«Όταν με γνώρισε ο Αλέξης Δαμιανός, έμενα στη Νέα Ερυθραία. Ήμουν 21 ετών. Ήταν κάτι μήνες που είχα απολυθεί από τον στρατό. Είχα υπηρετήσει μόνο έναν χρόνο, ως προστάτης, γιατί ο πατέρας μου είχε πεθάνει πριν από κάτι χρόνια. Την πρώτη φορά που με είδε ο Αλέξης ήταν σε έναν καβγά στον οποίο είχα εμπλακεί, αλλά εγώ ούτε τον είχα δει ούτε τον γνώριζα.
Χρειαζόμουν χρήματα και είχα αρχίσει να δουλεύω σε οικοδομή μέχρι να ξεκινήσω τη δουλειά που πάντα ήθελα, τη θάλασσα και τα καράβια. Έπρεπε να πάω να πάρω τα χρήματα της εφεδρείας που δεν ήταν και λίγα, περίπου 14.000 δρχ. Ήταν η τελευταία μέρα, αλλιώς θα τα έχανα. Ο εργολάβος στράβωσε γιατί η δουλειά του θα έμενε πίσω και του υποσχέθηκα ότι θα έστελνα κάποιον άλλο την ημέρα της απουσίας μου. Πήγα σ’ ένα καφενείο, εκεί στην Ερυθραία όπου σύχναζαν άνθρωποι της δουλειάς, βρήκα κάποιον και τον ρώτησα αν μπορούσε να με αναπληρώσει την επομένη κι εγώ θα του έδινα διπλό το μεροκάματο. Συμφώνησε.
Τη μεθεπομένη που ξαναπήγα στη δουλειά ο εργολάβος θεώρησε ότι τον είχα κοροϊδέψει για την αντικατάστασή μου, και μάλιστα με είπε “αλήτη”. Είναι η λέξη που η πάστα μου δεν τη σηκώνει με τίποτα, αλλά μεγάλος άνθρωπος ήταν, τι να του κάνεις, να τον βρίσεις, να τον χτυπήσεις; Έτσι μπουρλότο που ήμουν πήγα πάλι στο καφενείο μήπως ήταν εκεί ο άλλος. Πράγματι, ήταν μέσα κι έπαιζε χαρτιά. Τον πλησιάζω και του λέω: “Αφού δεν ήθελες να πας, γιατί με εξέθεσες;”. Εκείνος μου απαντάει με όλη εκείνη τη μαγκιά που σιχαίνομαι, και είναι σαν κόκκινο πανί για μένα, και για δεύτερη φορά ακούω τη λέξη “αλήτης”. Τον σβέρκωσα, τον τράβηξα έξω από το καφενείο και του έδωσα το πρώτο γερό χαστούκι. Είχα χάσει τον έλεγχο και δεν ξέρω κι εγώ πώς θα αντιδρούσα στη συνέχεια. Όμως τριγύρω υπήρχε κόσμος που τον γνώριζε, μαζεύτηκαν όλοι οι ψευτονταήδες. Πρώτος και καλύτερος ένα θηρίο, και γύρω του καμιά 30ριά άτομα εναντίον μου.
Είδα τότε ένα μηχανάκι εκεί και τους είπα “μην τολμήσετε να πλησιάσετε, γιατί θα σας χτυπήσω με τη μηχανή”. Άρχισαν να με πλησιάζουν, σήκωσα τη μηχανή, τους την πέταξα κι έτσι έφυγαν. Δεν ήξερα, βέβαια ότι κάπου εκεί, πηγαίνοντας σπίτι του με το αυτοκίνητο, είχε σταματήσει ο Αλέξης και είχε παρακολουθήσει όλο αυτό το σκηνικό.
Η Μαρία ήταν ένα γελαστό παιδί, μέσα στη ζωντάνια, με μεσογειακό ταπεραμέντο κι εμφάνιση αλλά και με συνήθειες αγγλικές. Ένα περίεργο κράμα, που της έδινε γοητεία.
Με πλησίασε και με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να παίξω στον κινηματογράφο, αλλά ήμουν διστακτικός. “Μα, δεν είμαι ηθοποιός”, του είπα κι εκείνος απάντησε, “θα σε κάνω εγώ”. Μέχρι να αποφασίσει για τον ρόλο του λοχία είχε δει αρκετούς, αναγνωρισμένους στον χώρο του κινηματογράφου, όπως και άτομα που δεν είχαν σχέση με τον χώρο, όπως εγώ. Του πήρε λίγο χρόνο να αποφασίσει για τον ρόλο και κάποια στιγμή άρχισε να μου στέλνει μηνύματα να συναντηθούμε. Προφανώς, είχε πλέον αποφασίσει.
