«Οχτώ σκαλοπάτια κάτω από τη γη»
Το 1990, στο σπίτι του Γιώργου Μουφλουζέλη
Γιώργος Μούσγας, Ιορδάνης Θωμαϊδης
"Τέσσερις-πέντε δεκαετίες πίσω. Σ' έναν καφενέ της Μυτιλήνης κάθεται, παλικάρι τότε, ο Γιώργος Μουφλουζέλης. Πίνει ούζο και αγναντεύει το βουναλάκι. "Αριστερά, θυμάται, ήταν ελιές. Δεξιά, σπίτια. Στην ανηφόρα ανέβαινες με σκαλάκια." Και τότε μου ήρθε η έμπνευση. "Ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω ανηφοριές" έγραψε στο χαρτάκι, και το' ριξε στο τσεπάκι.
Αργότερα, χωρίς τη ζάλη του ποτού, αναρωτήθηκε : "Τι ανεβαίνω να κάνω ;" "Μα για να δω τη γκόμενα", ξανασκέφτηκε. Και οι δύο πρώτοι στίχοι συμπληρώθηκαν με τους επόμενους : "Για να δω τα δυό της μάτια/που μ' ανάψανε φωτιές".
Τότε η φαντασία του Γιώργου Μουφλουζέλη φτερούγιζε στα σκαλοπάτια κι έγραφε στίχους. Σήμερα, οχτώ σκαλοπάτια στην οδό Κύκνων, αριθμός 8, στο Γαλάτσι, τον κουράζουν. "Κάθε φορά που τ' ανεβαίνω τα μετρώ, γιατί δεν μπορώ πια", λέει στα 77 του χρόνια.
Οχτώ σκαλοπάτια οδηγούν σ' ένα υπόγειο δυάρι. "Γεντί-Κουλέ" το ονομάζει, υγρό και με βαριά ατμόσφαιρα. "'Ετσι, λέει, κάτω από τη γης και χωρίς αέρα δεν είναι σαν κελί του Γεντί-Κουλέ ;" Σ' αυτό το σπίτι μένουν με το γιο του, το Σταύρο.
Επισκεφτήκαμε το Γ. Μουφλουζέλη την επόμενη των Χριστουγέννων. Οι μέρες οι γιορτινές είναι βαριές για τη ζωή του γέρο-ρεμπέτη... Ζει μ' ένα δεκάρικο -δηλαδή 10.000 δραχμές το μήνα- απ' τον ΟΓΑ. Παίρνει και κάποια ποσοστά απ' τους δίσκους, αλλά "αυτά δεν πουλιούνται πια".
Το 1987 είχε αναζητήσει μια σύνταξη μουσικού απ' το υπουργείο Πολιτισμού. "Ας πάει αυτή", λέει τώρα. "Πάει" κι αυτή όπως "πήγαν" και για τόσους άλλους λαϊκούς μουσικούς. "'Ηταν θυμάμαι τότε που στο υπουργείο ήταν η Μελίνα". Λέει ότι η Μελίνα τον αγαπά, όπως επίσης τον αγαπά και ο 'Εβερτ και αναρωτιέται : "Τώρα τι δουλειά έχουν η Μελίνα με τον 'Εβερτ ; Εγώ δεν έχω καμιά δουλειά μαζί τους. Εμένα μ' αγαπούν οι άνθρωποι".
Κάποιοι απ' αυτούς τους ανθρώπους του βάζουν στο χέρι χρήματα, τον επισκέφτηκαν τούτες τις μέρες κι ο φούρναρης του δίνει ψωμί. Τον ρωτάμε αν θάπρεπε η πολιτεία να του δώσει μια σύνταξη. "Πως να ζητάω ; Ο Μουφλουζέλης είμαι" απαντάει με περηφάνεια.
(...) Τα 77 χρόνια βάρυναν την πλάτη και σκάλισαν το πρόσωπο. Η φωνή του είναι αδύναμη. Είναι μια διαδρομή πόνου που τον μαλάκωνε ο μπαγλαμάς. "Από μικράκι, λέει μ' όσο πάθος του απομένει, αγάπησα το μπουζούκι και άρχισα να το γραντζουνάω. Ο πατέρας μου με απόπαιρνε : "Πάψε γιατί μας έχεις σπάσει το κεφάλι".
- Και γιατί το αγάπησες ;
- "Μ' άρεσε. Μ' άρεσε το άκουσμα". Αργότερα, όταν ήταν φαντάρος στο Ρουφ, γνώρισε τον Μπάτη. "Τα βράδια ήμασταν στο Μεταξουργείο". Επίσης γνώρισε τον Μάρκο, τον Ανέστο Δελληά. "'Ολους τους γνώρισα", λέει.
'Ηταν παρών, όπως θυμάται, όταν γράφανε το τραγούδι : "Βρε μάγκα το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις". "'Ηταν του Νέστου". Κοιτάζει ίσα μπροστά και θυμάται τους στίχους "Ντούρου-ντούρου-ντούρου στην πλατεία Κουμουνδούρου". Το προσωπό του συννεφιάζει : "'Αστα ! 'Αστα !" λέει πάλι με πόνο.
