Ένας 23χρονος Θεσσαλονικιός φτιάχνει τις μπότες που αγαπούν οι ράπερ
Πώς ο Johnny the Prodigy πήρε στα 17 του το ρίσκο να συνεχίσει ένα επάγγελμα «χωρίς μέλλον», δημιουργώντας ένα από τα πιο δυνατά νεανικά brands στην Ελλάδα.
Θεσσαλονίκη, στην οδό Θερμαϊκού στο Ωραιόκαστρο, σε μια περιοχή με βιοτεχνίες, συνεργεία αυτοκινήτων και μικρές επιχειρήσεις, ψάχνουμε τη Northway Shoes, μια οικογενειακή επιχείρηση που φτιάχνει παπούτσια. Ο 23χρονος ιδιοκτήτης της που μου συστήνεται ως Johnny the Prodigy (το όνομά του είναι Γιάννης Κοκαλάς) μας έχει καλέσει να δούμε πώς φτιάχνει τις μπότες του, που είναι περιζήτητες στο νεαρό κοινό, έχοντας δημιουργήσει ένα «σιωπηλό» hype τους τελευταίους μήνες, επειδή τις φοράνε άτομα από τη μουσική σκηνή (και μοντέλα) όπως ο Kareem και o Joseph από τους ATH Kids, o Sapranov, ο Gio Melody, o RMC Mike, o Uno the Activist, o Gxhan, o Oh6, ο BigKats και σχεδόν όλοι οι μικροί-ανερχόμενοι από 2021-2024, o Valentino (HotModelSex), o HowCole(Ends) και αρκετοί ακόμη. Με την επιχείρηση, που ξεκίνησε ο παππούς του Ιωάννης Κοκαλάς ο οποίος ήρθε από τη Θάσο το 1964 στη Θεσσαλονίκη και άνοιξε βιοτεχνία, ασχολήθηκε και ο πατέρας του Θεμιστοκλής –ακόμα ενεργός στη δουλειά–, και πριν από περίπου έξι χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί και ο ίδιος, «κατά λάθος» όπως λέει.
«Είχα ξεκινήσει να κάνω σκέιτ μπορντ στα δεκαεφτά μου, κι επειδή ερχόμουν από παιδάκι στη βιοτεχνία, καλοκαίρια και Χριστούγεννα, για να βοηθήσω, έστω και το λίγο που μπορούσα, με κουτάκια, κορδόνια, τέτοια, σκέφτηκα να φτιάξω ένα παπούτσι λειτουργικό για να μπορώ να κάνω σκέιτ πάνω στο γυαλόχαρτο, να μπορώ να γυρίσω τη σανίδα. Μετά από πέντε αποτυχίες, ένα από αυτά που έφτιαξα ταίριαξε, και έκανε. Η Θεσσαλονίκη έχει το καλό, ή το κακό, όλα να μαθαίνονται γρήγορα και τότε, δύο εταιρείες που υπήρχαν στη street φάση, με βρήκαν κατευθείαν και τους ενδιέφερε να βγάλουμε μαζί το skate shoe. Ήμουν 17 χρονών και δεν ήξερα κανέναν, καταλήξαμε σε συνεργασία με τη Warg, που θα κυκλοφορούσε το παπούτσι· αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με όλο αυτό. Δηλαδή, εκεί που ήθελα να κάνω κάτι μόνο για μένα, για να κάνω σκέιτ, κατέληξα να το πουλήσω και ήταν ωραία, γιατί πούλησα την αισθητική μου. Γιατί την αισθητική σου πουλάς στην ουσία με όλα αυτά που κάνεις, περιμένεις να πάρεις μια επιβεβαίωση από τον κόσμο. Έτσι, είπα στον εαυτό μου “αυτό θα κάνω, και δεν θέλω μόνο παπούτσια, θέλω κι άλλα πράγματα”, και μπήκα και στα ρούχα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο κομμάτι που δεν έχει να κάνει με την οικογενειακή επιχείρηση, το πρόσθεσα εγώ τα τελευταία χρόνια.
Δεν με ενδιαφέρει το φθηνό παπούτσι ούτε το πάρα πολύ ακριβό· θέλω να το κάνω κι αυτό, αλλά προσπαθώ να μείνω στην ελληνική τσέπη και στην ελληνική πραγματικότητα.
