Οι Broadcast αποχαιρετούν για πάντα το κοινό που τους αγάπησε
Το Distant Call είναι ένα άλμπουμ - φόρος τιμής στην Trish Keenan, γεμάτο με συγκινητικές μπαλάντες μπαρόκ ποπ ευαισθησίας.
Το τραγούδι που ανοίγει το «Distant Call» των Broadcast, το «Tears In The Typing Pool», ένα από τα πιο θλιμμένα που είχε γράψει ποτέ η Trish Keenan την περίοδο που ο πατέρας της πέθαινε από καρκίνο (όταν ετοίμαζαν το «Tender Buttons») κι ένα από τα πιο αγαπημένα του κοινού, είναι μια ιδανική εισαγωγή για το άλμπουμ που κλείνει για πάντα τον κύκλο που άνοιξαν για το σχήμα το «Accidentals» και το «The Book Lovers» το 1995.
Είναι μια ακουστική freak folk μπαλάντα που δίνει το στίγμα για τον ήχο που επικρατεί σε αυτή την αποχαιρετιστήρια κυκλοφορία, η οποία έρχεται την ημέρα των γενεθλίων της Trish· ένα άλμπουμ που συγκεντρώνει ακουστικές εκτελέσεις δώδεκα κομματιών των Broadcast απ’ τα άλμπουμ τους «Haha Sound», «Tender Buttons» και «The Future Crayon», συν δύο ακυκλοφόρητα τραγούδια, μόνο με κιθάρα και τη φωνή της, πράγμα που τα κάνει ακόμα πιο θλιμμένα και ονειρικά, ακόμα πιο όμορφα, παρότι ακούγονται μέσα από ένα σύννεφο θορύβων και «σπασμένα» απ' την πρόχειρη ηχογράφηση.
Μπορεί οι Broadcast να μη χώρεσαν στο πλαίσιο του όρου hauntology, η μουσική τους, ωστόσο, είχε πάντα αυτήν τη ’60s νοσταλγία, βασισμένη όμως στους πιο φουτουριστικούς ήχους του παρελθόντος και στην αγάπη της Trish για τον αποκρυφισμό.
Όλα είναι ντέμο που θα είχαν αξία μόνο ως νοσταλγικά ντοκουμέντα ενός γκρουπ που ήταν μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση στην αγγλική ποπ, αν δεν είχαν αυτή την εκπληκτική μελαγχολική ομοιομορφία που τα συνδέει συναισθηματικά και τα κάνει διαχρονικά, πέρα από εποχή και είδος. Θυμίζουν περισσότερο τα τραγούδια της Vashti Bunyan, του Elliott Smith και του Tim Buckley παρά τη ρετροφουτουριστική ποπ των άλμπουμ των Broadcast, που όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και πιο ιδιοσυγκρασιακή, όλο και πιο πειραματική.
Οι Broadcast ήταν ένα σχήμα που δεν έγινε ποτέ εμπορικό· δεν ήταν αρκούντως indie για να αποκτήσει το following των άλλων συγκροτημάτων της brit pop· παραήταν εστέτ· παραήταν intellectual και εκτός εποχής, με έναν ήχο που από τη μία ήταν δανεισμένος από τους United States of America, το «An Electric Storm» των White Noise και τους Stereolab (στην εταιρεία των οποίων έβγαλαν τον πρώτο δίσκο τους) και από την άλλη από τη library music και όλη αυτή την αισθητική που δημιούργησε η Ghost Box σε ήχο και design. Κατά κάποιον τρόπο ήταν ρετρό, αλλά, όπως και οι συνεργάτες τους The Focus Group, θα μπορούσαν να έρχονται και από ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που πέθανε η Trish – τον Ιανουάριο του 2011. Κάναμε το πρώτο live party του Nothing Days στο Bios, το θυμάμαι γιατί πήγαμε να παραλάβουμε στο αεροδρόμιο τους Hype Williams (έπαιζαν μαζί με τους Demdike Stare και τον Larry Gus) και κατέβηκαν συντετριμμένοι επειδή είχαν μόλις μάθει τα μαντάτα. Εμείς το μάθαμε απ’ την Inga, ήταν το πρώτο πράγμα που μας είπε μόλις τους συναντήσαμε. Η Trish Keenan είχε πεθάνει από γρίπη των χοίρων που κόλλησε στην Αυστραλία, όπου ήταν για live οι Broadcast, και μόλις επέστρεψαν στην Αγγλία εξελίχθηκε σε πνευμονία. Ήταν 42 χρονών.
