— Γιατί έχουμε τόσα λίγα out ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα σε αυτό που ονομάζουμε showbiz στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή;
Πιστεύω ότι η showbiz περιλαμβάνει πολλά πράγματα: τραγουδιστές, ηθοποιούς, μοντέλα. Κάθε χώρος είναι και διαφορετικά ανεκτικός. Οι ηθοποιοί και οι τραγουδιστές, επειδή έχουν κοινό που τους ακολουθεί, σαν τους πολιτικούς, φοβούνται πως αν κάνουν coming out, δεν θα τους ακολουθεί πια το κοινό που τους αγαπούσε, θα περιοριστεί το «fan club» τους. Έχει να κάνει, δηλαδή, με το target group στο οποίο απευθύνονται.
Από την άλλη, ένας ηθοποιός πολλές φορές αισθάνεται ότι δεν θα πείσει σε έναν ρόλο που μπορεί να του ταιριάζει, αν έχει κάνει coming out. Όμως αυτό έχει αποδειχτεί ότι δεν ισχύει.
Για παράδειγμα, ο Απόστολος Γκλέτσος έχει κάνει coming out ως bisexual, πράγμα που δεν τον επηρέασε ούτε ως ηθοποιό ούτε ως δήμαρχο. Βέβαια, προσπαθεί περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε να φανεί «σκληρός».
Κι εγώ προσωπικά, όταν πρωτοβγήκα ως ηθοποιός και πήγαινα στα castings, αποτύγχανα σε όλα γιατί προσπαθούσα να μιμηθώ ένα στερεότυπο που μου ήταν πολύ δύσκολο. Από τη στιγμή που έκανα το προσωπικό μου coming out και απελευθερώθηκα στα μέσα όπου μπορούσα να εκφραστώ, δεν φοβόμουν να ακούσω τη φωνή μου, να ανέβω σε υψηλές νότες. Ακόμα και τα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης, η απότομη άνοδος έγινε γιατί ήμουν αυτός που ήμουν. Δεν προσποιήθηκα, δεν αισθάνθηκα ότι έπρεπε να προσποιηθώ ότι είμαι κάποιος άλλος. Έκανα όμως ζωντανές εκπομπές.
Ως ηθοποιό σίγουρα θα με προβλημάτιζε, αν υποδυόμουν έναν macho ρόλο. Όμως φτάνουμε στο τώρα, που παίζω σε σειρά (σ.σ. στο «Χαιρέτα μου τον Πλάτανο» της ΕΡΤ) και υποδύομαι έναν μαφιόζο οικογενειάρχη που την πέφτει σε όλες τις γυναίκες, και δεν έχω κανένα πρόβλημα. Έχει να κάνει με το ότι αισθάνομαι άνετα με τον ρόλο. Για μένα, λοιπόν, το coming out είναι πάντα θέμα προσωπικό.
Αυτό που έχασα, ουσιαστικά, ήταν προτάσεις. Και στο διαφημιστικό κομμάτι, στο να εμπιστευτούν σ’ εμένα ένα προϊόν, και επειδή άρχισαν να θεωρούν ότι «ο Φώτης δεν είναι τόσο διασκεδαστικός όσο παλιά», γιατί πλέον μιλούσα σοβαρά, όταν με καλούσαν να πω ορισμένα πράγματα.
— Τι κέρδισες και τι έχασες από το δημόσιο δικό σου coming out;
Την εμπιστοσύνη του κόσμου, ότι από μένα δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα, γιατί εγώ δεν φοβάμαι. Δεν ήμουν και κανένας opinion maker, ζωντανές εκπομπές έκανα, όμως είτε τις έκανα με χιούμορ είτε έλεγα κάτι σοβαρό, με πίστευαν, δεν θεωρούσαν ότι από πίσω μου κρύβεται κάτι.
