'"Απόψε σε θυμάμαι και δακρύζω
...και στην καρδιά μου νιώθω πόνο όταν ακούω Καζαντζίδη"
(Καίτη Γκρέυ)
Φωτ. Μαρούσα Θωμά, Σπύρος Στάβερης
Απόψε σε θυμάμαι και δακρύζω
στις μπόρες, στις χαρές μαζί που ζήσαμε.
Μα ήτανε γραφτό από τη μοίρα
εμείς οι δυο για πάντα να χωρίσουμε.
Και στην καρδιά μου νιώθω πόνο
όταν ακούω Καζαντζίδη.
Αυτός ο χωρισμός μας μοιάζει
σαν ένα μακρινό ταξίδι.
Το ξέρεις πως πονάω όταν ακούω
την όμορφη φωνή σου που δεν ξέχασα.
Και πάντα σε λατρεύω και δακρύζω,
εσένα που ποτέ μου δεν ξεπέρασα.
[Στίχοι - Μουσική: Καίτη Γκρέυ
Πρώτη εκτέλεση: Καίτη Γκρέυ]
Την Γκρέυ την πρωτογνώρισα στο μαγαζί του Κλουβάτου. 'Ημουν στο Κέντρο Κορίνθου στρατιώτης, όταν το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά την ορκομωσία μάς δώσανε άδεια. Με δυο τρεις φίλους συντροφιά, μια Κυριακή πήγαμε να πιούμε ένα κρασάκι, να δω όλο το σινάφι και να πω και μερικά τραγούδια. Ανέβηκα στο πάλκο, τραγούδησα κι όταν περάσανε στα ευρωπαϊκά, η Γκρέυ μου έκανε πρόταση να χορέψουμε. Το πρωί μου πρότεινε να πάμε για καφέ στο σπίτι της και για "τάρι τάρι". Γελάς ; Ε ! 'Ημουνα ταυρί σκέτο ! Γεμάτος ζουμιά ! Και η Γκρέυ, Παναγία μου, ήταν πολύ μαστόρα γυναίκα στο κρεβάτι, πάρα πολύ μαστόρα. Με τάιζε σαν το πουλάκι. Εκλεκτά πράγματα. Μέχρι και τις ελιές μου ξεφλούδιζε. 'Εβγαζε την πέτσα από πάνω και ήτανε σπουδαία μαγείρισσα. Καθαρή δε, Παναγιά μου. Και με σπίτωσε. Αυτή νοίκιαζε πάντα τα σπίτια. Η Γκρέυ ήταν μεγαλύτερη από μένα, πάρα πολύ όμορφη γυναίκα, με μακριά μαλλιά, ένα πρόσωπο φεγγάρι κι ένα κορμί που δεν περιγράφεται.
Υπάρχω. Ο Στέλιος Καζαντζίδης μιλάει στον Βασίλη Βασιλικό. Εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2000.
Στο διάστημα αυτό, και ενώ έχουμε τελειώσει τις εμφανίσεις με τον Γρηγόρη, με καλεί ο Γεράσιμος Κλουβάτος στο Ζέφυρο στο Νέο Ηράκλειο. Η συνεργασία μας με τον Κλουβάτο είναι εκπληκτική. Μου γράφει το Τσιγάρο που εγώ το είπα στην Columbia και το τραγούδησε ο Σπύρος ο Ζαγοραίος στην Odeon. Εκεί λοιπόν στον Ζέφυρο δουλέψαμε με τον Γεράσιμο τρεις ολόκληρες σαιζόν ακατάπαυστα. 'Αλλος χαμός με το Τσιγάρο. Είχα ήδη όμως πει τραγούδια και του Πάνου, και του Καλδάρα, και του Χρυσίνη. Είχαν πέσει όλοι οι συνθέτες πάνω μου. Και σε αυτό το μαγαζί ξεκινάει ο μεγάλος μου έρωτας με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας. Γιατί με τον συζυγό μου δεν ένοιωσα ποτέ γυναίκα. Δεν τον αγάπησα. Δεν τον ερωτεύτηκα, και ουσιαστικά ο Στέλιος ήταν ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής μου...
Καίτη Γκρέυ. 'Ετσι όπως τα έζησα. Επιμέλεια : Νίκος Νικόλιζας. Εκδ. 'Αγκυρα. Αθήνα, 2006.
