TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Μασσαλία Connection

Marseille connection


Laurence Montel | Marseille, "capitale du crime" ? Les racines d’un imaginaire. Champ Vallon, coll. "La chose publique", 416 p., 27 €


 

Marseille connection Facebook Twitter
Ο αρχιμαφιόζος Paul Carbone (ο επονομαζόμενος και αυτοκράτορας της Μασσαλίας) και το δεξί του χέρι Francois Spirito (εδώ στην αποβάθρα ενός σταθμού) συλλαμβάνονται το 1934 στο πλαίσιο της "υπόθεσης Prince", κατηγορούμενοι για τη δολοφονία ενός εφέτη. Αθωώνονται και συνεχίζουν τη δράση τους μέχρι να σκοτωθεί ο Paul Carbone -που στο μεταξύ έγινε συνεργάτης των Γερμανών- σε ένα σαμποτάζ της Αντίστασης. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο του βιβλίου τραβήχτηκε από άγνωστο φωτογράφο.


Σε αυτή την πλούσια και εκτεταμένη μονογραφία, η ιστορικός Laurence Montel επιχειρεί μια μακροχρόνια αρχαιολογία της σκοτεινής πλευράς της πόλης της Μασσαλίας. Ξεκινώντας από τα νομικά αρχεία των αρχών του 19ου αιώνα και εναλλάσσοντας με έξυπνο τρόπο τα γεγονότα με τον λόγο (πολιτικό, δημοσιογραφικό, λογοτεχνικό) που αυτά παρήγαγαν, δείχνει πώς η εικόνα της Μασσαλίας έγινε αυτή του "γαλλικού Σικάγου", πρώτα μέσω της βιομηχανικής ανάπτυξης που γνώρισε, στη συνέχεια μέσω των "επικίνδυνων τάξεών" της και τέλος μέσω της ανάδυσης ενός υποκόσμου, παράγοντα διαφθοράς, σε σημείο που η πόλη τέθηκε υπό κρατικό έλεγχο το 1939. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό και πολύ λεπτοδουλεμένο εγχείρημα, που αποδομεί τις αναπαραστάσεις μας μέσω της ιστορικής ανάλυσης.

Philippe Artières
En attendant Nadeau - 19.10.2024

Το βιβλίο Μασσαλία, "πρωτεύουσα του εγκλήματος"; κατορθώνει -σε αντίθεση με τόσα άλλα βιβλία που έχουν πέσει στην παγίδα- να μην είναι ούτε μια αγόρευση υπέρ της πόλης αυτής που μας αρέσει να δείχνουμε με το δάχτυλο (γιατί δεν προτίθεται η συγγραφέας να "σώσει τη Μασσαλία" από τους δαίμονές της και από το περιφρονητικό παρισινό βλέμμα...) ούτε μια καταδεκτική βουτιά στα άδυτα της πόλης και του λιμανιού της (γιατί η ερευνήτρια διατηρεί πάντα τη ψυχραιμία της, ούτε δάκρυα ούτε γέλια, έχει μελετήσει ειδικότερα τα φανταστικά νομαρχιακά αρχεία των Bouches-du-Rhône χωρίς να τρέμει, πράγμα διόλου απλό). Εκτός των άλλων, η Laurence Montel ξέρει πώς να κρατάει το παρόν σε απόσταση, και αν στην εισαγωγή της αναφέρεται στο narcocity, είναι για να τονίσει καλύτερα την ανάγκη να εισάγουμε ένα ιστορικό βάθος στην άποψή μας για τη ζωή των κατοίκων του. Επίσης, η ιστορικός αναγνωρίζει τη σημασία του κοινωνικού φαντασιακού, του τόσο προσφιλούς στον φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη και που αξιοποιήθηκε ιδίως από τον ιστορικό Ντομινίκ Καλιφά, αλλά τη μετριάζει υιοθετώντας τις αναλύσεις του μεγάλου ιστορικού της Κατοχής Πιερ Λαμπορί (1936-2017), όταν αυτός "δηλώνει ότι η κατασκευή των κοινωνικών αναπαραστάσεων γίνεται με παρεμβολές μεταξύ δομικών δεδομένων - ένα υπόβαθρο μοτίβων και συσχετισμών που κληρονομήθηκαν από παρελθούσες εποχές, συσσωρεύτηκαν, διατηρήθηκαν ποικιλοτρόπως, επανεπενδύθηκαν και αναδιαμορφώθηκαν - και συγκυριακών δεδομένων, τα οποία προκύπτουν από την πρόσληψη των γεγονότων στον εφήμερο χρόνο του παρόντος και την ερμηνεία τους σε μια προοπτική προσανατολισμένη προς το μέλλον".