Ο Johnny είναι κάτι σαν τον «τελευταίο των Μοϊκανών» σε αυτό το επάγγελμα, που σχεδόν πεθαίνει στην Ελλάδα. «Πριν από δεκαπέντε χρόνια μόνο ο νομός Θεσσαλονίκης είχε 711 οικοτεχνίες, βιοτεχνίες και εργοστάσια που κάνανε αποκλειστικά παπούτσια, δεν μιλάω για ρούχα», λέει, «πλέον ολόκληρη η Ελλάδα έχει μόνο πέντε. Παράλληλα, μιλάμε για μια δουλειά που επειδή δεν υπάρχουν εργατικά χέρια, τελειώνει εδώ, δεν έχει μέλλον, γιατί δεν υπάρχει νέος κόσμος να ασχοληθεί· βλέπεις ότι όλοι οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ μέσα είναι από 50 και πάνω. Είναι μια δουλειά με πολλή πίεση, είμαστε εδώ από τις 5:30 το πρωί και φεύγουμε το βράδυ, αν τύχει. Έχω δει ανθρώπους να πεθαίνουν από εγκεφαλικό και από καρδιά, γι' αυτό ο κόσμος που ασχολείται με αυτήν τη δουλειά ολοένα μειώνεται.
Στην ουσία, τα τελευταία χρόνια, για να κάνω τη διαφορά, πρόσθεσα ιδιαίτερα σχέδια, όπως και ο πατέρας μου, όταν πέρασε η επιχείρηση στα χέρια του από τον παππού μου, έκανε τη μόδα του, έβαλε καινούργια πράγματα. Κάνουμε όλα τα είδη των υποδημάτων, το αντρικό κυρίως κομμάτι, snickers, αμπιγέ, κλασικά, όλων των ηλικιών, εγώ πρόσθεσα και το γυναικείο. Καλύπτουμε πλέον όλο το φάσμα. Ήθελα να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, αυτό που πρόσθεσα και μας πάει παρακάτω είναι οι μπότες, αυτό που γούσταρα και γουστάρω ακόμα να φτιάχνω. Κάνω κι άλλα πράγματα παράλληλα, αλλά την μπότα μπορώ να την τερματίσω. Μπορώ να την κάνω όπως θες, μπορώ να κάνω αυτό που λέει ο πατέρας μου, “βατράχια να κελαηδάνε”. Είναι η αγάπη μου, είμαι όλη μέρα εδώ και μπορώ να το κάνω.
Δίνω παπούτσια σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και της Κύπρου. Μέσα από την μπότα τα τελευταία χρόνια με βρήκαν κάποιοι άνθρωποι στο εξωτερικό, άρχισα να δουλεύω τα τελευταία δύο χρόνια με Αμερική, Παρίσι, Λονδίνο, Λος Άντζελες, Βέλγιο, Πολωνία, μπήκα και στο Fashion Week πέρσι με το άλλο brand μου, το Ν.A.P. (Never at Peace), γιατί δουλεύω και ως σχεδιαστής για κάποιες εταιρείες. Στόχος μου είναι να καταφέρω τα επόμενα χρόνια να πάω τη δουλειά μόνο στο κομμάτι που αρέσει σ' εμένα, όταν ο πατέρας μου αποχωρήσει, και να συνεχίσω μόνος μου, καθώς όλο αυτό κρατιέται μέχρι σήμερα επειδή το γουστάρω. Έχω συνεργαστεί με HOTMODELSEX, ENDS, Dangerous Minds, Pressure Clothes και παράλληλα τρέχει μια συνεργασία το τελευταίο διάστημα με το Ministry Of Concrete στην Αθήνα.
Το μεγαλύτερο πρότζεκτ που τρέχω τον τελευταίο χρόνο είναι ένα δεύτερο brand (Forever Immortalized) μαζί με κάποια άτομα που θεωρώ οικογένεια πλέον (Geordino, She_loves_greco), και μερικά pop-up που θα ανοίξω προσεχώς στη Θεσσαλονίκη πρώτα, έπειτα στην Αθήνα και μέχρι το τέλος του χρόνου στο Λονδίνο. Παράλληλα, δυναμώνουν οι δουλειές στο εξωτερικό».