Η εποχή των ερώτων με την Γκρέυ είναι η εποχή που είμαι στρατιώτης και απουσιάζω πάλι από το σπίτι. Οπωσδήποτε την εποπτεύει η μητέρα μου. Εγώ έχω δώσει ορισμενες εντολές. Και στην ίδια και στη μάνα μου : ότι δεν θα κάνει αυτό, ότι δεν θα πάει εκεί... Αυτή αρχίζει να μην ακούει τη μάνα μου. Ξεπόρτισε κάνα δυο φορές λέγοντας ότι πάει στη μάνα της στα Ταμπούρια κάτω. Η μάνα μου δεν το καλοδέχτηκε αυτό. Μου το έγραψε στο γράμμα. Και άλλα πολλά είχε κάνει η Γκρέυ. Κάποια φορά πέταξε ένα ψαλίδι στο μικρό αδερφό μου, τον Στάθη, που ήταν μόλις τεσσάρων χρονών, και έσπασε ένα βάζο. Παραλίγο να το καρφώσει το παιδί.
Υπάρχω. Ο Στέλιος Καζαντζίδης μιλάει στον Βασίλη Βασιλικό.
Η επόμενη μέρα ήταν Παρασκευή, Σεπτέμβρης του '53. Η μεγάλη έκπληξη για μένα έρχεται, όταν με πλησιάζει ο Γεράσιμος [Κλουβάτος]. Μπαίνω στο κέντρο και μου λέει :
- Καιτούλα, έλα να σε γνωρίσω με το παιδί που του στέλναμε τα τσιγάρα. 'Ηρθε να μας δει.
Πραγματικά, πηγαίνω στο τραπέζι και βλέπω τον Στέλιο να έχει στο πλάι του μια κοπέλα, την Ελένη. Θυμάμαι, έκανε ψύχρα και ο Στέλιος έριξε στην πλάτη της μια ζακέτα που της έφερα εγώ, για να μην κρυώνει.
'Ηδη ο Γεράσιμος τους είχε κεράσει ένα μπουκάλι κρασί. Μόλις με βλέπει ο Στέλιος, σηκώνεται πάνω, μου δίνει το χέρι του και μου λέει :
- Σε ευχαριστώ πολύ για τα τσιγάρα που έδινες στη μάνα μου, αλλά και για την περιποίηση που της έκανες. Η μητέρα μου σε αγαπάει πολύ και μου μιλάει συνέχεια για σένα.
- Αλίμονο, του λέω. Τίποτα δεν έκανα. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω από κοντά. 'Εχω ακούσει τόσα πολλά για σένα από τη μητέρα σου, που νοιώθω σαν να σε ξέρω, του λέω εγώ.
Καίτη Γκρέυ. 'Ετσι όπως τα έζησα.
Το επόμενο λοιπόν βράδυ, ήταν Σάββατο, και ο Στέλιος αποφάσισε νε φέρει στο κέντρο όλο το σόι του. Θείους, θείες, τη μητέρα του, η οποία κιόλας είχε ξετρελαθεί μαζί μου. Κάποια στιγμή, το πρόγραμμα του λαϊκού στα κέντρα σταματούσε για να παιχτούν κι ευρωπαϊκά. Ο Στέλιος, λοιπόν, μολις ακούει ένα τανγκό που παίζει η ορχήστρα, με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει, "Θες να σε χορέψω ένα τανγκό ;"
Κοκκίνησα.
-Γιατί όχι, Στέλιο, του απαντάω.
Χορέψαμε αγκαλιασμένοι το τανγκό και προς το τέλος μου λέει στο αφτί :
- Αύριο το μεσημέρι θες να έρθεις σπίτι να φάμε μαζί ;
- Στέλιο, λόγω της δουλειάς δεν ξυπνάω νωρίς. Ξενυχτάω και όπως καταλαβαίνεις, μου είναι δύσκολο να σηκωθώ. Δεν ξέρω αν θα ξυπνήσω και δεν θέλω να σε στήσω.
(...) Τότε εγώ είχα νοικιάσει ένα σπιτάκι στο Νέο Ηράκλειο για να βρίσκομαι κοντά στη δουλειά μου. Αφού τα είπαμε για αρκετή ώρα, ο Στέλιος απευθυνόμενος σε μένα μου λέει :
- Καίτη, έχεις τους δίσκους σου, σπίτι ;
- Φυσικά και τους έχω, Στέλιο. Γιατί ρωτάς ;
- 'Εχεις και πικάπ ; με ρωτάει.
- Βεβαίως και έχω.
- Τουλάχιστον θα μου κάνεις το χατήρι να φέρεις το πικάπ και τους δίσκους σου, να τους ακούσω, που δεν έχω εγώ ; μου λέει.
Καίτη Γκρέυ. 'Ετσι όπως τα έζησα.