Το εξαιρετικό αυτό έργο ακολουθεί ένα χρονολογικό πλάνο, ξεκινώντας από το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα και καταλήγοντας σε αυτό που αποτέλεσε, για τα μέσα ενημέρωσης, το απόγειο μιας εγκληματικής Μασσαλίας, τη δεκαετία του 1930, με μια τρομερή είδηση ως σύμβολο της βαθιάς πολιτικής αποσυνθεσής της: τον θάνατο 73 ανθρώπων από την πυρκαγιά των Nouvelles Galeries στις 28 Οκτωβρίου 1938 - ο αριστερός δήμος κατηγορήθηκε ως ανίκανος και διεφθαρμένος· το 1939 αποφασίστηκε σε υψηλά κλιμάκια να τεθεί η διοίκηση της Μασσαλίας υπό την εποπτεία του κράτους. Η μεσοπολεμική περίοδος υπήρξε το επιστέγασμα της πτώσης μιας πόλης που, στο τέλος της περιόδου της Αυτοκρατορίας, φαινόταν σχεδόν ειδυλλιακή σε σύγκριση με το Παρίσι.

Ξεκινώντας από μια ανάλυση των δικογραφιών, σε συνδυασμό με τον τοπικό Τύπο (ιδίως του Le Sémaphore και του Le Petit Marseillais), η Laurence Montel, κάνει μια αναδρομή σε μια σειρά εμβληματικών υποθέσεων, όπως αυτή των "ληστών του χρηματιστηρίου" το 1930, ή της ακόμη πιο θεαματικής επίθεσης στο "τρένο του χρυσού" το 1938, όπου σημειώθηκε ένοπλη ληστεία και λεηλασία του τρένου. "Στις 22 Σεπτεμβρίου, στη 1.40 π.μ., η ταχυδρομική αμαξοστοιχία 4818 αναχωρεί από τον σταθμό Gare Saint-Charles με προορισμό την Αβινιόν υπό την εποπτεία πέντε σιδηροδρομικών υπαλλήλων. Περίπου διακόσια μέτρα από το Saint-Barthélemy, το τρένο σταματά απροσδόκητα και δώδεκα άνδρες, ντυμένοι με φόρμες εργασίας και κουκούλες, εισβάλουν στο τρένο, πυροβολώντας με πιστόλια. Μόλις το καταλαμβάνουν, κάποιοι από τους άνδρες ακινητοποιούν τους σιδηροδρομικούς, ενώ άλλοι κατευθύνονται προς το βαγόνι που περιείχε τα πολύτιμα δέματα. Πυροβολούν τον επιφορτισμένο με τη φύλαξή τους υπάλληλο, ο οποίος ξαπλώνει κάτω και προσποιείται τον πεθαμένο, και στη συνέχεια άρπαζουν χωρίς δισταγμό τρεις μολυβένιες κούτες, τις οποίες φορτώνουν σε ένα φορτηγάκι. Μια σφυρίχτρα σημάνει το τέλος της επιχείρησης. Εγκαταλείπουν όλοι το σημείο, αφήνοντας πίσω τους έναν τραυματισμένο σιδηροδρομικό υπάλληλο, πολυάριθμους κάλυκες και μια γυναικεία κάλτσα που είχε χρησιμοποιηθεί ως κουκούλα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά, οι εγκληματίες είχαν αρπάξει είκοσι ταχυδρομικά δέματα, το καθένα από τα οποία περιείχε μια ράβδο χρυσού, που προερχόταν από το Βελγικό Κονγκό και προοριζόταν για το Βέλγιο." Η Μασσαλία ήταν πράγματι τότε, στις αρχές του 20ου αιώνα, η πύλη εισόδου από τις αποικίες προς τις μητροπόλεις τους. Μεταξύ 1870 και 1931, οι θαλάσσιες μεταφορές τριπλασιάστηκαν ενώ η κίνηση των επιβατών πενταπλασιάστηκε. Λιμάνι επιβίβασης προς την Αφρική, και για αρκετές δεκαετίες ενδιάμεσο λιμάνι προς την Αμερική, ιδίως για τους Ιταλούς μετανάστες, η Μασσαλία ήταν το κέντρο των μεταναστευτικών ροών, που αποτελούνταν από νεαρούς ανύπαντρους άνδρες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, η παρουσία των οποίων ευνοούσε τα τυχερά παιχνίδια, την πορνεία και το κάθε είδους εμπόριο (συμπεριλαμβανομένου του οπίου), που γίνονταν λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με μεγάλη ευκολία ανεκτά, αν όχι και προσοδοφόρα για μία μεγάλη κατηγορία από εκλεγμένους αντιπροσώπους και άλλους προύχοντες.

