Διψασμένα βαμπίρ και ανήσυχα ξωτικά

Διψασμένα βαμπίρ και ανήσυχα ξωτικά Facebook Twitter
Η Ρένη Πιττακή (Γκούνχιλντ) και η Λυδία Φωτοπούλου (Έλα) εύλογα καταφεύγουν στις αθάνατες τεχνικές του μελοδράματος, της όπερας και του βωβού σινεμά για να οικοδομήσουν τις larger-than-life ηρωίδες τους.
0

Μια γυναίκα εμφανίζεται μέσα στη νύχτα στο σπίτι των Μπόρκμαν. Μοιάζει άρρωστη και αναστατωμένη. Θέλει πίσω τον γιο της, λέει. Δεν της απομένει πολύς χρόνος ζωής, γι' αυτό ήρθε στη μεγάλη πόλη, να ξεψυχήσει αγκαλιά με το παιδί της. Η κυρία του σπιτιού, όμως, η δίδυμη αδελφή της, έχει αντίθετη άποψη. Δικό της είναι το παιδί, υποστηρίζει, και δεν πρόκειται να το χαρίσει σε κανέναν.

Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι. Τι θα αποφασίσει ο νεαρός Έρχαρτ Μπόρκμαν; Ποια από τις δύο «μητέρες» θα διαλέξει; Την Γκούνχιλντ, αυτή που τον γέννησε, ή την Έλα, αυτή που τον μεγάλωσε από τα επτά ως τα δεκαπέντε του, όταν οι γονείς του βρέθηκαν χρεοκοπημένοι και ανήμποροι, και τώρα τον διεκδικεί; Η πρώτη έχει προσκολληθεί στον εικοσιτριάχρονο άνδρα, βλέποντας σε αυτόν τον ήρωα που θα καθαρίσει το όνομα της οικογένειας από το τρομερό όνειδος της υπόθεσης τραπεζικής απάτης που έστειλε κάποτε τον πατέρα του στη φυλακή. Η δεύτερη, ετοιμοθάνατη πλέον, αναζητά απεγνωσμένα την τρυφερότητα που θα απαλύνει το μαρτύριό της.

Και σαν να μη φτάνουν οι δυσθεώρητες απαιτήσεις των δύο αυτών γυναικών, εμφανίζεται και τρίτος διεκδικητής του Έρχαρτ, ο πατέρας του: ο τρομερός τραπεζίτης, που, αν και ζει οχτώ χρόνια τώρα απομονωμένος στο δωμάτιό του, αποφασίζει ξαφνικά να ανακάμψει και να ξαναχτίσει τη χαμένη αυτοκρατορία του. Σε αυτή την τιτάνια προσπάθεια ζητά τη συνδρομή του γιου του.


Εκ πρώτης όψεως, το έργο αυτό του Ίψεν μοιάζει να επιστρέφει σε οικεία εδάφη: αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα, ο σάπιος οικογενειακός πυρήνας που καταστρέφει τους απογόνους του, διαιωνίζοντας τις υποκριτικές αστικές αξίες εις βάρος της ελευθερίας και της πνευματικής ανάπτυξης των επόμενων γενεών. Ο συγγραφέας, όμως, αν και 68 ετών όταν γράφει αυτό το έργο, το προτελευταίο του, επιχειρεί κάτι πιο ρηξικέλευθο και σύνθετο. Παίρνει μια μελοδραματική υπόθεση, της προσδίδει κοινωνική διάσταση και ταυτόχρονα μετατρέπει το έργο σε υπαρξιακό θρίλερ, διαποτισμένο με την αχλύ των σκανδιναβικών μύθων.

Παρά τις αδυναμίες, έχουμε να κάνουμε με μια γόνιμη, αναγκαία και εξαιρετικά ευπρόσδεκτη ανάγνωση του Ίψεν, που ενδέχεται να ανοίξει νέα μονοπάτια προσέγγισης του σπουδαίου αυτού συγγραφέα, δεκαετίες εγκλωβισμένου σε στερεοτυπικές σκηνικές θεωρήσεις.


Έτσι όπως μιλούν οι ήρωες, με τέτοια μεγαλοστομία και ποιητική αφαιρετικότητα, θα φάνταζαν σχεδόν γελοίοι αν δεν τους βλέπαμε έξω από τον συγκεκριμένο χωροχρόνο, ως μυθικές μορφές εκπορευόμενες από ένα αρχέγονο παρελθόν: ο Μπόρκμαν, που ονειρεύεται να κυριαρχήσει επί των φυσικών πόρων της γης, να συνομιλήσει με τα πνεύματα του χρυσού, να απελευθερώσει τα μέταλλα τα εγκλωβισμένα στα σπλάχνα των ορυχείων· η Έλα, που λαχταρά να αλλάξει τον κόσμο μέσα από τη δύναμη της αγάπης· και η Γκούνχιλντ, που καθοδηγείται από μια ασίγαστη επιθυμία να αποκαταστήσει τη διασαλευμένη ηθική τάξη διαμέσου ενός φωτεινού Υιού σωτήρα, όλοι θυμίζουν ανώτερες δυνάμεις και όχι απλούς ανθρώπους με σάρκα και οστά.