'Οταν απολύθηκα από το στρατό και κατέβηκα στην Αθήνα, έκανα δικό μου συμβόλαιο με την Γκρέυ και με δικό μας συγκρότημα δουλέυαμε στα Γερμανικά σ' ένα μαγαζί που λεγόταν Του Γάλλου. Εκεί πια αρχίζει το όνομα Καζαντζίδης να παίρνει σάρκα και οστά. Τα τραγούδια που έλεγα όταν ήμουν κρατούμενος στην ΕΣΑ είχαν γίνει όλα επιτυχίες. Τότε αρχίζουν όλοι οι συνθέτες να με καλούν αλλεπάλληλα στα σπίτια τους, να κάνω πρόβες, να λέω τα τραγούδια τους.
Γνωρίστηκα με τον Χιώτη, με τον Μητσάκη, με τον Τσιτσάνη, κι ό,τι τραγούδι έλεγα γινόντουσαν γνωστά, αν όχι μεγάλες επιτυχίες.
Υπάρχω. Ο Στέλιος Καζαντζίδης μιλάει στον Βασίλη Βασιλικό.
Μπαίνουμε στο ταξί, αλλά αντί να κατέβει στη στάση, πηγαίνουμε στο Διόνυσο με το ταξί. Μέσα στο ταξί ξεκινάει ο μεγάλος μας έρωτας.
- Καίτη, ένοιωσα κάτι μέσα μου όταν σε είδα, μου λέει και η καρδιά μου πάει να σπάσει...
Σκύβει και με φιλάει. Μου κρατάει το χέρι δυνατά. Η καρδιά και των δυο μας είχε πάει να σπάσει. Σε όλο το δρόμο μέχρι τον Διόνυσο, με φιλάει, με αγκαλιάζει, με κρατάει σφιχτά...
Καίτη Γκρέυ. 'Ετσι όπως τα έζησα.
'Εγινα περιζήτητος τραγουδιστής. Στα μαγαζιά και στους συνθέτες για κονόμα. Χωρίζω με την Γκρέυ ή μάλλον με χωρίσανε. Ο Βασίλης ο Χειλάς με διάφορα κόλπα της εποχής εκείνης. Μου ρίχνουν στο πλάι μου τη Σεβάς Χανούμ, την τραγουδίστρια που μ' ένα της τραγούδι ήταν γνωστή : Σ' αυτό το φτωχοκάλυβο. Δεν είχε κάνει άλλες επιτυχίες. Δουλεύω και μ' αυτή κάποιο διάστημα στην Κοκκινιά. Και στη συνέχεια στην Τριάνα του Χειλά.
Τα ξαναβρίσκω με την Γκρέυ και δουλεύουμε στο Ροσινιόλ (...). Εκεί έγινε μια παρεξήγηση με την Γκρέυ, που ήταν βέβαια καλή σαν φωνή, αλλά κοίταζε πως θα κερδίσει περισσότερα (...).
Γράψανε λοιπόν στο φέιγ βολάν που βγάλανε ότι θα τραγουδήσω κι εγώ. Εγώ δεν ήξερα τίποτα.
Στη συνέχεια η Γκρέυ γυρίζει στο μαγαζί καθυστερημένη, δε μας είπε που ήταν, άργησε μια ώρα, τα πανηγύρια συνήθως άρχιζαν πιο νωρίς, έκλεψε και μία ώρα απ' το πρόγραμμα, έκανε τη δουλειά της και πήρε ένα χοντρό κονδύλι (...).
Τέλειωσε η βραδιά, χάσαμε και τον Αμερικάνο, τον Ελληνοαμερικάνο που δίψαγε για Ελλάδα, που φώναζε. Του κάναμε το κέφι, του τραγούδησα κι εγώ, του ξανατραγούδησα... Το πρωί που ρώτησα την Γκρέυ γιατί το' κανε αυτό το πράμα μου είπε κάτι βλακείες κι αποφάσισα να χωρίσω πια οριστικά μαζί της. Τέσσερα χρόνια κράτησε το ειδύλλιο.
Υπάρχω. Ο Στέλιος Καζαντζίδης μιλάει στον Βασίλη Βασιλικό.
'Ηταν η εποχή που δουλεύαμε στο Ροσινιόλ (...).
Μια μέρα, ο Στέλιος είχε πρόβα με τον Γιώργο τον Μητσάκη. Μου λέει λοιπόν :
- Καίτη μου, φεύγω, πάω να κάνω πρόβα με τον Γιώργο. Δεν θα αργήσω.
- Εγώ, επειδή ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του, όπως και εκείνος με μένα, του λέω :
- Θες να έρθω μαζί σου αγάπη μου ;
- 'Οχι, αγάπη μου, κάτσε να ξεκουραστείς εσύ. Θα έρθω γρήγορα, δεν θα αργήσω.