Τότε, όμως, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, μέχρι που ήρθε και με βρήκε ο ίδιος στη δουλειά μου και μου είπε να ξεκινήσουμε. Η δυσκολία στην επιλογή του λοχία ίσως ήταν η ηλικία. Εγώ ήμουν πολύ πιο κοντά ηλικιακά στον ρόλο. Σε μία από τις τελευταίες μας συζητήσεις, η Άρτεμις Καπασακάλη, η γυναίκα του, μου είπε ότι αν ταίριαζε ηλικιακά τότε, ο Αλέξης θα έκανε ο ίδιος τον ρόλο.
Συναντηθήκαμε σπίτι του. Τότε γνώρισα την οικογένειά του και μου είπε για τον ρόλο που με ήθελε. Διάβασε αρκετά αποσπάσματα από το σενάριο και μου εξήγησε πώς είχε στο μυαλό του αυτή την ταινία. Το σενάριο ήταν αυτό που έλεγε ο Χρήστος Ζορμπάς, μια αγιογραφία που δεν σου άφηνε περιθώρια παρερμηνείας για την ποιότητά του κι αυτά τα χαρακτηριστικά που κάνουν κάτι ξεχωριστό.
Η επιλογή για τον ρόλο της Ευδοκίας τον δυσκόλεψε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, σε σημείο που απογοητευόταν ότι δεν θα έβρισκε αυτό που ήθελε – του πήρε μήνες. Είχαν περάσει πάρα πολλές Ευδοκίες από ακρόαση, μέχρι που η Άρτεμις γνώρισε τη Μαρία στην Αγγλία και την έφερε μαζί της. Εγώ ήδη έμενα στο σπίτι τους, γιατί αυτό ήταν μέσα στους όρους του, το ίδιο και η Μαρία αργότερα, την οποία συνάντησα αμέσως μόλις ήρθε με την Άρτεμη σπίτι. Στην κυριολεξία ήμασταν πλέον σαν εσώκλειστοι σε μια σχολή. Η Μαρία ήταν ένα γελαστό παιδί, μέσα στη ζωντάνια, με μεσογειακό ταπεραμέντο κι εμφάνιση αλλά και με συνήθειες αγγλικές. Ένα περίεργο κράμα, που της έδινε γοητεία.
Οι προφορικές πρόβες κράτησαν έξι μήνες κι άλλους έξι οι πρόβες με κίνηση. Δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω τη βοήθεια του Νίκου Ζερβού στις προφορικές πρόβες και στην έκφραση. Πέρασα μαζί του αμέτρητες ώρες. Ήταν δεύτερος βοηθός σκηνοθέτη, πρώτος ήταν ο Λάκης Παπαστάθης. Ο Νίκος, για τον οποίο ήταν η πρώτη επαφή με τη σκηνοθεσία, αποδείχθηκε ακούραστος και υπομονετικός μαζί μου. Τις πρόβες κίνησης τις ανέλαβε αποκλειστικά ο Αλέξης. Με ποια λογική μού δίδαξε τον ρόλο κι αν ήταν αυτό που οραματιζόταν από τον σωματότυπό μου, δεν το ξέρω.
Η σκηνή του ζεϊμπέκικου γυρίστηκε σε ένα ταβερνάκι στην Κάτω Κηφισιά, στα παλιά σφαγεία, όπως λεγόταν τότε η περιοχή. Ο Μάνος Λοΐζος όχι μόνο δεν ήταν παρών στο ταβερνάκι αλλά ούτε καν ως γνωριμία με τον Αλέξη δεν υπήρχε ακόμα. Το ζεϊμπέκικο που χόρεψα ήταν του Βαμβακάρη, η «Άτακτη». Μέχρι τότε όλη η ταινία ήταν ακόμα γυμνή από μουσική. Το γνωστό ζεϊμπέκικο το πρωτάκουσα όταν πήγα και την είδα στον κινηματογράφο.