Η κρίσιμη περίοδος για την εξέλιξη της Μασσαλίας ως πρωτεύουσας του εγκλήματος, όπως τονίζει η ιστορικός, είναι η περίοδος από το 1860 έως το 1910 - σε τέτοιο βαθμό που το 1908 το κράτος, ανησυχώντας για την τοπική κατάσταση, αποφασίζει να πάρει τον έλεγχο της δημοτικής αστυνομίας. Είναι δύσκολο να περιγράψουμε την όλη εικόνα που μας μεταφέρει η Laurence Montel επειδή είναι τόσο πληθωρική, αλλά μια φιγούρα μπορεί να μας δώσει μια ιδέα: η φιγούρα του nervi (από το "νεύρο" στα γαλλικά, αργότερα ο τραμπούκος -σ.σ.), ο "τυπικός" νεαρός Μασσαλιώτης. Αυτός ο χαρακτήρας, που θα ήταν ανακριβές να το συγκρίνουμε με τον παριζιάνο "απάχη", διατρέχει την περίοδο αυτή. Εμφανίζεται σε μια εποχή που η Μασσαλία περιγράφεται σαν μια αυλή των θαυμάτων χωρίς κλέφτες, μια πόλη χωρίς περιθωριακές γειτονιές. Η λέξη εμφανίζεται στην εφημερίδα Le Sémaphore για να περιγράψει τη λαϊκή ανδρική νεολαία. Με τα λόγια ενός κριτικού, του Gustave Bénédit, ο οποίος είχε επιστρέψει από το Παρίσι, έχοντας αποτύχει να γίνει ένα σημαίνον πρόσωπο της λυρικής σκηνής: "Ο nerf προτάσσει τους ώμους του και κουνάει διαρκώς τα χέρια του, τα οποία στις άκρες τους έχουν δύο μονίμως κλειστές γροθιές".

Η ταξιδιωτική λογοτεχνία τον οικειοποιείται, και έχουμε πλέον τον nervi, όπως και τον "gars du Nord" [το αγόρι από το Βορρά -σ.σ.], " ένα αυθεντικό δείγμα του λαού, που περπατάει με το κασκέτο του στραβά, με ένα λουλούδι στο στόμα, φορώντας ένα πολύ κοντό κίτρινο σακάκι και ένα εξαιρετικά κολλητό παντελόνι στο πάνω μέρος, το οποίο αναπαριστά τέλεια τους ζωηρούς Νότιους". Με την πάροδο του χρόνου, η εικόνα του "υπέροχου, οκνηρού, αργόσχολου" nervi αμαυρώνεται, ιδίως μετά την Κομμούνα της Μασσαλίας, στην οποία υπήρξε ενεργό στοιχείο: περιγράφεται τότε ως "δημοκράτης της κακιάς ώρας, κατακάθι του λαού και τέρας με ανθρώπινο πρόσωπο, άξιος γιος του Marat ", που σύντομα θα αντικατασταθεί από τον quecou, τον επικίνδυνο εγκληματία. Με την ανάπτυξη του καταναλωτισμού, ο nervi στρέφεται στις κλοπές και αυτή η μορφή παραβατικότητας παίρνει μαζικές διαστάσεις. Το 1880, ο αριθμός των προσβολών αγαθών εκτοξεύεται. "Κλέβουν πάντα χρήματα", επισημαίνει η ιστορικός, "τίτλους, τροφές και υλικά όπως σχοινιά, καφέ, κάρβουνο, σιτάρι, χαλκό, μόλυβδο και ξύλο. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά ορισμένοι στόχοι δείχνουν μια πρωτοφανή εκλέπτυνση, την διάδοση των έτοιμων ενδυμάτων, των νέων υλικών και των εξωτικών προϊόντων: κάλτσες, εσώρουχα  πολυτελείας, κοστούμια, καπέλα, σπίρτα, τόπια από ελαστικό ύφασμα, τηλεφωνικά καλώδια και χουρμάδες".

Φυσικά, η δεκαετία του 1930 είναι η πιο θεαματική όσον αφορά τη σκηνή του εγκλήματος, καθώς οι κλοπές, το λαθρεμπόριο, η διαφθορά, η μαστροπεία και ο παράνομος τζόγος παίρνουν ακραίες μορφές· από το Παρίσι, παρακολουθούν τη Μασσαλία εδώ και έναν αιώνα με ανησυχία, αλλά και με ένα είδος περιφρόνησης που κρύβει μια ζήλια - η ιστορικός αναπτύσσει πολύ ωραία το θέμα αυτό σχετικά με το βλέμμα των άλλων.

Η κύρια συμβολή του βιβλίου της Laurence Montel είναι ότι κατάφερε να εντάξει τo εγκληματικό φαντασιακό της Μασσαλίας σε μια μεγάλη διάρκεια- κάθε νέος υπουργός Εσωτερικών καλά θα κάνει να έχει ένα αντίγραφο αυτού του εξαιρετικού έργου στο γραφείο του στην Place Beauvau: δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα έβλεπε τη Μασσαλία και τα minos της διαφορετικά.

Μασσαλία Connection Facebook Twitter
Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