Έτσι όπως στέκονται «πέρα από τις κατηγορίες της ηθικής ή της ψυχολογίας», θα μπορούσαν κάλλιστα να ενσαρκώνουν «τις αρχαιότερες μυθικές εκφράσεις της φυλής, αλλά ταυτόχρονα και τις φαντασιώσεις του σύγχρονου ανθρώπου», όπως σημειώνει ο Brian Johnston στην επαναστατική μελέτη του που άλλαξε, πριν από 45 χρόνια, τον τρόπο που βλέπουμε τον Ίψεν¹.

Διψασμένα βαμπίρ και ανήσυχα ξωτικά Facebook Twitter
Οι τρεις ήρωες θα συνειδητοποιήσουν ότι τώρα μπορούν να απεγκλωβιστούν από τα δεσμά της αγωνίας τους και να κερδίσουν την αξιοπρέπεια και την υψηλή θέση που τους αρμόζει. Κι ας είναι πλέον πολύ αργά για να ζήσουν...


Ως εκ τούτου, βρίσκω άκρως ευρηματική και εύστοχη τη σκηνική μεταφορά του έργου από τον Γιάννη Χουβαρδά. Ο σκηνοθέτης εγκατέλειψε τα συνήθη μεγαλοαστικά σαλόνια όπου συνήθως τοποθετούνται τα ιψενικά αριστουργήματα και κατευθύνθηκε προς τοπία μεσαιωνικά, εκεί όπου συχνάζουν άρχοντες του σκότους, βασίλισσες του χιονιού και απειλητικοί δαίμονες. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, συνέλαβε (με την πολύτιμη συνδρομή της σκηνογράφου Εύας Μανιδάκη και της ενδυματολόγου Ιωάννας Τσάμη) το γοτθικό αυτό σύμπαν στα έγκατα του Μεγάρου Μουσικής ως μια εκλεκτική σύνθεση αναφορών που έχουν αιχμαλωτίσει τη φαντασία μας διαμέσου της ποπ κουλτούρας.


Οι τρεις ηλικιωμένοι «βρικόλακες» του Χουβαρδά –η Γκούνχιλντ, η Έλα και ο Γιον Γκάμπριελ–, με μακριά, λευκά μαλλιά και εξίσου λευκές, επιβλητικές ενδυμασίες, κατοικούν ο καθένας σε έναν τάφο-τάφρο, τον οποίο σκαρφαλώνουν κάθε φορά που επιθυμούν να αναδυθούν από τα σκοτάδια τους και να συνομιλήσουν μεταξύ τους ή με τους υπόλοιπους, «ζωντανούς» ήρωες. Ομίχλη τυλίγει τα πάντα. Στο βάθος, ένα φωτισμένο δωμάτιο, ο χώρος της κανονικής ζωής, το υπνοδωμάτιο ενός κοριτσιού ντυμένου στα κόκκινα (Σοφία Κόκκαλη) που παίζει πιάνο και σκαρώνει παραμύθια στον ύπνο της.


Κάθε φορά που εμφανίζεται ο Έρχαρτ έχουμε την αίσθηση ότι άνοιξε μια πόρτα στη χώρα των νεκρών. Η ορμή και η ξέφρενη κινητικότητα του ηθοποιού αντιπαρατίθεται γλαφυρά στη στατικότητα και στον εγκλωβισμό των προγόνων του.

Σε μία από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές της βραδιάς, η Γκούνχιλντ και η Έλα τον τραβούν από τα μανίκια, πλέκοντας έναν ζουρλομανδύα μητρικής ασφυξίας γύρω από το σώμα του. Η μάχη του παλαιού με το νέο, του γονιού με το παιδί, το κάλεσμα του θανάτου και η λαχτάρα της ζωής, η οποία φωλιάζει ακόμα και στις πιο νεκρωμένες ψυχές, συγκρούονται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης – αν και όχι ισότιμα, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.

Δεν υπάρχει, όμως, γυρισμός. Μονάχα μια ύστατη ευκαιρία αναθεώρησης των πεπραγμένων, μια τελευταία ελπίδα δικαίωσης για τον ταπεινωμένο και γελοιοποιημένο Μπόρκμαν, ο οποίος, πεθαίνοντας, θα κατακτήσει ξανά όχι την αυτοκρατορία του αλλά τη χαμένη αίγλη του. Οι τρεις ήρωες θα συνειδητοποιήσουν ότι τώρα μπορούν να απεγκλωβιστούν από τα δεσμά της αγωνίας τους και να κερδίσουν την αξιοπρέπεια και την υψηλή θέση που τους αρμόζει. Κι ας είναι πλέον πολύ αργά για να ζήσουν...