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη σκηνή που γυρίστηκε. Η σκηνή του ζεϊμπέκικου, πάντως, γυρίστηκε σε ένα ταβερνάκι στην Κάτω Κηφισιά, στα παλιά σφαγεία, όπως λεγόταν τότε η περιοχή. Ο Μάνος Λοΐζος όχι μόνο δεν ήταν παρών στο ταβερνάκι αλλά ούτε καν ως γνωριμία με τον Αλέξη δεν υπήρχε ακόμα. Το ζεϊμπέκικο που χόρεψα ήταν του Βαμβακάρη, η «Άτακτη». Μέχρι τότε όλη η ταινία ήταν ακόμα γυμνή από μουσική.
Το γνωστό ζεϊμπέκικο το πρωτάκουσα όταν πήγα και την είδα στον κινηματογράφο. Μετά τις λέξεις στο φλιτζάνι «η κορόνα κι ο σταυρός, φυλάξου από τον σταυρό», είδα τη σκιά του σταυρού του λοχία στο πάτωμα κι έκανε εκείνο το μπάσιμο η μουσική και ξαφνιάστηκα, σχεδόν αναπήδησα από το κάθισμά μου. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι ανατρίχιασα με μια παράξενη αίσθηση συγκίνησης. Ήχησε στ’ αυτιά μου ένα από τα ωραιότερα ακούσματα.
Αυτός ο ήχος, αυτή η μουσική, με έκαναν να σκεφτώ ότι αν ήταν από την αρχή στα γυρίσματα, το ζεϊμπέκικο θα ήταν διαφορετικό. Ένιωσα ότι έδωσα λίγα, αν και αυτό ήταν το πρώτο της ζωής μου. Θυμάμαι, όταν με ρώτησε ο Αλέξης, “ξέρεις ζεϊμπέκικο, έχεις χορέψει ποτέ;”, του είχα πει “όχι, αλλά θα προσπαθήσω”. Δεν φανταζόμουν τότε ότι αυτό το ζεϊμπέκικο θα το έντυνε ένας μουσικός ύμνος.
Στην ταινία δεν υπήρχαν ερωτικές σκηνές μεταξύ της Ευδοκίας και του λοχία. Ναι μεν δείχνει το ζευγάρι γυμνό, που ξυπνάει έπειτα από μια νύχτα γάμου, αλλά δεν υπάρχει ερωτική σκηνή. Παρ’ όλα αυτά, βρήκα μεγάλη δυσκολία. Δεν θα το έλεγα αμηχανία και δεν ήταν θέμα εμπιστοσύνης προς τον Αλέξη ή τους συνεργάτες. Η Άρτεμις ήταν το πρόβλημα, που πάντα ήταν παρούσα στα γυρίσματα και φυσικά και στο γύρισμα εκείνης της μέρας.
Τους είπα ξεκάθαρα: “Ούτε να το σκέφτεστε, τέλος, δεν γίνεται”. Η Άρτεμις, βέβαια, μου είπε: “Γιώργο μου, δεν θα σε βλέπω”. Ήταν σαν να μου έλεγε κάποιος να ξεγυμνωθώ μπροστά στην αδελφή μου, στη μητέρα μου. Μάλιστα, τα παιδιά του συνεργείου μού είπαν: “Έλα, ρε Γιώργο, θα γδυθούμε κι εμείς όλοι. Τη Μαρία δεν τη νοιάζει». Τους απαντούσα: “Βρε, δεν πάτε καλά, νομίζετε ότι έχω όρεξη να σας βλέπω όλους γυμνούς εδώ μέσα”. Η άρνησή μου ήταν κατηγορηματική κι έτσι η Άρτεμις βγήκε έξω σε αυτό το γύρισμα. Δεν θα το έλεγα όμως αμηχανία, ούτε θέμα ηθικής ή ντροπής. Ίσως σεβασμό και βαθιά εκτίμηση προς τη γυναίκα που έμενα σπίτι της.
Είχαν έρθει στο σπίτι του Αλέξη δύο υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, ένας ταξίαρχος κι ένας υποστράτηγος αν θυμάμαι καλά, για να δοθεί η άδεια για τα γυρίσματα στα στρατόπεδα. Το ένα στρατόπεδο ήταν στο Χαϊδάρι, όπου έγιναν και τα περισσότερα γυρίσματα, και το άλλο στην Αγία Παρασκευή, που δεν υπάρχει πια, ένα στρατόπεδο πεζοναυτών, αν και δεν θυμάμαι ποια ακριβώς γυρίσματα έγιναν εκεί.