Κέρδισα την αγάπη του κόσμου, το ότι «ο Φώτης είναι ένας άνθρωπος που θα ήθελα να έχω δίπλα μου ως φίλο». Όλοι αναζητούμε μια έντιμη σχέση με τους φίλους μας.
Αυτό που έχασα, ουσιαστικά, ήταν προτάσεις. Και στο διαφημιστικό κομμάτι, στο να εμπιστευτούν σ’ εμένα ένα προϊόν, και επειδή άρχισαν να θεωρούν ότι «ο Φώτης δεν είναι τόσο διασκεδαστικός όσο παλιά», γιατί πλέον μιλούσα σοβαρά, όταν με καλούσαν να πω ορισμένα πράγματα. Η άποψή μου πλέον είχε να κάνει και με τα δικαιώματά μου, με το δικαίωμά μου να έχω παιδί, να είναι ισότιμο με τα άλλα παιδιά, να μπορώ να αγωνιστώ για κάτι.
Ως τότε ήμουν «του ελαφρού» και στην τηλεόραση η ψυχαγωγία ήταν εντελώς διαχωρισμένη από την ειδησεογραφία. Στα κανάλια ήταν άλλος ο διευθυντής του ψυχαγωγικού προγράμματος και άλλος του ενημερωτικού. Τώρα υπάρχει διευθυντής προγράμματος. Στην πραγματικότητα δεν νιώθω ότι έχασα. Το προσωπικό κέρδος ήταν μεγάλο, όπως και το επαγγελματικό, η καταξίωση σε ανθρώπινο επίπεδο.
— Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζεις στην Αθήνα στο κομμάτι του επιχειρείν ως ανοιχτά γκέι επιχειρηματίας;
Έκανα επιχείρηση το 2012. Ήδη είχα κάνει coming out το ’11. Στην αρχή δεν ήθελα να βάλω ταμπέλα και ουσιαστικά δεν έχω ούτε τώρα. Έχω ένα γκέι κλαμπ, το Shamone, αυτό είναι μια ταμπέλα, ένα «φως», ένας ασφαλής χώρος. Είμαι όμως ένα πρόσωπο αποδεκτό απ’ όλο τον κόσμο, όλος ο κόσμος ήρθε, και συνεχίζει να έρχεται.
Αισθάνομαι υπερήφανος για το Shamone, επειδή εκεί μέσα όλοι νιώθουν ασφαλείς. Και νιώθουν ασφαλείς επειδή δεν τους χρησιμοποίησα. Ούτε χρησιμοποίησα τα celebrities που έρχονται, τι κάνουν, τι λένε, δεν κυκλοφόρησε ποτέ η εικόνα τους έξω.
Από την άλλη, το ίδιο το κοινό έδωσε την ταυτότητα στο Shamone, που ξεκίνησε ως bar restaurant και εξελίχθηκε σε κλαμπ. Δεν το επέβαλα εγώ, ακολούθησα τον κόσμο. Φυσικά, έχασα ένα straight κοινό που δεν άντεχε το άνετο στυλ.
Σε ένα κλαμπ ή σε ένα μπαρ θες να φλερτάρεις, φλερτάρουν όλοι. Δοκιμάστηκα σκληρά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στις αρχές να έρχεται ζευγάρι ανδρών και να φιλιέται πολύ έντονα, ολοφάνερα, στο φως, περιμένοντας ίσως να πάω να τους σταματήσω. Δεν το έκανα. Δεν ήθελα να τους ενοχλήσει κανείς. Πέρασα τις εξετάσεις.
Το εστιατόριό μου στην Κηφισιά, το Artisanal, επίσης ακολούθησε το κοινό που του έδωσε τη στόφα γι’ αυτό που είναι σήμερα.
Δεν είχα, λοιπόν, ποτέ πρόβλημα με το πού απευθύνομαι. Ήξερα από την τηλεόραση πώς να απευθύνομαι παντού, πώς να είμαι «λαϊκός».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.