Διψασμένα βαμπίρ και ανήσυχα ξωτικά Facebook Twitter
Γινόμαστε μάρτυρες μιας άβολης διαδικασίας και όχι ενός σμιλεμένου συνόλου.


Η Ρένη Πιττακή (Γκούνχιλντ) και η Λυδία Φωτοπούλου (Έλα) εύλογα καταφεύγουν στις αθάνατες τεχνικές του μελοδράματος, της όπερας και του βωβού σινεμά για να οικοδομήσουν τις larger-than-life ηρωίδες τους. Γκρο πλαν στα πρόσωπά τους με τη βοήθεια του φωτισμού (Λευτέρης Παυλόπουλος), μεγάλες εκφράσεις, μεγάλες στυλιζαρισμένες κινήσεις και πόζες είναι τα όπλα τους.

Θέλει, όμως, και η υπερβολή τη φυσικότητά της. Και ενώ η Ρένη Πιττακή διαγράφεται κυρίαρχος των μέσων της, απολύτως πειστική ως εξώκοσμη, παγερή, ντίβα, η ερμηνεία της Λυδίας Φωτοπούλου φανερώνει δυστυχώς τις «ραφές» της: είναι σαν να μην έχει δαμάσει ακόμη τους κώδικες της επιτήδευσης, να μην τους έχει κάνει κτήμα της, να δοκιμάζει διαρκώς τις «μάσκες» της ενώπιόν μας. Γινόμαστε, δηλαδή, μάρτυρες μιας άβολης διαδικασίας και όχι ενός σμιλεμένου συνόλου.


Ο Νίκος Χατζόπουλος ως Μπόρκμαν φέρνει εις πέρας με επιτυχία μια δύσκολη αποστολή: από τη μια να δείξει το αξιογέλαστο προσωπείο ενός μεγαλομανούς νάρκισσου και από την άλλη να αποκαλύψει την υπαρξιακή ταραχή και αδημονία αυτού του φαουστιανών διαστάσεων ήρωα.


Συμπαθής ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος ως Έρχαρτ, έξοχος ο Ιερώνυμος Καλετσάνος ως Φόλνταλ, ενώ η ξέφρενη καρικατούρα της Θεοδώρας Τζήμου, ως ζωντοχήρας μάγισσας του έρωτα και των σεξουαλικών προκλήσεων της ζωής, παρουσιάζεται άγουρη και ημιτελής επί σκηνής. Γενικότερα, θα έλεγα, το ντουέτο των εραστών Βίλτον-Έρχαρτ δεν αποδεικνύεται τόσο δουλεμένο σκηνοθετικά όσο το τρίο των ηλικιωμένων βαμπίρ, δημιουργώντας έτσι μια ανισορροπία δυνάμεων όσον αφορά τις ιδεολογικές συγκρούσεις του έργου.


Τέλος, η διαρκής χρήση μικροφώνων μπορεί από τη μια να εξυπηρετεί τις ανάγκες της παράστασης για ένα απόκοσμο περιβάλλον, από την άλλη, όμως, κουράζει και επιβαρύνει τον θεατή, δυσχεραίνοντας την καθαρή πρόσληψη των λεγομένων.


Σε κάθε περίπτωση, παρά τις αδυναμίες, έχουμε να κάνουμε με μια γόνιμη, αναγκαία και εξαιρετικά ευπρόσδεκτη ανάγνωση του Ίψεν, που ενδέχεται να ανοίξει νέα μονοπάτια προσέγγισης του σπουδαίου αυτού συγγραφέα, δεκαετίες εγκλωβισμένου σε στερεοτυπικές σκηνικές θεωρήσεις.

 

1. «The Ibsen Cycle: The design of the plays from "Pillars of Society" to "When we dead awaken"»

Χένρικ Ίψεν

Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν

Μετάφραση: Έρι Κύργια

Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Παίζουν: Νίκος Χατζόπουλος, Ρένη Πιττακή, Λυδία Φωτοπούλου, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Θεοδώρα Τζήμου, Κωνσταντίνος Πλεμμένος,
Σοφία Κόκκαλη

 

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Υποσκήνιο Β' Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη,

Φουαγέ Αλεξάνδρα Τριάντη & Μουσική Βιβλιοθήκη

www.megaron.gr

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο Βασίλης Μπισμπίκης θα σκηνοθετήσει τη Λένα Κιτσοπούλου στο Εθνικό Θέατρο

Αποκλειστικό / Ο Βασίλης Μπισμπίκης θα σκηνοθετήσει τη Λένα Κιτσοπούλου στο Εθνικό Θέατρο

Μετά τις επιτυχίες των παραστάσεων «Άνθρωποι και ποντίκια» και «Πατέρας», ο Βασίλης Μπισμπίκης θα ανεβάσει την επόμενη σεζόν στο Εθνικό την «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν, με τη Λένα Κιτσοπούλου στον ομώνυμο ρόλο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