Την έλεγαν Ολένα Κόχουτ
και ήταν οργανίστα
Σκοτώθηκε στις 13 Απριλίου στο Σούμι της Ουκρανίας από ρώσικο πύραυλο
Esra*Rengiz
Ποιήτρια, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος
Mediapart - blog - 19.04.2025
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και αποκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Διονύσιος Σολωμός
Τα πρόσωπα πίσω από τους αριθμούς. Το όνομά της ήταν Olena Kohut.
Σούμι, 13 Απριλίου 2025: 35 νεκροί, 119 τραυματίες. Από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη, οι αριθμοί της καταστροφής τροφοδοτούν ακατάπαυστα τη μακάβρια ροή. Έτσι, μερικές φορές, μέσα σε αυτή τη δίνη του θανάτου, προσπαθούμε να συγκρατήσουμε μια ματιά, μια ιστορία. Το χαμόγελο της Ολένα.
Αρκετά χρόνια πριν, άκουγα κάθε βράδυ τη φωνή που ερχόταν από την οθόνη της τηλεόρασης να αραδιάζει αριθμούς, ενώ ένας πόλεμος μαίνονταν ήδη στην καρδιά της Ευρώπης.
Οι αριθμοί αυτοί ήταν η ψυχρή κορυφή του παγόβουνου, ό, τι μας μένει να πούμε για το ανείπωτο, ό, τι μπορεί ακόμα να ειπωθεί για το ακατανόμαστο που είναι μια ναυαγισμένη ήπειρος, που βυθίζεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο στην άβυσσο του παραλογισμού.
Αυτοί οι αριθμοί, που επαναλαμβάνονταν σαν ένα ανατριχιαστικό μάντρα κάθε βράδυ, ήταν ό,τι μπορούσαμε να ξαναφέρουμε στην επιφάνεια των συνθλιμμένων ζωών, πριν βυθιστούν στη λήθη. Αλλά αυτοί οι αριθμοί ήταν ήδη μια λήθη, μια ανεπανόρθωτη απώλεια. Ξεχασμένα τα βλέμματα, τα χαμόγελα, τα δάκρυα, οι φωνές, οι κλεμμένες ζωές που χάνονταν ήδη πίσω από τον σκοτεινό διάττοντα αστέρα που διέσχιζε την πολλαπλασιασμένη νύχτα, στην οποία παρέμεναν γαντζωμένες για μόλις λίγα δευτερόλεπτα, τον χρόνο που χρειαζόταν για να μην μάθουμε ποια ήταν τα μοναδικά όντα που κρύβονταν μέσα βαθιά στους εκτυφλωτικούς αριθμούς.
Πώς μπορείς να είσαι μια γυναίκα, ένας άντρας, ένα παιδί, απείρως μοναδικός, με τόσες λεπτομέρειες κάθε δευτερόλεπτο που ξεπερνούν το χώρο και το χρόνο και που ίσως μόνο όσοι τους αγαπούν τις παρατηρούν - αυτός ο τρόπος να ακουμπάς το κεφάλι σου στο χέρι σου, να κοιτάς έξω από το παράθυρο το βράδυ και να ξεχνιέσαι, αυτό το καθαρό γέλιο, αυτή η βαθιά φωνή, αυτό το λακκάκι στο πηγούνι, αυτή η άκρατη αγάπη για τις γάτες ή τους μεγάλους περιπάτους στο Σαράγεβο παλιά, το λουλουδάτο φορεματάκι, το ελαφρύ λινό παντελόνι το καλοκαίρι, το τσέλο ακουμπισμένο στον τοίχο, το τετράδιο ανοιχτό στη σελίδα με τα μαθηματικά προβλήματα που δυσκολεύεσαι να λύσεις... πώς μπορούμε να είμαστε ο καθένας, η καθεμία που θα υπάρχει μόνο μια φορά σε ολόκληρο το σύμπαν, αυτός ο ωκεανός της ζωής που καμία περιγραφή δεν θα μπορεί ποτέ να ορίσει - και ξαφνικά να βρεθείς να είσαι μόνο ένας αριθμός, όχι, ούτε καν ένας αριθμός, αλλά ένα αόρατο θραύσμα μέσα σε έναν αριθμό που μπορεί μόνο αόριστα να τραυλίζει το συλλογικό δράμα;
Επειδή, ήδη από τότε, δεν μπορούσα να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, έγραψα αυτές τις λίγες λέξεις σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής μου που είναι αφιερωμένη στη Βοσνία:
... να ξέρουμε ότι είστε παγιδευμένοι στη φωτιά όλου του μίσους που ρίχνουν πάνω σας, και ότι το μόνο που φτάνει ως εδώ είναι αριθμοί που σβήνουν σιγά σιγά τα πρόσωπά σας: "Σήμερα, οκτώ νεκροί στο Σαράγεβο".
