Ο Francesco Orlando ήταν 19 ετών όταν, τον Ιούνιο του 1953, έκανε στο Παλέρμο τη γνωριμία του Giuseppe Tomasi di Lampedusa που δεν ήταν ακόμα ο ιδιοφυής συγγραφέας του ενός και μοναδικού μυθιστορήματος, του Γατόπαρδου. Ο Orlando ήταν ένας φοιτητής της Νομικής χωρίς ιδιαίτερο τότε πάθος για τις σπουδές του πριν επιλέξει τη λογοτεχνία και γίνει ένας φημισμένος κριτικός κι ένας σπουδαίος καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας, συγκεκριμένα στη διάσημη Scuola Normale Superiore της Πίζας. Μέχρι τον θάνατο του Lampedusa το 1957, και για τέσσερα χρόνια, ο Orlando θα παρακολουθήσει τα μαθήματα αγγλικής και γαλλικής λογοτεχνίας που ο πρίγκιπας παραδίδει στο παλάτι του της via Butera σε μια ομάδα νεαρών φίλων (μεταξύ των οποίων και ο Gioacchino Lanza, τον οποίο θα υιοθετήσει και θα χρίσει εκτελεστή της διαθήκης του· σ' αυτόν οφείλεται η οριστική έκδοση του Γατόπαρδου, που κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 2002). Οι εξαιρετικές αυτές παραδόσεις θα δημοσιευτούν το 1995 στον τόμο των Έργων του Tomasi di Lampedusa που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις I Meridiani, την ιταλική Pléiade. Σε ένα μικρό βιβλίο με τον απλό τίτλο Ricordo di Lampedusa (Μια ανάμνηση από τον Lampedusa), το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1963 και επανεκδόθηκε με έναν νέο επίλογο το 1996, ο Francesco Orlando διηγείται εκείνα τα χρόνια που πέρασε κοντά σ' αυτήν τη μαγική προσωπικότητα που τότε δεν είχε δημοσιεύσει τίποτε ακόμη αλλά έγραφε ένα από τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα της ιταλικής λογοτεχνίας, τον Γατόπαρδο, μερικά κεφάλαια του οποίου ο Orlando θα δακτυλογραφούσε. Παραθέτουμε εδώ δύο αποσπάσματα από την όμορφη αυτή μαρτυρία.
Emmanuel F. - Fine Stagione
Ricordo di Lampedusa
«Τον πρώτο εκείνο χρόνο της φιλίας μας, που έμελλε να είναι και ο καλύτερος, ο Lampedusa υπήρξε πέραν του δέοντος γενναιόδωρος κι ευγενικός. Φαινόταν πως ήταν ευτυχής που είχε βγει από τη διανοητική του μοναξιά, μιλώντας τόσο πολύ για λογοτεχνία και γνωρίζοντας νέα ανθρώπινα είδη στα οποία μετέδιδε κάτι. Παρά τη διαφορά ηλικίας, η στάση του δεν είχε καμία πατρική χροιά με τη στοργική έννοια του όρου, αλλά μήπως αυτό δεν είχε να κάνει, σε τελική ανάλυση, με το αντισυναισθηματικό και αντιμεσογειακό του μένος στο οποία θα αναφερθώ πιο κάτω; Όπως και να 'χει, η υπομονή του ήταν πραγματικά απεριόριστη και μόνο όταν επρόκειτο να με μάθει να μιλάω αγγλικά αποθαρρυνόταν από την αγγαρεία· δεν αρνιόταν κανένα διδακτικό καθήκον, όσο πληκτικό και να 'ταν, με μια ηρωική πίστη στον κανόνα που πρεσβεύει ότι πρέπει να ξέρεις να πλήττεις, και ο αναδρομικός μου φόβος ότι πιθανόν να τον καταχράστηκα μου προκαλεί ρίγη ακόμη και σήμερα. Μου είναι αδύνατο να υπολογίσω πόσα βιβλία μου δάνεισε, με δική μου παράκληση ή δική του πρωτοβουλία, όπως και τα δώρα που μου έκανε με μια ατάραχη χάρη: μία ανθολογία της αγγλικής ποίησης με την οποία ασχοληθήκαμε εκτενώς, το Pocket Oxford Dictionary, που είναι το μόνο βιβλίο στο οποίο παρέμεινε μία αφιέρωση, το θέατρο του Marlowe στη σειρά Everyman, το Barchester Towers του Trollope, τα Ποιήματα και τα Κουαρτέτα του Eliot που άφησε μπροστά στην πόρτα μου ένα πρωινό ανήμερα του Αγίου Φραγκίσκου, το 1954. Κι όταν αγόραζε κάτι από την Pléiade ή ένα άλλο κλασικό βιβλίο μιας πρόσφατης έκδοσης, υπήρχαν πάντα ένας ή περισσότεροι αντίστοιχοι τόμοι που περίσσευαν στη βιβλιοθήκη του. Καθώς μου τους χάριζε, ζητούσε κάθε φορά συγγνώμη, διαφορετικά ένα δώρο τόσο εμπιστευτικό θα του είχε φανεί προσβλητικό».
