Η κριτική της Ματίνας Καλτάκη για το «Καμπαρέ» του Κωνσταντίνου Ρήγου

Η κριτική της Ματίνας Καλτάκη για το «Καμπαρέ» του Κωνσταντίνου Ρήγου Facebook Twitter
4

#quote#

Αγαπάει το ελληνικό κοινό τα μιούζικαλ ή πηγαίνει να δει παραστάσεις μιούζικαλ για τον θίασο που τα υποστηρίζει; Ήταν το Καμπαρέ, αυτό το καταπληκτικό μιούζικαλ των Τζον Κάντερ και Φρεντ Εμπ, που έσπευσαν να δουν οι θεατές όταν το ανέβασε η Αλίκη Βουγιουκλάκη το 1978, ή την πρωταγωνίστρια (για τα κοστούμια που άλλαζε, βέβαια, και όχι για τις φωνητικές επιδόσεις της); Το ίδιο, άλλωστε, δεν συνέβη όταν ανέβασε τη δημοφιλή οπερέτα Εύθυμη Χήρα ή, μεταξύ άλλων, ένα άλλο γνωστό μιούζικαλ, την Εβίτα του Άντριου Λόιντ Βέμπερ και του Τιμ Ράις;

Τριάντα πέντε χρόνια μετά, πολλά έχουν αλλάξει. Η εμπειρία από τις παραγωγές μιούζικαλ που έχουν έρθει στο Θέατρο Βadminton δείχνει ότι υπάρχει ένα κοινό ενημερωμένο, που όταν ταξιδέψει στο Λονδίνο είναι πολύ πιθανό να πάει να δει το Φάντασμα της Όπερας στο Γουέστ Εντ ή κάποιο άλλο μιούζικαλ απ' αυτά που παίζονται χρόνια, λειτουργώντας σαν ατραξιόν για τουρίστες και περαστικούς επισκέπτες. Το ίδιο κοινό θα πάει να δει τον περιοδεύοντα θίασο (με όλα τα αναγκαία credits, βεβαίως, της παράστασης του Λονδίνου) που θα φέρει το Jesus Christ Super Star ή το Mamma Mia στην Αθήνα: επειδή ανταποκρίνεται στην έντονη προβολή με την οποία υποστηρίζονται τέτοια θεάματα, επειδή είναι hot, επειδή οι Βρετανοί το κάνουν καλύτερα. Μιλάμε για ένα κοινό ετερογενές, που στο μεγάλο μέρος του προσέρχεται στο θέατρο για λόγους που δεν αφορούν το ίδιο το μιούζικαλ. Και πάλι, όμως, μη φανταστείτε ότι υπάρχουν τόσοι φανατικοί που να γεμίζουν ένα θέατρο 2.000 θέσεων για μεγάλο αριθμό παραστάσεων. Η περίπτωση του Παλλάς δείχνει ότι αν τα εισιτήρια ξεπεράσουν τα 50.000, μια παράσταση μιούζικαλ ελληνικών προδιαγραφών είναι επιτυχία. Που, βεβαίως, είναι, από τη στιγμή που ο βασικός όγκος παραστάσεων αφορά χώρους μικρής χωρητικότητας.
Μόνο που ξαφνικά τα τελευταία χρόνια η πόλη απέκτησε μια σειρά μεγάλων θεάτρων. Κι εκεί που γκρινιάζαμε για την ελλιπέστατη υλικοτεχνική υποδομή της συντριπτικής πλειονότητας των θεατρικών χώρων, που καθιστούσε αδύνατη την παρουσίαση μεγάλων παραγωγών και δη μουσικοθεατρικών, τώρα τα μιούζικαλ διαδέχονται το ένα το άλλο. Αγάπησε ξαφνικά το κοινό το είδος και αυξήθηκε ο αριθμός των δυνάμει θεατών του; Είναι ο νόμος της ζήτησης που καθορίζει την προσφορά; Προφανώς όχι. Αλλά τα θέατρα με μεγάλη σκηνή και πλατεία δεν μπορούν να γεμίσουν, παρά με αναλόγως μεγάλες παραγωγές. Τα μιούζικαλ ικανοποιούν τους δύο βασικούς όρους που μπορούν να προσελκύσουν το ευρύ κοινό: έργα ευχάριστα, με μουσική και χορό, και πολυπρόσωποι θίασοι. Εξού και φέτος θα δούμε τρεις καινούργιες παραγωγές μιούζικαλ (ενώ επαναλήφθηκαν οι περσινές Σικάγο και Δαίμονες στο Παλλάς).