Τριάντα χρόνια μετά, τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Τριάντα πέντε νεκροί και 119 τραυματίες στο Σούμι το πρωί της Κυριακής.
Ο θάνατος πάντα να χτυπάει τυφλά παντού, μόνο που ο τόπος δεν είναι πια ο ίδιος. Ο θάνατος ταξιδεύει πολύ. Με πολλούς εξαϋλωμένους αριθμούς στις αποσκευές του, για να τροφοδοτεί το ατελείωτο μάντρα. "Οι νεκροί πάνε γρήγορα", έγραφε ο Gottfried August Bürger στη Lenore του. Με την ταχύτητα των drones και των βαλλιστικών πυραύλων. Σήμερα, η νομάς με το δρεπάνι, προικισμένη με το χάρισμα της πανταχού παρουσίας, κατέβασε πάλι τις βαλίτσες της στην Ευρώπη, αλλά δεν έφυγε ποτέ από την Ασία ή την Αφρική. Από την Ουκρανία, τη Γάζα, το Σουδάν και τόσες άλλες μακάβριες πατρίδες που η ίδια δεν προλαβαίνει πια να ακολουθήσει τον ρυθμό.
Πάντα η φωνή που αραδιάζει τους αριθμούς που δεν λένε τίποτα για τους ανθρώπους.
Πάντα τα αναπάντητα ερωτήματα, η ανεπανόρθωτη καταστροφή που σε στοιχειώνει, τη μία νύχτα μετά την άλλη.
Και τότε, καμιά φορά, μέσα σε αυτό τό το στροβιλισμό του θανάτου, προσπαθούμε να συγκρατήσουμε ένα βλέμμα, μια ιστορία. Να βάλουμε ένα πρόσωπο σε έναν αριθμό, ή μάλλον, αφού δεν θα είναι ποτέ κάτι περισσότερο από ένα μέρος του, να το επικαλύψουμε. Για να μείνει ένα ίχνος, μια ηχώ, ένας ψίθυρος, μια κραυγή.
Για να πούμε ότι ο επιθετικός πόλεμος εναντίον ενός λαού είναι ακριβώς αυτό. Η χαμένη καμπύλη ενός τρυφερού προσώπου που χθες ήταν ακόμα ζωντανό. Η κατασκισμένη ύφανση μιας ζωής, φτιαγμένη μέρα με τη μέρα από χιλιάδες σκέψεις, αναμνήσεις, παρορμήσεις και δεσμούς. Μια μοναδική διαδρομή που ξαφνικά βυθίζεται στην άβυσσο, μια πτήση που σταμάτησε ένα ανοιξιάτικο πρωινό από έναν βαλλιστικό πύραυλο. Δάχτυλα που τρέχουν πάνω σε πλήκτρα στον ανασταλμένο χρόνο μιας εκκλησίας, και που δεν θα ξαναπαίξουν ποτέ.
Την έλεγαν Olena Sergiyevna Kohut, και ήταν μια ταλαντούχα πιανίστρια και σολίστ οργανίστα με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της περιοχής του Σούμι, μέλος της ορχήστρας του Εθνικού Θεάτρου του Σούμι και δημοφιλής καθηγήτρια στη Σχολή Τεχνών και Πολιτισμού. Πέθανε την Κυριακή των Βαΐων, όταν οι δρόμοι του κέντρου της πόλης ήταν γεμάτοι από ανθρώπους που είχαν έρθει για να αναπνεύσουν τον ανοιξιάτικο πρωινό αέρα και να αγοράσουν κλαδιά ιτιάς για τη γιορτή.
Γιόρταζε τη ζωή με το χαμόγελό της και τη χορευτική κίνηση του χεριού της που έκανε το εκκλησιαστικό όργανο να τραγουδήσει.
Τα καθαρά της μάτια σβήσανε και το όργανο σίγησε γιατί κάποιος, κάπου, γιόρταζε τον θάνατο κάθε μέρα.