«Ενδιαφερόταν όχι τόσο για την τελική φόρμα που έπαιρναν με καθυστέρηση τα ποιήματα ενός νέου πάνω στη δουλειά του, όπως ήμουν εγώ, όσο για την προσπάθεια, κυρίως, που έβαζα για να τα λειαίνω, και που του άρεσε να την επηρεάζει με μία κάπως ύπουλη ευγένεια. Συνήθιζα να του τηλεφωνώ τη μέρα των κανονισμένων συναντήσεών μας για να τον ρωτήσω αν μπορούσα να έρθω ένα τέταρτο πριν από τους άλλους, στις 6 παρά τέταρτο. "Ελάτε καλύτερα στις 5 και μισή" μου απαντούσε πάντα: ήταν ο χρόνος που χρειαζόταν για να του υποβάλω τους νέους στίχους ή τις νέες αλλαγές των στίχων. Διάβαζε ο ίδιος μεγαλοφώνως (όπως κι εγώ την πρόζα του), υπογραμμίζοντας τον τόνο με μια αστραπιαία κατανόηση των συντακτικών κι εκφραστικών κόμβων. Ικανοποιούνταν όταν δεν μπορούσα πια να αλλάξω ένα ποίημα χωρίς να καταργήσω μία από τις πολλές χρήσεις της λέξης "καρδιά" που τόσο απεχθανόταν: "Είδατε; Έπεσε μία ακόμη καρδιά!". Η κριτική αυτή του συναισθηματισμού απηχούσε μια αντίστοιχη κατά του Παλέρμο, της Σικελίας, του ιταλικού μελοδραματισμού του 19ου αιώνα, και η σοβαρότητα των δύο πρώτων τουλάχιστον δύσκολα κρυβόταν κάτω από την επιλογή μιας χιουμοριστικής επιθετικότητας, που ωστόσο ταίριαζε τέλεια σε έναν άνθρωπο τόσο πνευματώδη. Αναρωτιέμαι σήμερα μήπως ο σκοπός που κρυβόταν πίσω από το ενδιαφέρον του για μένα ήταν η ελπίδα να απαλλάξει μια νέα ψυχή από τη σικελική αυτή "κρούστα", που, σύμφωνα με τον Γατόπαρδο, έχει ήδη αποκτηθεί στην ηλικία των 20».
«(...) Οκνηρία και προσμονή του θανάτου, τα δύο αυτά βαθιά μοτίβα του Γατόπαρδου, υπόγεια και πανταχού παρόντα, ακόμη κι εκεί όπου αναδύονται σαν σικελικά χαρακτηριστικά, αντλούνταν από την ίδια την απόγνωση του μοναχικού πρίγκιπα που δεν καταδεχόταν να βρει ένα υποκατάστατο στον συγχρωτισμό με τους ομοίους του. Υπήρχε κάτι που όσο περνούσε ο καιρός σού έσφιγγε την καρδιά όταν έμενες κοντά του και σε έκανε να αισθάνεσαι μια ανομολόγητη ανακούφιση όταν βρισκόσουν πάλι με άτομα πιο συνηθισμένα, κάτι που βάραινε περισσότερο από τις στιγμές αγένειας που μπορεί να είχε. Κατά τη γνώμη μου, ο πιο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του Γατόπαρδου μετά τον don Fabrice είναι η θλιμμένη Concetta του τελευταίου κεφαλαίου και της τελευταίας σελίδας».
«Τους τελευταίους μήνες ειδικά, ενώ κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι το τέλος ήταν τόσο κοντά, απέπνεε κυριολεκτικά μια οσμή θανάτου, μια αίσθηση που όταν είσαι 22 χρονών πάντα δύσκολα αντέχεις, είσαι δεν είσαι ευτυχισμένος. Όταν ανατρέχω πίσω, ξαναβρίσκω πριν απ' όλα έναν άνθρωπο που αντιμετώπιζε τη δική του φυσική κατάσταση με μια ήσυχη ανεμελιά. Έχοντας μάθει πως διέθετα ένα κάποιο ταλέντο στο να μιμούμαι φίλους και γνωστούς, με ρώτησε με μια ευγενική περιέργεια: "Ομολογήστε, Orlando, με μιμείστε κι εμένα;". Δεν συνέβαινε, και μια φορά τον είχα ακούσει στο τηλέφωνο να δίνει σε κάποιον που δεν τον είχε δει ποτέ την περιγραφή του: "Θα δείτε καθισμένο σε ένα τραπέζι έναν ηλικιωμένο, παχύ κύριο...". Στα τέσσερα αυτά χρόνια, η ίδια ύπουλη ερώτηση επαναλαμβανόταν όλο και πιο συχνά: "Τι πιστεύετε, Orlando, δεν είμαι ακόμη πολύ ραμολί;". Όταν διάβασε σε ένα ποίημά μου τον στίχο "Με τη σκέψη στον απίθανο θάνατο", διέκοψε την απαγγελία λέγοντας μελαγχολικά: "Είστε σε μια ηλικία που ο θάνατος φαίνεται απίθανος". Μια Κυριακή μού διηγήθηκε σαν κάτι αξιοπερίεργο ένα όνειρο που έβλεπε συχνά: έτρεχε στους διαδρόμους ενός υπουργείου ψάχνοντας το γραφείο όπου θα μάθαινε την ημερομηνία και την ώρα της ίδιας του της εκτέλεσης. Θυμάμαι επίσης, ξεκομμένη από το πλαίσιό της, μία από τις τελευταίες του φράσεις, σύντομη, ειπωμένη σχεδόν ψιθυριστά και τραγική: "Δεν αγωνίζομαι πια". Ήταν ίσως στη διάρκεια εκείνης της ίδιας μέρας που μου διάβασε το έβδομο κεφάλαιο του Γατόπαρδου, με τον θάνατο του don Fabrice: ήταν τόσο ξεκάθαρα αυτοβιογραφικό που συγκλονίστηκα, παρόλο που δεν ήξερα ότι ήταν άρρωστος, αλλά έπρεπε πάση θυσία να κρύψω τη συγκίνησή μου, φοβούμενος ότι μπορούσε να παρεξηγηθεί ή να παρερμηνευτεί».