σου διαπνέεται από ακεραιότητα. Η απαίτηση της πραγματικότητας που επιβάλλεται στους ράπερ δεν εφαρμόζεται ποτέ στους άλλους καλλιτέχνες της ποπ κουλτούρας.
Ποιος κάνει αυτή την ερώτηση στη Μαντόνα, για παράδειγμα; Η καλλιτέχνιδα αυτή έχει περάσει από τουλάχιστον εννέα διαφορετικές φάσεις: πρώτα ήταν παρθένα, μετά υλίστρια, κι έπειτα μετα-θρησκευτική περιπλανώμενη, οικουμενίστρια, πριν ενσαρκώσει μια πανσεξουαλική πόρνη. Τώρα παρουσιάζεται ως λόγια που μελετά την Καμπάλα. Σε όλες αυτές τις φάσεις και από την αρχή, έγραφε επιτυχίες και πουλούσε δίσκους. Με τον ίδιο τρόπο, ποιος αναρωτιέται από που προέρχεται ο Φρανκ Σινάτρα; Έχει αποκτήσει την τεράστια συμπάθεια του κοινού λόγω των υποτιθέμενων διασυνδέσεών του με τη μαφία. Το αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι δεν έχει ουσιαστικά καμία σημασία, επειδή η δύναμη αυτού του συμβολικού δεσίματος έχει σφυρηλατήσει στο μυαλό πολλών έναν υλικό δεσμό μεταξύ του ίδιου και της μαφίας.
Νομίζω ότι η ίδια διαδικασία λειτουργεί και στο χιπ-χοπ και λειτουργεί μάλιστα και με τον ίδιο τρόπο. Η μεταφυσική ρίζα του χιπ-χοπ είναι συνδεδεμένη με το γκέτο. Το αν πολλοί από τους καλλιτέχνες μεγάλωσαν και έζησαν εκεί ή όχι είναι τελικά χωρίς σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι αν είστε σε θέση να εξετάσετε τις δυνατότητες, τις θέσεις, τις διαθέσεις, τα συναισθήματα και την ηθική που δημιουργεί το συγκεκριμένο περιβάλλον. Αν είστε ικανοί να αντλήσετε απ' αυτόν τον πολιτισμό και να κατανοήσετε τι σημαίνει - αν καταφέρνετε να αποτυπώσετε τις ιστορίες και τους ιδρυτικούς μύθους του στην τέχνη σας - τότε αυτό είναι κάτι παραπάνω από αρκετό.
Κατά κάποιον τρόπο, οι συζητήσεις γύρω από την αυθεντικότητα του χιπ-χοπ δείχνουν τη δύναμή του να αφηγείται μια ιστορία, να επιβάλλει μια συγκεκριμένη μορφή τέχνης μέσα από το αφήγημα της προέλευσής της. Η μεγάλη ειρωνεία σε όλα αυτά είναι ότι οι κριτικοί και οι δημοσιογράφοι που ξεκίνησαν να ασχολούνται με το χιπ-χοπ πήραν τοις μετρητοίς την ιστορία που αφηγείται χωρίς ποτέ να την αμφισβητήσουν. Υιοθέτησαν πολύ μικρή κριτική απόσταση από τη μυθολογία που ανέπτυσσε το χιπ-χοπ. Έτσι, η αυτοπεριγραφή αυτής της κουλτούρας υπερίσχυε κάθε "αντικειμενικής" εξέτασης της μορφής της. Για να το θέσω αλλιώς, η ιδέα ότι αν δεν είσαι φτωχός και μαύρος δεν είσαι αυθεντικός δημιουργήθηκε κι αυτή από ανθρώπους που ζούσαν εκτός του γκέτο. Και οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που ζουν στο γκέτο θέλουν απλώς να την κοπανήσουν από εκεί το συντομότερο δυνατό. Δεν τους ενδιαφέρει να το μυθοποιήσουν ή να το δουν ρομαντικά. Τελικά, δεν είναι τόσο το γκέτο με το οποίο είναι δεμένοι που προσφέρεται για μία ρομαντική αναπόληση, και ούτε και η υλική και φυσική γεωγραφία του. Αυτό που αναπτύσσεται μέσα στο γκέτο και μέσω αυτού είναι μια ορισμένη πνευματική προσήλωση, οι ιδιαίτερες μορφές οικειότητας και κοινωνικότητας που γεννά και ο δεσμός που δημιουργεί μεταξύ εκείνων που υποφέρουν και αγωνίζονται να ξεφύγουν από τις συνθήκες ζωής που τους επιβάλλονται.
Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, το γκέτο λειτουργεί σαν μια πνευματική οργανωτική αρχή της έκφρασης. Η λογική του γκέτο - ή τουλάχιστον η λογική της νομιμοποίησης του γκέτο στην αφήγηση του χιπ-χοπ - εξαρτάται από την κατανόηση των πολύπλοκων και αντιφατικών συμφερόντων εκείνων που ζουν σε αυτό. Πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να υπερασπιστούν τα δαιμονοποιημένα άτομα που προέρχονται από το γκέτο, και που την ίδια στιγμή προτιμούν να μην έχουν και πολλή σχέση. Νομίζω όμως ότι αυτού του είδους η προσέγγιση δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στις συζητήσεις γύρω από το χιπ-χοπ, επειδή η πνευματική αξία που αποδίδεται στους καλλιτέχνες του είναι ελάχιστη σε σύγκριση με άλλα πολιτιστικά πεδία. Κανείς δεν πιστεύει ότι ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, ο Μπρους Γουίλις ή ο Σιλβέστερ Σταλόνε συμπεριφέρονται στην καθημερινή τους ζωή όπως στην οθόνη.
Βέβαια, δεν ενσωματώνονται σε μια κουλτούρα που υπερηφανεύεται ότι εκφράζει μια πραγματικότητα, σε αντίθεση με κάποιους ράπερ που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τη διαφορά μεταξύ αυτού που τραγουδούν στα τραγούδια τους και αυτού που κάνουν στο σπίτι τους. Αναγνωρίζω και λαμβάνω υπόψη αυτή τη σημαντική διαφορά. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι η λαμπρή διανοητική ενέργεια και η φαντασία που τροφοδοτεί το χιπ-χοπ στα καλύτερά του, η οποία μπορεί να δημιουργήσει μια μυθολογία αυθεντικότητας με ρίζες στο γκέτο, αγνοείται σε μεγάλο βαθμό. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι σε κάθε είδους πολιτιστική και καλλιτεχνική έκφραση, ο ρεαλισμός είναι πάντα μια δύσκολη άσκηση.
Αν πάρουμε το παράδειγμα του κινηματογράφου, ο ρεαλισμός δεν δημιουργείται με το να φέρνεις μια κάμερα στο γκέτο, να την αφήνεις να καταγράφει και μετά να ονομάσεις το αποτέλεσμα ταινία. Ο ρεαλισμός εξαρτάται από τη μυθοποιητική, δηλαδή τη δημιουργία μύθων. Ο ρεαλισμός εξαρτάται από το τέχνασμα και τη μυθοπλασία για να δημιουργήσει μια αφηγηματική δυναμική. Οι καλλιτέχνες του χιπ-χοπ το κατάλαβαν αυτό από την αρχή. Έπαιξαν με την πολιτική της αυθεντικότητας, την ίδια ώρα που απομακρύνονταν από αυτήν και την αμφισβητούσαν. Φυσικά, κάποιοι αντιμετωπίζουν την αυθεντικότητα κυριολεκτικά και καταλήγουμε να συζητάμε για το αν ο τάδε ράπερ είναι τόσο μεγάλος γκάνγκστερ όσο ισχυρίζεται ότι είναι στα τραγούδια του. Αλλά θυμηθείτε, ο Μάλκολμ Χ επικρίθηκε επειδή στο βιογραφικό του τόνισε ότι υπήρξε κακοποιητικό στοιχείο για να δώσει έμφαση στην ηθική απόσταση που έπρεπε να διανύσει για να γίνει ένας πνευματικός και θεοσεβής άνθρωπος. Λειτουργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο στο χιπ-χοπ.