Παρακολούθησαν τη σκηνή της ταβέρνας .Δεν ήταν εκεί ο Χρήστος Ζορμπάς και τον ρόλο του τον έπαιξε ο ίδιος ο Αλέξης. Όλη η σκηνή έγινε στον κήπο του σπιτιού. Φορούσα στρατιωτικά, αλλά ήμουν ξυπόλυτος. Όταν έφτασε η σκηνή του καβγά, κλότσησα, όπως έλεγε το σενάριο, μια ξύλινη καρέκλα κι έσπασε το πόδι της, ξαφνιάζοντας τον Αλέξη. Σου λέει, έτσι γυμνό, πάει το πόδι του, θα το έσπασε. Με ρώτησε: “Πονάει το πόδι σου;”. “Όχι, γιατί να πονάει;” ρωτάω εγώ. “Έσπασες το πόδι της καρέκλας”.
Πάντα φοβόταν μη χτυπήσω, μην αρρωστήσω, δεν ήθελε να βγαίνω βόλτες με μηχανές. Είχε μονίμως μια ανησυχία, όχι μόνο για μένα αλλά και για τη Μαρία. Ένα ατύχημα θα μας δυσκόλευε και θα πήγαινε όλη τη δουλειά πίσω. Οι στρατιωτικοί είπαν του Αλέξη “Μπράβο, έτσι πρέπει να είναι ένας Έλληνας λοχίας! Καλά τον έφτιαξες” και του έδωσαν την άδεια για τα γυρίσματα στα στρατόπεδα. Από την πλευρά μου, η μόνη έννοια που είχα για το θέμα της ταινίας ήταν να μην το προδώσω, αλλά, το κυριότερο, να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης του Αλέξη που ακούμπησε στις πλάτες μου έναν τέτοιο ρόλο. Κι εγώ έπρεπε αυτήν του την εμπιστοσύνη του δημιουργού να μην την προδώσω. Ούτε τον ίδιο ούτε το δημιούργημά του.
Απαγορευόταν να δω κινηματογράφο, όπως και η Μαρία, μην τυχόν κι επηρεαστούμε, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι υπήρχε επηρεασμός ή μίμηση. Ούτε η Μαρία ούτε και εγώ είχαμε ή δημιουργήσαμε τέτοιο πρόβλημα, ώστε να δουλέψει ο Αλέξης για να μας το αποβάλει. Το “δεν σε θέλω Αμερικανό” που επαναλάμβανε αναφερόταν στις σκηνές του καβγά. Αν παρατηρήσεις προσεχτικά, στην ταινία δεν υπάρχουν γροθιές, μπουνιές και κινήσεις συνηθισμένες στον αμερικανικό καβγά. Είναι τελείως διαφορετικά.
Επίσης, η αναφορά στις αμερικανικές ταινίες είχε να κάνει και με τα χρώματά μου. Για το δέρμα μου δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, δεν υπήρχε μακιγιάζ καθόλου κι όλα όσα φαίνονται στην ταινία έτσι έγιναν. Ο καβγάς στην ταβέρνα, πιασίματα, κεφαλοκλειδώματα, ζόρια και κοκκίνισμα, όλα είναι πραγματικά. Στο χρώμα μου, λοιπόν, δεν γινόταν ν’ αλλάξει τίποτα, αλλά μπορούσε στα μαλλιά μου κι έτσι αναγκαστικά μού τα έβαψαν για να γίνουν σκούρα. Αυτό σήμαινε το “δεν θέλω να φαίνεσαι Aμερικανός” του Αλέξη και τίποτε άλλο, γιατί δεν μπορώ να πω ότι καλοδέχτηκα το θέμα της βαφής στην αρχή.
Αυτοσχεδιασμός δεν υπήρχε, εκτός από τρεις-τέσσερις περιπτώσεις. Μία που βρισκόμαστε στην αλάνα με τον συνάδελφο φαντάρο Καρανάση, μεθυσμένοι μετά τον καβγά της ταβέρνας, που τον έχω πιάσει από τον καρπό, τον φέρνω βόλτες και σιγομουρμουρίζω. Η μονταζιέρα ήταν στον ξενώνα του σπιτιού και με φώναξε ο Αλέξης και με ρώτησε τι σιγομουρμούριζα τότε. Του είπα “ήθελα να σ’ αντάμωνα, να σου ’λεγα καμπόσα”, και το έβαλε.