Μας δείχνει τη διαδικασία με την οποία φτιάχνεται ένα παπούτσι από το μηδέν, μας ξεναγεί στα διαφορετικά πόστα που δουλεύουν άνθρωποι με τους οποίους αισθάνεται οικογένεια. Κάποιοι είναι εδώ μέσα μια ζωή. «Ακόμα και η κόλληση στις σόλες γίνεται σε ειδικούς φούρνους για να λειτουργούν όλα σωστά. Παλιά σκέψου ότι την έκαναν με γκαζάκια γιατί δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν μηχανές», λέει. «Ο παππούς μου το ξεκίνησε αυτό και όσο πήγαινε η δουλειά μεγάλωνε, με τα χρόνια μεταφέρθηκαν σε έναν μεγαλύτερο χώρο, στον Βαρδάρη πάλι, στο ίδιο κτίριο. Ό,τι βλέπεις γίνεται εδώ μέσα, ξεκινάει από το μηδέν. Η μηχανή με τα μαχαίρια κόβει τα δέρματα, μετά αυτά παίρνουν συγκεκριμένα σχήματα, ράβονται μεταξύ τους και στη συνέχεια υπάρχει ολόκληρη διαδικασία: ράβονται τα ενισχυτικά, οι φόδρες, γίνονται φιλαρίσματα για να λεπτύνουν τα δέρματα στα σημεία που περνάνε τα γαζιά, μετά το παπούτσι φορμαρίζεται, το μέρος της φτέρνας παίρνει στρογγυλό σχήμα για να μπορεί να μονταριστεί ως παπούτσι, θα μπει το καλαπόδι που θα δώσει το σχήμα που θέλουμε εμείς να πάρει το παπούτσι. Κάθε καλαπόδι αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη σόλα, οπότε με βάση τη σόλα που θέλουμε να βάλουμε, θα δώσουμε και συγκεκριμένο σχήμα από πάνω στο παπούτσι. Τα καλαπόδια τα δίνουμε και τα βγάζουν αλλού, αλλά τις προδιαγραφές τις δίνουμε εμείς, κυρίως στο μπροστινό μέρος.
Ο πατέρας μου στην αρχή δεν ήθελε να συνεχίσω αυτό που κάνουν και να είμαι εδώ, γιατί είναι πολύ δύσκολη και πιεστική δουλειά, αγχωτική. Δυστυχώς, στην Ελλάδα η παραγωγή, ό,τι και να κάνεις, σου δυσκολεύει τη ζωή.
Ο Έλληνας δεν αγοράζει ελληνικό προϊόν κι αυτό είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα. Βλέπεις ότι ο λόγος που τα ισχυρά κράτη με τις βαριές βιομηχανίες συνεχίζουν να είναι ισχυρά είναι γιατί πολύ απλά αυτά που παράγουν τα αγοράζουν κιόλας.
Θέλω να σου πω μια ιστορία για να καταλάβεις τι έχουμε χάσει στην Ελλάδα. Πριν από μερικά χρόνια, σε έναν δειγματισμό, ο πατέρας μου με τη γυναίκα του κατέληξαν στο Αγρίνιο, βράδυ, και έψαχναν ένα δωμάτιο να κοιμηθούν, για να μη γυρίσουν σερί κουρασμένοι στη Θεσσαλονίκη. Βρήκαν ένα ξενοδοχείο, πήγαν στη ρεσεψιόν και ζήτησαν ένα δωμάτιο. Τους είπε όμως ο πατέρας μου, “απλώς έχουμε μια ιδιαιτερότητα, αν το δωμάτιο δεν είναι όπως το θέλουμε, δεν μένουμε, θα φύγουμε”. Τα βρήκαν και στην τιμή, ένα 50άρικο, το έδωσαν στον ξενοδόχο και τους είπε “πηγαίνετε να δείτε το δωμάτιο και, αν σας κάνει, μένετε”. Ο ξενοδόχος παίρνει το 50άρικο και πηγαίνει στο κρεοπωλείο – είχε πάρει κρέατα για το ξενοδοχείο. Παίρνει η γυναίκα του κρεοπώλη το 50άρικο και πάει στο μανάβικο να αγοράσει μαναβικά και πράγματα για το σπίτι, ο μανάβης το παίρνει κι έρχεται να πληρώσει για μια συγγενή του που είχε έρθει στο Αγρίνιο και ήθελε να τη φιλοξενήσει. Πληρώνει τον ξενοδόχο και η κοπέλα ανεβαίνει στο δωμάτιο. Ο πατέρας μου βρίσκει βρόμικο το δωμάτιο, δεν του αρέσει, κατεβαίνει και ζητάει πίσω το 50άρικο, ο ξενοδόχος του το δίνει και φεύγουν με το ίδιο πενηντάρικο που είχαν δώσει αρχικά. Το ίδιο πενηντάρικο πλήρωσε πέντε υποχρεώσεις και γύρισε πάλι στον αρχικό του ιδιοκτήτη. Αυτό κάποτε στην Ελλάδα γινόταν, πλέον όχι. Γιατί αν πάρεις παπούτσια από μένα εσύ που παράγεις γάλα, αλλά εγώ δεν αγοράζω ελληνικό γάλα, από ένα σημείο και μετά δεν θα μπορείς να ξαναπάρεις παπούτσι ελληνικό από μένα, γιατί εγώ δεν σου γύρισα πίσω το χρήμα. Κάποτε υπήρχε ένας κύκλος που όμως διακόπηκε κι έτσι έσπασε η αλυσίδα.