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Για να εξηγήσω το «φάουλ» του ανεβάσματος του Καμπαρέ στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής (ένα από τα μεγάλα θέατρα που διαθέτει πλέον η Αθήνα, με προδιαγραφές και εξοπλισμό για μεγάλες παραγωγές όπερας και μουσικού θεάτρου). Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για ένα από τα τρία, έστω πέντε, καλύτερα μιούζικαλ στην ιστορία του είδους. Δεν είναι μόνο που τα τραγούδια του είναι το ένα καλύτερο από το άλλο, είναι και η δραματουργική αρτιότητά του που εντυπωσιάζει. Κυρίως η διττή δόμησή του: δύο οι βασικοί χώροι (το καμπαρέ από τη μια, το σπίτι της φράου Σνάιντερ όπου νοικιάζουν δωμάτια οι πρωταγωνιστές του έργου από την άλλη) και δύο οι βασικές ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα (η σχέση των νέων της ιστορίας, της Σάλι Μπόουλς, καλλιτέχνιδας του καμπαρέ, με έναν Αμερικανό συγγραφέα, και η άλλη, των μεσόκοπων, της φράου Σνάιντερ με τον Εβραίο νοικάρη της, τον Σουλτς).
Ο ίδιος ο χώρος του καμπαρέ λειτουργεί ως ψευδαισθητική εκδοχή της πραγματικότητας, ένας καθρέφτης της όντως πραγματικότητας, τόσο του Βερολίνου λίγο πριν από την άνοδο του ναζισμού όσο και του (σύγχρονου) κοινού της εν εξελίξει παράστασης. Οι σκηνικές οδηγίες, άλλωστε, υποδεικνύουν ότι στο Κιτ-Κατ Κλαμπ κυριαρχεί ένας μεγάλος καθρέφτης στο κέντρο της σκηνής, που αντανακλά την πλατεία, δηλαδή τους θεατές. Οι θεατές της τωρινής παράστασης ταυτίζονται, δηλαδή, με τους θεατές/πελάτες του βερολινέζικου κακόφημου καμπαρέ της ιστορίας. Το γεγονός ότι το Βερολίνο του '30 και η Αθήνα του 2013, λόγω της βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης, έχουν αρκετά στοιχεία που μοιάζουν μεταξύ τους καθιστά το ανέβασμα του Καμπαρέ υπόθεση ιδιαιτέρως ερεθιστική.

Μόνο που η αχανής σκηνή και η πολυτελής αισθητική της πλατείας (ενός θεάτρου όπερας, όπως η αίθουσα Τριάντη) ήταν απολύτως ξένες προς την πραγματικότητα και την ατμόσφαιρα του έργου. Αντί ενός σκοτεινού, σχετικά περιορισμένου, underground χώρου, που να θυμίζει τα σκίτσα και τους πίνακες του George Grosz και του Οtto Dix, η τεράστια σκηνή κατέστησε τη δράση θέαμα. Οι σχέσεις των προσώπων επί σκηνής δεν είχαν τη σωστή θερμοκρασία κι η όσμωση σκηνής και πλατείας δεν συνέβη ποτέ – ουδεμία «ανταλλαγή» σημειώθηκε. Ίσως γιατί ένας μεγάλος κίνδυνος που καιροφυλακτεί στα μεγάλα θέατρα που λέγαμε είναι ακριβώς ότι το ευρύ κοινό περιλαμβάνει θεατές διαφορετικών «κατηγοριών», απαιτήσεων και γούστου, η ενέργεια των οποίων δύσκολα συγκεντρώνεται στην ίδια κατεύθυνση. Κάπως έτσι το Μέγαρο επιβλήθηκε στην παράσταση (που θύμιζε πιο πολύ Μπρόντγουεϊ απ' όσο το ίδιο το έργο ζητούσε – δείτε π.χ. τη σκηνογραφία, εντυπωσιακή οπωσδήποτε, για τη σκηνή του πάρτι αρραβώνων στο μανάβικο του Σουλτς) και ακύρωσε τη δύναμη που έχει το έργο να συνδιαλέγεται απρόσκοπτα με την προβληματική πραγματικότητα γύρω μας (βγαίνοντας, μετά το τέλος της παράστασης, οι δρόμοι άδειοι σε μια πόλη που άλλοτε έσφυζε από ζωή).