Άλλος αυτοσχεδιασμός ήταν στην κούνια, που σκαρφάλωσα κι εγώ επάνω. Η Μαρία στην κούνια ήταν πολύ φοβισμένη, ενώ εγώ πολύ σίγουρος για την αντοχή και το δέσιμό της, γιατί την είχα φτιάξει ο ίδιος. Ένας άλλος αυτοσχεδιασμός ήταν στη θάλασσα. Ήταν χειμώνας, έκανε πολύ κρύο, και κάτι μάλλον του πήγαινε στραβά στην εικόνα και στον φωτισμό του διευθυντή φωτογραφίας Χρήστου Μάγκου και είχαμε έμπα-έβγα στη θάλασσα.
Είχα εκνευριστεί γιατί ο Αλέξης ήθελε να μας τρίβει με πάγο για περισσότερη αντοχή στο νερό, οπότε στο τέλος άρπαξα την καημένη τη Μαρία που ήταν ήδη ξυλιασμένη, την πέταξα στο νερό και μετά μπήκα κι εγώ. Και στο σημείο μετά την κούνια, που έκοψα ένα φύλλο και το μάσησα – αν μπορείς αυτά να τα πεις αυτοσχεδιασμό. Θα ήταν μεγάλη γελοιότητα από μέρους μου να αισθανθώ ηθοποιός. Ποτέ δεν το ένιωσα αυτό. Ένιωθα σαν συνεργάτης του Αλέξη που μου εμπιστεύτηκε μια δουλειά και το σημαντικότερο για μένα ήταν να κρατήσω το λόγο μου και να την τελειώσω. Κι αυτό γιατί πραγματικά ποτέ δεν σκέφτηκα να γίνω ηθοποιός και δεν το ήθελα.. Το είδα σαν δουλειά, την τέλειωσα κι έφυγα.
Επειδή είχα πρόσφατα απολυθεί από τον στρατό, η μυρωδιά του δεν είχε φύγει ακόμα από τη σάρκα μου. Οι ασκήσεις και η διμοιρία επιδείξεων γυρίστηκαν στο Χαϊδάρι με την άδεια που πήρε τότε ο Αλέξης από τους στρατιωτικούς. Οι φαντάροι ήταν πεζοναύτες που έκαναν τη θητεία τους. Έγιναν πολλές επαναλήψεις, ειδικά στη διμοιρία επιδείξεων. Με είχε ρωτήσει ο Αλέξης: “Τι σας έλεγαν οι εκπαιδευτές σας; Πώς σας φώναζαν;”. Του είπα ότι μας έλεγαν “σκουλήκια” και τότε άρχισε να μου φωνάζει “σκουλήκι, θα πεθάνεις, θα χτυπάς το πόδι σου κάτω μέχρι να υποχωρήσει το έδαφος, να βουλιάξει το χώμα, να δω τη σκόνη να σηκώνεται”. Κι έτσι έγινε...
Η σκηνή με την κούνια έγινε στην Πάρνηθα, πολύ πρωί, την ώρα που άρχιζε η ανατολή, και είχε κρύο. Ήταν χειμώνας, η ανάβαση της Πάρνηθας με τη μηχανή πριν από τη σκηνή της κούνιας έγινε άλλη μέρα, πρωί, αλλά όχι χάραμα, είχε συννεφιά θυμάμαι. Εκείνη η σκηνή ήταν λίγο επεισοδιακή. Η μηχανή ήταν ΒΜW R75 και προστέθηκε και καλάθι όπου μπήκε ο Μάγκος για να τραβήξει τη σκηνή που έλεγε: “Πώς σε λένε;” - “Γιώργο… εσένα;” - “Ευδοκία”.
Όταν υπάρχει καλάθι στη μηχανή, θέλει ιδιαίτερη προσοχή, γιατί τραβάει το τιμόνι από το βάρος, επειδή είναι μονόπλευρο και θέλει κράτημα γερό. Στο πλάνο που είχα γυρίσει το κεφάλι μου προς τα πίσω και λέγαμε τα ονόματά μας με τη Μαρία ξεχάστηκα και χαλάρωσα τα χέρια μου από το τιμόνι, με συνέπεια η μηχανή να τραβήξει αριστερά χωρίς να το καταλάβω. Γυρίζοντας το κεφάλι μου πάλι μπροστά, το παίρνω είδηση ότι έχει βγει από τον δρόμο και φρενάρω απότομα. Είχε ένα μικρό ανάχωμα, οπότε με το φρενάρισμα έφυγε ο Μάγκος από το καλάθι, μαζί με τη μηχανή λήψεως, και βρέθηκε μακριά.