Η εισαγωγή είναι κάτι που δημιούργησε πρόβλημα. Όλοι όσοι δουλεύουν εδώ μέσα είναι άνθρωποι με οικογένεια, δεν είμαστε εργοστάσιο. Το πόσο καλά θα πάει η δουλειά εξαρτάται από τις πωλήσεις και την τιμή του τελικού προϊόντος. Είναι και η φορολογία, που όσο και να προσπαθείς να είσαι νόμιμος, σε αντιμετωπίζει λες και είσαι κλέφτης, λες και συνεχώς κάνεις κάτι κακό. Γι’ αυτό δεν συνεχίζουν οι επιχειρήσεις και τα παιδιά που θα μπορούσαν να αναλάβουν από τους γονείς τους αναζητούν κάτι άλλο.
Έχω ένα όραμα, αλλά δεν μπορώ να το πραγματοποιήσω μόνος μου. Αν σταματήσουν να δουλεύουν οι άνθρωποι που έχω, ξέρουν τη δουλειά και είναι εδώ πολλά χρόνια, δεν ξέρω πώς θα συνεχίσω. Ο αδερφός μου, που είναι 18, μαθαίνει τη δουλειά και θα βοηθήσει, αλλά το ιδανικό για μένα θα ήταν να βρω νέους, να γουστάρουν να το κάνουν. Όταν φεύγει ένας άνθρωπος από τα παπούτσια ακούγεται σε όλη την αγορά, είναι πλήγμα για τη δουλειά αυτή γιατί είναι μετρημένοι όσοι αντέξανε. Είναι δύσκολο να πείσεις νέο κόσμο να έρθει γιατί είναι μια τέχνη που θέλει χρόνια για να τη μάθεις. Ο πατέρας μου, μετά από 35 χρόνια που κάνει παπούτσια, ακόμα μαθαίνει, όπως κι εγώ μαθαίνω και θα μαθαίνω κάθε μέρα, κάνοντας και κάτι παραπάνω, δεν τελειώνει αυτό. Απλώς εδώ μέσα, ακόμα κι αν μπορώ να προσφέρω τα διπλάσια λεφτά σε ένα νεαρό άτομο που δουλεύει σε καφέ, δεν θα το πείσω εύκολα, αυτό είναι το πρόβλημά μου. Κι είναι ακόμα πιο δύσκολο να βρεις γυναίκες γι' αυτήν τη δουλειά.
Ευτυχώς, δεν θέλει να φύγει κανείς από δω, ακόμα και ο παππούς μου, που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας τα τελευταία χρόνια και δυσκολεύεται, δεν φεύγει. Το μηχάνημα που ράβει τις σόλες ξέρει να το χειρίζεται μόνο ένας άνθρωπος σε ολόκληρη την Ελλάδα, ο κύριος Στέλιος, ο οποίος είναι από τα 17 του εδώ, με τον παππού μου, κι έχει φτάσει 80. Αν φύγει από αυτήν τη δουλειά δεν υπάρχει κάποιος να συνεχίσει αυτό που κάνει. Είναι μια δουλειά που μαθαίνω εγώ τα τελευταία τρία χρόνια, μία ακόμα τέχνη που πεθαίνει, το πώς ράβεις σόλες πάνω στο παπούτσι. Παλιά οι σόλες ήταν και κολλημένες και ραμμένες για να μην ξεκολλάνε με τίποτα, έπρεπε να είναι ανθεκτικό το παπούτσι. Πλέον οι κόλλες είναι τόσο ενισχυμένες που η σόλα δεν ξεκολλάει με τίποτα, αλλά είναι διαφορετικά να είναι και ραμμένες.