Οι ώρες περνούσαν και ο Στέλιος δεν φαινόταν. Εμένα με είχαν ζώσει τα φίδια. Παίρνω τον αδερφό μου Γιάννη τηλέφωνο, για να ψάξουμε μαζί τον Στέλιο. Ανεβαίνουμε στο μηχανάκι και αρχίσαμε το ψάξιμο. Η πεθερά μου είχε τρελαθεί από αγωνία. Τι είχε γίνει ; Τον είχε πάρει η Σεβάς Χανούμ και χωρίς να δώσουν σημεία ζωής είχαν πάει μαζί στην Κόρινθο. Τρεις ολόκληρες μέρες ψάχναμε να βρούμε τον Στέλιο.
Καίτη Γκρέυ. 'Ετσι όπως τα έζησα.
Μόλις τα είχαμε βρει με τη Μαρινέλλα, ξαφνικά, ανεβαίνει η Γκρέυ απάνω. 'Εξαλλη, με τα νύχια ακονισμένα, έτοιμη να καταπιεί όλο τον κόσμο. Κατεβαίνει κάτω στην κάβα που είχε το μαγαζί, το Λουξεμβούργο όπου ήμουν και ο καλλιτέχνης και ο επιχειρηματίας (...) και άρχισε να σπάει σαμπάνιες, κάτι ακριβά μπουκάλια. Την πιάσαμε. Τη συνεφέραμε. Ε, είχε πιεί κάτι ούζα η κυρία -είχε τάση στο ούζο- και είχε όχι απλώς ζαλιστεί, είχε ξεπεράσει τα όρια. Φώναζε. Και να, αυτά, ποιά είναι αυτή η πουτάνα η θεατρίνα, που σου' χει αυτό, που αυτόν και τα λοιπά. Μιλούσε άσχημα, σε γλώσσα μπουζουξίδικη, να πούμε, "την πουτάνα, την έτσι, θα τη σκίσω, ποιά είναι ;" Η Μαρινέλλα λιποθύμησε από το φόβο της και την πήρανε στις Πρώτες Βοήθειες, όπου της έκαναν κάποια ένεση για την καρδιά της. Ναι, ήταν αισθηματίας η πιτσιρίκα, δεν ήταν σκληρή. Μετά σκλήρυνε. Εν πάσει περιπτώσει, την κρατήσαμε και την Γκρέυ για την υπόλοιπη περίοδο της 'Εκθεσης.
Στη συνέχεια της λέω : "Τέλειωσε η ιστορία, δεν υπάρχει πια τίποτα, μην κάθεσαι και ασχολείσαι μαζί μου και χάνεις τον καιρό σου, να σηκωθείς να φύγεις να πας στην Αθήνα. Εγώ θα κάτσω εδώ, μπορεί και να κατέβω, όμως μαζί δεν ξαναδουλεύουμε, ούτε συνεχίζουμε τα παλιά".
Αφού τα είπα αυτά στην Γκρέυ, σηκώθηκα κι έφυγα με μια σκατοπαρέα και πήγα στη Βέροια.
Υπάρχω. Ο Στέλιος Καζαντζίδης μιλάει στον Βασίλη Βασιλικό.
Εκεί στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, πρωτογνώρισε και μια νεαρή κοπέλλα, καλλίγραμμη, η οποία χόρευε πολύ ωραία και έλεγε και μερικά τραγούδια. Είχε πολύ ωραία φωνή, αλλά δεν είχε εξοικειωθεί ακόμη. Δεν είχε κάνει επιτυχίες. 'Ηταν η Μαρινέλλα(...).
Φεύγουμε άρον άρον από τη Θεσσαλονίκη και κατεβαίνουμε στην Αθήνα. Εγώ να είμαι στα μαύρα μου τα χάλια και όλοι οι φίλοι μου να έχουν πέσει πάνω μου, αλλά για να μη μείνουν και τα παιδιά της ορχήστρας χωρίς δουλειά, πιάνουμε στον Αστέρα. 'Ημουν όμως τόσο ράκος ψυχολογικά, που οι δικοί μου με έτρεχαν σε μάγισσες γιατί πίστευαν πως μου έχουν κάνει μάγια. Τα βράδια σηκωνόμουν από το κρεβάτι και έπαιρνα τους δρόμους σαν τρελή, από τα όσα βίωσα με τον Στέλιο. Είχα φτάσει σε τέτοια απόγνωση που έψαχνα ακόμα και πιστόλι για να τον σκοτώσω. 'Ημουν τόσο ερωτευμένη μαζί του, που έπεσα από τα σύννεφα. Ακόμα και στην Αθήνα δεν μπορούσα να τον ξεπεράσω, γιατί όλοι με ρωτούσαν και μου έλεγαν για τον Στέλιο.
Καίτη Γκρέυ. 'Ετσι όπως τα έζησα.