Ευτυχώς, δεν έπαθε τίποτα σπουδαίο, λίγο στον μηρό πόνεσε και αμέσως του πέρασε. Η μηχανή λήψεως δεν έπαθε τίποτα. Θυμάμαι τη Μαρία, που την ώρα που φρενάρισα απότομα είπε “ουπς, Γιώργος”. Δεν θυμάμαι αν μ’ έβρισε ο Μάγκος – και με το δίκιο του, αν το έκανε. Η σκηνή με τους Αμερικανούς γυρίστηκε στον Σχοινιά και η άλλη που παίζουμε κυνηγώντας ο ένας τον άλλο στη Χαλκίδα. Εκεί, στο παιχνίδι επάνω, έφαγα πολύ άμμο στα μάτια και μια γερή κλοτσιά από τη Μαρία χαμηλά, αλλά προσπάθησα να μη σταματήσει το γύρισμα κι έτσι τέλειωσε κι εκείνη η σκηνή.
Οι καβγάδες και οι συμπλοκές με τα χέρια ήταν όλες αληθινές. Δεν υπήρξε ούτε μια φορά που να ζητήσει ο Αλέξης επανάληψη σε σκηνή, κάτι που έτυχε να δει σ’ εμένα εκτός ταινίας. Ποτέ, έστω κι αν αυτό ήταν ένας καβγάς, ή πάνω στις εξηγήσεις του γυρίσματος να μου το φέρει ως παράδειγμα. Ποτέ!
Στην πρεμιέρα το ’71, στη Θεσσαλονίκη, δεν ήμουν, ούτε και η Μαρία. Εκείνη δεν ξέρω για ποιους λόγους. Εγώ, λίγους μήνες μετά την Ευδοκία, άρχισα αυτό που ήθελα, τη θάλασσα και τα καράβια. Από εκεί συνταξιοδοτήθηκα κιόλας, από την Επισκευαστική Ζώνη Περάματος. Στην πρεμιέρα βρισκόμουν στην Ιαπωνία. Αλλά το ’72 ήμουν στην Ελλάδα και παρευρέθηκα στο Διεθνές Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν ο Αλέξης και η Μαρία. Όταν την είδα, εκείνο που με λύπησε ήταν ότι αφαιρέθηκαν πολλές και δυνατές σκηνές. Ήταν δυόμισι ώρες και στο τέλος έμειναν 97 λεπτά. Κι έτσι όμως δεν χάθηκε η ποιότητά της.
Την «Ευδοκία» την είδα ως μία δουλειά κι έναν λόγο που έδωσα στον Αλέξη να την τελειώσω. Δεν υπήρχε η σκέψη καν να γίνω ηθοποιός και να συνεχίσω. Περά απ’ αυτό, όμως, ο ελληνικός κινηματογράφος τότε πέθαινε, και να ’θελα να συνεχίσω, δεν θα το έκανα.. Ήξερα πολύ καλά τι έφτιαξα και δεν υπήρχε περίπτωση να ενδώσω σε καμιά πρόταση, καταστρέφοντάς το και κάνοντας τον ηθοποιό σε διαφόρους ρόλους, αναγκασμένος να επιβιώσω. Όλος ο κόσμος ήξερε τη μουσική, αλλά τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια έχω την εντύπωση ότι έχει δικαιωθεί ο Αλέξης και το δημιούργημά του.
Η Άρτεμις, η γυναίκα του Αλέξη Δαμιανού, ήταν μια έξυπνη και δραστήρια γυναίκα, με έντονη προσωπικότητα. Ήταν το στήριγμα του Αλέξη και η ψυχή των γυρισμάτων που δεν έλειπε ποτέ. Είχε σπουδάσει στο Θέατρο Τέχνης του Κουν, είχε τις γνώσεις και πάντα είχε γνώμη για την ταινία, η οποία ήταν σεβαστή. Στο σπίτι αυτής της γυναίκας έμεινα ενάμιση χρόνο, μέχρι να τελειώσει η ταινία. Τη θυμάμαι με αγάπη και τρυφερότητα, συναισθήματα που κι εκείνη μου έδωσε σε όλο το διάστημα της φιλοξενίας μου.