Δεν είναι καλό να κλείνουν επιχειρήσεις, να μην έχεις ανταγωνιστές. Εκεί που θα έλεγες ότι είμαι μονοπώλιο και όλη η δουλειά είναι πάνω μου, γίνεται μεγάλη ζημιά είτε από τα κινέζικα, είτε από τα ισπανικά, είτε από τα τούρκικα παπούτσια. Και το αθλητικό μάς κάνει μεγάλη ζημιά, το οποίο πλέον έχει κυριαρχήσει παντού. Όλοι παίρνουν snicker, και είναι λογικό, γιατί θέλεις ένα άνετο παπούτσι όλη μέρα στη δουλειά. Κι εγώ αυτό θέλω, να έχω ένα άνετο παπούτσι, γι’ αυτό φροντίζω τα δικά μου να είναι ελαφριά, άνετα και να φοριούνται όλη μέρα. Καλώς ή κακώς, δεν με ενδιέφερε να είμαι πρώτος στο χωριό, ήθελα να είμαι καλός για το εξωτερικό και μετά και για εδώ.
Δεν με ενδιαφέρει το φθηνό παπούτσι ούτε το πάρα πολύ ακριβό. Θέλω να το κάνω κι αυτό, αλλά προσπαθώ να μείνω στην ελληνική τσέπη και στην ελληνική πραγματικότητα. Παράλληλα, με ενδιαφέρει πάρα πολύ το κομμάτι του εξωτερικού και χαίρομαι που παίρνω καλά μηνύματα από κει, γιατί φτιάχνω και κάποια πιο ιδιαίτερα πράγματα σε μπότες, customized, αντρικές και γυναικείες, που μπορείς να τις παραγγείλεις όπως θέλεις, με το δέρμα που θέλεις, το σχέδιο, το χρώμα, σε τιμές που είναι πολύ λογικές, αν σκεφτείς ότι χρειάζονται μία εβδομάδα για να ολοκληρωθούν.
Δουλεύουμε μόνο δέρμα, και έχω και λόγο που το κάνω αυτό, ενώ σε πολλούς μπορεί να φαίνεται άσχημο. Έχω ακούσει κριτική γι' αυτό, αλλά, αν πάρεις ένα πλαστικό παπούτσι και το πετάξεις στη φύση, δεν θα λιώσει ποτέ, είναι φτιαγμένο από πετρέλαιο, το δικό μου μέσα στον χρόνο θα το φάνε τα μυρμήγκια, θα διαβρωθεί από το χώμα, θα μείνει μόνο η σόλα, αν δεν είναι κι αυτή δερμάτινη. Τα δέρματα προέρχονται από ζώα που τα εκτρέφουν για να τα φάνε· έχεις αναρωτηθεί πόσα ζώα υπάρχουν μέσα στο αυτοκίνητό σου σε διάφορα σημεία, από τα καθίσματα μέχρι τον λεβιέ των ταχυτήτων; Και τα κόκαλα θα αλεστούν για να γίνουν τροφή για τον σκύλο και τη γάτα σου· τι νομίζεις ότι τρώνε τα κατοικίδιά σου; Είναι λίγο μονόπλευρο να λες ότι αν χρησιμοποιείς δέρμα, κάνεις κακό. Όχι, δεν θεωρώ ότι κάνω κακό στη φύση. Το δερμάτινο παπούτσι δεν μυρίζει ποτέ, και δέκα ώρες και δώδεκα να το φοράς την ημέρα, δεν θα μυρίσει. Επίσης, δεν θα χαλάσει. Και επειδή προσέχουμε τα υλικά που χρησιμοποιούμε, την κατασκευή, τους πάτους που βάζουμε, επειδή είναι τα παπούτσια που φοράω κι εγώ, η ποιότητά τους είναι άριστη, είναι ανατομικά και άνετα.
Αυτήν τη στιγμή απασχολώ δεκαπέντε οικογένειες και παράγουμε περίπου 100 παπούτσια την ημέρα. Ο στόχος μου είναι να καταφέρω να στήσω σωστά την επιχείρηση, με νέο κόσμο, ώστε το κοινό που δεν με έχει βρει ακόμα να με μάθει».