Μετά τον θάνατο της Trish, ο James Cargill, συνιδρυτής των Broadcast και σύντροφός της, σταμάτησε να φτιάχνει μουσική, κυκλοφόρησε το σάουντρακ που είχαν ετοιμάσει για το «Barberian Sound Studio» του Peter Strickland, τα πειραματικά «Microtronics» που έδιναν σε CD μόνο στις συναυλίες τους, και ένα άλμπουμ που συγκέντρωνε σκόρπιες ηχογραφήσεις τους, το «Mother Is the Milky Way», συν τα sessions που είχαν ηχογραφήσει live στο στούντιο του BBC στο Maida Vale, δεκαπέντε κομμάτια, από το «Peel Session» του 1996 μέχρι αυτά που ηχογράφησαν τον Αύγουστο του 2003. Οι Broadcast μετά το 2011 απέκτησαν cult status, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτό είχε αρχίσει να συμβαίνει και πριν πεθάνει η Trish. Το κοινό των Broadcast ήταν μεγάλο, αλλά αυτό δεν μεταφράστηκε ποτέ σε πωλήσεις, τουλάχιστον όχι σε νούμερα που θα σήμαιναν «εμπορική επιτυχία»· το κοινό τούς άκουγε ευλαβικά, παρακολουθούσε φανατικά τα live τους και τους λάτρευε, αλλά δεν αγόραζε τους δίσκους τους. Ήταν κλασικό θύμα του downloading. Ήταν μια περίεργη περίπτωση οι Broadcast, υπήρχε μια τεράστια αλλά κρυφή αγάπη από το κοινό, που, δυστυχώς, δεν την εισέπραξαν ποτέ στον βαθμό που τους άξιζε.
Τέλος πάντων, λίγο πριν από το τέλος της άνοιξης, κι ενώ φαινόταν ότι είχε μπει μια τελεία στη δισκογραφία του γκρουπ, ο Cargill αποφάσισε να ολοκληρώσει τον κύκλο με δύο κυκλοφορίες που συγκέντρωναν τις ηχογραφήσεις που είχαν κάνει από το 2006 ως το 2009, μοιράζοντας το υλικό σε τρεις δίσκους. Έναν διπλό με τίτλο «Spell Blanket» με κομμάτια που δούλευαν για τον πέμπτο δίσκο τους –που δεν πρόλαβαν να τον ολοκληρώσουν ποτέ– και στις 28 Σεπτεμβρίου, την ημέρα των γενεθλίων της Trish, το «Distant Call» με πρωτόλειες εκτελέσεις κάποιων κομματιών που είναι γνωστά από τα άλμπουμ τους.
Αυτό που είναι συγκινητικό με τα κομμάτια του «Distant Call» είναι η δύναμη που αποκτούν ξεγυμνωμένα από την ενορχήστρωση και τα ηλεκτρονικά όργανα, μόνο με τη μελωδία να κυριαρχεί και την «εύθραυστη» φωνή της Trish, που τα κάνει να ακούγονται ακόμα πιο τρυφερά και ευαίσθητα. Ο πεντακάθαρος τρόπος που τόνιζε πάντα τις λέξεις εδώ είναι ακόμα πιο έντονος, παρότι χάνεται μέσα σε έναν ροζ θόρυβο, και σε κάνει να προσέξεις ότι οι στίχοι στο «Still Like Tears» είναι βαθιά ερωτικοί, μέχρι απελπισίας: «Οι εποχές δεν σημαίνουν πια τίποτα, έφυγες και πέφτω / ακόμα και τα σύννεφα έχουν κάνει ό,τι μπορούν για να κινηθούν και να σταματήσουν τα δάκρυά μου». Ή στο ακυκλοφόρητο μέχρι τώρα «Come Back to Me» που ακολουθεί, ένα από τα πιο όμορφα και θλιμμένα τραγούδια που έχει γράψει ποτέ: «Δέσε την αγάπη, δέσε την αγάπη σε μένα για να με αγκυροβολήσει βαθιά…».
Come back to me
Το «The Little Bell» απ’ το «Ha Ha Sound» και το «Distant Call» απ’ το «The Future Crayon» ακούγονται ανατριχιαστικά, απόκοσμα, σαν φωνές από ένα παράλληλο σύμπαν, όπου η Trish είναι αόρατη, αλλά η φωνή της συνεχίζει να υπάρχει σαν απόηχος, δικαιολογώντας το «Distant Call» του τίτλου.