Τελικά, όπως ο Τούπακ το κατάλαβε και ο Μισέλ Φουκώ το θεωρητικοποίησε, η ίδια η ζωή μπορεί να θεωρηθεί ως έργο τέχνης. Η αυθεντικότητα, επομένως, δεν έχει να κάνει τόσο με το να συσχετίζει κανείς το έργο του με τον εαυτό του, όσο με το να συσχετίζει τη ζωή του με μια δημιουργική δραστηριότητα. Πρέπει ένα αυθεντικό μοντέλο της πραγματικότητας να επηρεάζει την τέχνη και το αντίστροφο; Μπορεί η ζωή να επηρεαστεί από τα πρωτόκολλα κι από όσα μηχανεύεται η τέχνη; Μπορεί η τέχνη να αποτελέσει πηγή ηθικής ενέργειας που να στρέφεται προς εκείνους που επιδίδονται σε αυτοανάλυση; Γιατί όχι; Νομίζω ότι το να βλέπεις τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο είναι μια έκφραση της πολιτικής και πολιτιστικής εφευρετικότητας του χιπ-χοπ.
Τι κάνουν οι μεγάλοι καλλιτέχνες; Παρατηρούν και εκφράζονται. Δεν χρειάζεται να ζουν αυτά που διηγούνται, αλλά μπορούν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι τα έχουν ζήσει. Το ίδιο ισχύει και για τις πολιτικές της αυθεντικότητας. Στο χιπ-χοπ, η εξύμνηση του γκέτο είναι τις περισσότερες φορές ένα μεταφυσικό αίτημα που καταγγέλλει την αποτυχία της κοινωνίας να αναγνωρίσει την πλήρη ανθρωπιά αυτών που ζουν εκεί. Είναι η ίδια έλλειψη αναγνώρισης που εμποδίζει την κυρίαρχη κουλτούρα να εκτιμήσει την πνευματική ευρηματικότητα των καλλιτεχνών του χιπ χοπ που δημιουργούν αφηγήσεις οι οποίες καταφέρνουν να προκαλέσουν μια συζήτηση σχετικά με την αλήθεια ή όχι των όσων λένε. Αυτή η διάσταση πρέπει να πιστωθεί στην εφευρετικότητα του χιπ-χοπ.
Ο Michael Eric Dyson (γεννημένος στις 23 Οκτωβρίου 1958) είναι Αμερικανός πανεπιστημιακός καθηγητής, συγγραφέας, ιερέας και ραδιοφωνικός παρουσιαστής. Είναι καθηγητής στο Κολέγιο Τεχνών και Επιστημών και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Vanderbilt. Περιγράφεται από τον Michael A. Fletcher ως "ένας διδάκτωρ του Πρίνστον και ένα παιδί του δρόμου που φροντίζει να μην τα διαχωρίζει ποτέ αυτά τα δύο". Ο Dyson έχει συγγράψει ή επιμεληθεί περισσότερα από είκοσι βιβλία που ασχολούνται με θέματα σχετικά με τους Malcolm X, Martin Luther King Jr, Marvin Gaye, Barack Obama, Bill Cosby, Tupac Shakur και ...τον τυφώνα Κατρίνα.
Η Meta DuEwa Jones είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Αγγλικών και Αφρικανικών Σπουδών και συνεργάτης του Κέντρου Σπουδών για τις Γυναίκες και το Φύλο, καθώς και του Κέντρου Αφρικανικών και Αφροαμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Όστιν.