- Τι σημαίνει "κουσουμάρω" ;
- Σημαίνει "μεταχειρίζομαι". 'Αμα ξέρεις να γράφεις καλά, λέμε ότι κουσουμάρεις το μολύβι και μπορείς να γίνεις και ζωγράφος.
Αφηγείται πως έγραψε τη μουσική στο "Ανεβαίνω σκαλοπάτια". Συνεταιρίστηκα με άλλους δυό Μυτιληνιούς. Εγώ στο μπουζούκι. Ο μπάρμπα-Γιάννης στο βιολί αλά τούρκα και ο Στρατής κιθάρα. Μια βραδιά ο μπάρμπα-Γιάννης έπαιξε ένα τούρκικο τραγούδι για να χορέψουν. Μ' άρεσε. Το βράδυ του ζήτησα να μου το πει : "Δεν θυμάμαι", απάντησε. 'Επειτα από δύο-τρεις μέρες το έπαιξε ξανά. "Αυτό θέλω να μου μάθεις" είπα. "Ας κομήτας λέγεται στα τούρκικα". Κι έτσι έμαθα τη μουσική. Ταίριαζε στο "Ανεβαίνω σκαλοπάτια". Αργότερα, όταν ήρθα στην Αθήνα, άρεσε στον Απόστολο Καλδάρα και το έβαλε σε δίσκο με τον Αντώνη Ρεπάνη".
Το' χει παράπονο ο Γ. Μουφλουζέλης. "Δεν έβαζαν τον ονομά μου στους δίσκους". Το γεγονός αυτό, ότι δεν είχε όνομα στους δίσκους, τον άφησε στη φτώχεια. "Πλούτισα άλλους κι εγώ έμεινα φτωχός", λέει με πίκρα.
Τ' ονομά μου το έβαλε ο Τσαουσάκης σε δίσκους. Γι' αυτόν αγάπη. "'Ηταν πονόψυχος και ο πιο φίνος μάγκας".
Του θυμίζουμε τον "Τρωϊκό πόλεμο". "Α, το μύθο του σχολείου, το έκανα τραγούδι" : "Για μια γυναίκα άμυαλη ρημάξαν τα λιμάνια/και δέκα χρόνια μείνανε οι όμορφες χαρμάνια". "'Ηθελα να πω πως όμορφη δεν ήταν μόνο η Ελένη, αλλά κι άλλες γυναίκες".
Η μόνη περιουσία του Γ. Μουφλουζέλη είναι ένα μπουζούκι τρίχορδο, δύο μπαγλαμάδες κι ο τζουράς. Τον τζουρά τον έφτιαξε μόνος του. "Είδα", θυμάται, "ένα ίσιο κλαρί, το' κοψα και το πήγα στον ξυλουργό. Του' λεγα : Πάρτο από δω, πάρτο από κει, κι έφτιαξα τον τζουρά".Κάθε όργανο, λέει ο μπάρμπα-Γιώργος, έχει την ιστορία του. Ο μικρότερος μπαγλαμάς είναι της φυλακής -ο ίδιος δεν μπήκε ποτέ στη φυλακή- και φτιάχτηκε από ανθρώπους που τραγουδούσαν ρεμπέτικα.
- Τι σημαίνει "ρεμπέτης", τον ρωτήσαμε.
- 'Οπως θέλει το παίρνει ο καθένας. Βλέπεις τον άλλον και λέει "είμαι ρεμπέτης" και είναι άστα να πάνε.
- Θέλουμε να μας πεις πως ήταν παλιά και πως το εννοούσες εσύ.
- Ο ρεμπέτης ήταν ένας άνθρωπος που άμα του ζητούσες ένα δίφραγκο για φασολάδα θα στο έδινε. 'Ηταν αυτός που βοηθούσε και δεν ήθελε τα λεφτά να γίνει εκατομμυριούχος. 'Ηθελε να πιεί τέσσερα ούζα, να ακούσει ή να παίξει ένα τραγουδάκι και να κοιμηθεί. 'Ηταν ένα ξέγνοιαστος, ένας πιο ελεύθερος άνθρωπος.
Δέκα χρόνια πριν. Το χειμώνα εκείνο ο μπάρμπα-Γιώργος, θαλερός ακόμα, τραγουδούσε σ' ένα μαγαζί στην οδό Καρτερίας στο Γαλάτσι. Τραγουδούσε και κείνο το τραγούδι : "'Εχω που έχω τα γένια, εγώ έχω και τα χτένια". Με σκοπτικό τρόπο πείραζε τους γενειοφόρους νέους, που κρατούσαν ακόμα τη μεταδικτατορική αμφίεση. Γύριζε από τραπέζι σε τραπέζι, με το μπεγλέρι στο χέρι, και έπινε "εις υγείαν" των θαμώνων. Τώρα, καταβεβλημένος, ζητά να πάει σε ένα γηροκομείο. "Θα' θελα να πάω στο γηροκομείο της Μυτιλήνης, μήπως βρω και κανέναν γνωστό", εκφράζει την επιθυμία. Να' χει κι αυτός ένα δωμάτιο πάνω από τη γη. Να βλέπει ανθρώπους κι όχι να ζει μες στο δωμάτιο "Γεντί-Κουλέ". Τώρα η ματιά δεν θέλει να δει τα σκαλοπάτια στις ανηφοριές, μα να γαληνέψει."
Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 30.12.1990.