Το «Valerie» από το «Ha Ha Sound» είναι η πιο τρυφερή (και καλύτερη) ηχογραφημένη εκτέλεση του τραγουδιού που εμπνεύστηκε από τη σουρεαλιστική ταινία «Valerie and Her Week of Wonders» του Τσεχοσλοβάκου Jaromil Jireš, του 1970. Μπορεί οι Broadcast να μη χώρεσαν στο πλαίσιο του όρου hauntology, η μουσική τους, ωστόσο, είχε πάντα αυτήν τη ’60s νοσταλγία, βασισμένη όμως στους πιο φουτουριστικούς ήχους του παρελθόντος και στην αγάπη της Trish για τον αποκρυφισμό. Αυτό, σε συνδυασμό με μια ασυνήθιστη παιδική ηλικία και τον πρόωρο θάνατό της, κάνουν τα κομμάτια να ακούγονται σήμερα διαφορετικά, πιο λυπητερά, πιο προσωπικά, μεγεθύνοντας το συναίσθημα. Απογυμνωμένα από τα ηλεκτρονικά στοιχεία και τα ντραμς, μινιμαλιστικά, μόνο με το τσίμπημα της κιθάρας, που θυμίζει την Αρλέτα στα πρώτα άλμπουμ της, αποκτούν διαφορετικές διαστάσεις από τη μυθοποιημένη προσωπικότητα της Trish μετά τον θάνατό της.
Είναι αδύνατο να ακούσεις το «Colour me in» αποστασιοποιημένα, χωρίς να συγκινηθείς από το νόημα που αποκτούν σήμερα οι στίχοι «Something new and nothing to do / Then I'm just the idea / I must be real, 'cause somehow I feel / That I'm just the idea / Let's share the blue of the towering sky / The green of the hills that roll by / Leave the red of your heart to decide / If you cannot choose which colour to use» ή το απλοϊκό παίξιμο στο «Ominous Cloud» που το κάνει να μοιάζει με νανούρισμα.
Η Trish, η τρίτη από πέντε αδέρφια, είχε γεννηθεί στο Winson Green, μια περιοχή του Μπέρμινγχαμ, και μεγάλωσε με τη μάνα της, που ήταν εργάτρια του σεξ. «Δεν έχω κανένα πρόβλημα να γνωρίζουν οι άνθρωποι λεπτομέρειες για την προσωπική μου ζωή», είχε σχολιάσει κάποτε σε μια συνέντευξη στο «Stool Pigeon», «είχα μια τρελή ζωή: με μεγάλωσε μια πόρνη».
Το τραγούδι που είναι σχεδόν αγνώριστο απογυμνωμένο από την πολυπλοκότητα των ήχων και τον ρυθμό που είχε στο «Ha Ha Sound» είναι το «Pendulum», που γίνεται ένα παγανιστικό psych folk με την ηλεκτρική κιθάρα σε πρώτο πλάνο και τη φωνή να έρχεται από μια μακρινή διάσταση. Φουλ αγγλικό, όπως και οτιδήποτε σε αυτό το άλμπουμ, με μια βρετανική μελαγχολία που δημιουργεί συνειρμικά εικόνες βροχής με μαύρα σύννεφα, πράσινα λιβάδια και δάση με πελώρια δέντρα όπου άνθρωποι χορεύουν γύρω από φωτιές.
Χωρίς τα synths το «Where Youth and Laughter Go» ακούγεται σαν μοιρολόι για τη χαμένη νιότη και τη χαμένη χαρά: «Rain and wrong can / Read your thoughts / They'll let them know / Where youth and laughter go». To ίδιο και ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του «The Future Crayon», το «Poem of a Dead Song» που εδώ, χωρίς τα υπόλοιπα όργανα, μόνο με την κιθάρα και τους λιτούς στίχους, γίνεται ένα λυπητερό τραγούδι, παρότι δεν είναι καθόλου απαισιόδοξο.
Το «Please Call to Book» που κλείνει τον δίσκο είναι ένα ακόμα ακυκλοφόρητο τραγούδι που θυμίζει Simon and Garfunkel, με στίχους γραμμένους από κάποιον φαν των Broadcast σταλμένους σε μία καρτ-ποστάλ – κάποτε είχαν ξεκινήσει ένα πρότζεκτ ενθαρρύνοντας τους φαν τους να στείλουν στίχους για να τους μελοποιήσουν.
Το «Distant Call» είναι ένα απρόσμενο άλμπουμ που ολοκληρώνει το κεφάλαιο Broadcast με τον καλύτερο τρόπο – μια ευκαιρία να βουτήξεις ξανά στο φανταστικό, ρετροφουτουριστικό σύμπαν τους και, για όποιους δεν τους γνωρίζουν, η καλύτερη εισαγωγή.
Distant Call - Collected Demos 2000-2006 (Full Album)