Ευτυχώς, υπήρχε ο Δημήτρης Λιγνάδης: εκπληκτικός στον ρόλο του κομπέρ, απόλυτος master of the game, με μια πληθωρική ενεργητικότητα αλλά και με τον επιθετικό σαρκασμό που είχε ανάγκη μια σύγχρονη ερμηνεία του ρόλου – όταν τραγουδάει, μόνος στην άδεια σκηνή, το «I don't care much» με τη συνοδεία μιας μπάσο ηλεκτρικής κιθάρας είναι απλά έξοχος. Όπως και το ζευγάρι Τάνιας Τσανακλίδου και Μιχάλη Μητρούση – το ντουέτο τους στο «Τραγούδι του ανανά» είναι μία από τις καλύτερες σκηνές της παράστασης. Ειδικά η Τσανακλίδου, τόσο στην πρόζα όσο και στα τραγούδια που ερμηνεύει –και ειδικά στο «What would you do?»–, επιβεβαιώνει ότι η σκηνή του μιούζικαλ είναι κάτι σαν φυσικός χώρος για το ταλέντο της.
Εντυπωσιακή η Μαρία Ναυπλιώτου στον ρόλο της Σάλι Μπόουλς, ατύχησε να μοιράζεται τις περισσότερες σκηνές της με τον Γιώργο Νανούρη, που δεν είχε ούτε το υποκριτικό μέγεθος ούτε τη σκηνική εμπειρία για να αντιμετωπίσει με επάρκεια τον ρόλο του συγγραφέα.

Δεν είναι ευχάριστο να μιλάς για αποτυχία. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το σωστό έργο τη σωστή στιγμή.

Θέατρο
4

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Με Μαρμαρινό, Κουρεντζή, Ράσσε, Mouawad και Ζυλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Πολιτισμός / Μαρμαρινός, Κουρεντζής, Ράσε, Mouawad και Ζιλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Καλλιτέχνες με ιστορικό ίχνος στην Επίδαυρο θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους δίπλα σε ξένους και άλλους Έλληνες δημιουργούς, ενώ στις 19 Ιουλίου θα ακούσουμε την ορχήστρα Utopia υπό τη διεύθυνση του Θ. Κουρεντζή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει τον εαυτό του;      

Θέατρο / Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει επιτυχημένα τον εαυτό του;      

«Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις» – Κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση «Merde!» των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη

Θέατρο / «Έχω νιώσει ακατάλληλος και παρωχημένος δεινόσαυρος μέσα στο θεατρικό τοπίο που αλλάζει»

Με αφορμή το έργο του Μπέρνχαρντ «Η δύναμη της συνήθειας», ο Γιάννος Περλέγκας μιλά με ταπεινότητα και πάθος για το θέατρο, με το οποίο συνεχίζει να παλεύει και που διαρκώς τον νικά. Αυτό, όμως, είναι που τον κρατά ζωντανό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Άρης Χριστοφέλλης

Όπερα / «Ακόμα και όσοι θαυμάζουν σχεδόν ειδωλολατρικά την Κάλλας, λίγα γνωρίζουν για την τέχνη της»

Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, επιστημονικός σύμβουλος του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η θρυλική σοπράνο παραμένει μια ανυπέρβλητη καλλιτέχνιδα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Θέατρο / Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Ποια είναι τα προσωπικά της στοιχήματα και ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού - η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτή τη θέση από το 1994.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η Κληρονομιά μας, ένα πανόραμα της και της ιστορίας των γκέι ανδρών

Θέατρο / «Η κληρονομιά μας»: Η ιστορία της gay κοινότητας γίνεται ένα συγκινητικό θεατρικό έργο

Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθετεί το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Μάθιου Λόπεζ, ένα έργο με αφετηρία την γκέι ζωή που αφορά την αγάπη και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, είτε ομόφυλες είτε ετερόφυλες, τα όνειρα, τους φόβους και τα ματαιωμένα σχέδια. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια απρόβλεπτη συζήτηση για τη σεξουαλικότητα με τη Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Θέατρο / Γαλήνη Χατζηπασχάλη: «Δεν μιλάμε για τα σεξουαλικά βοηθήματα κι ας πουλιούνται εκατομμύρια δονητές»

Πρωταγωνιστεί στο «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή», μια παράσταση που φωτίζει το πώς, ακόμη και σήμερα, δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε ανοιχτά για το σεξ. Με αφορμή το έργο, κάναμε μια απρόβλεπτη συζήτηση με την αγαπημένη ηθοποιό για τα ταμπού, την εμμηνόπαυση και τη γυναικεία σεξουαλική χειραφέτηση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Mάνα Κουράγιο στο Εθνικό: Πόσο «κουράγιο» πια;

Θέατρο / Mάνα Κουράγιο στο Εθνικό: Πόσο «κουράγιο» πια;

Mια επιμελής εικονογράφηση του μπρεχτικού αριστουργήματος εκτυλίσσεται ενώπιόν μας, χωρίς να δονείται από καμία εσωτερική αναγκαιότητα - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Βαρόνος “Φ”»: Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Θέατρο / Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Πιάνοντας το νήμα από την ιδέα μιας καυστικής κωμωδίας ηθών του 1870 που μιλά για την απάτη, η ιστορία ενός ψευτοευγενούς στην παράσταση «Βαρόνος “Φ”» φτάνει στη σύγχρονη υποκρισία και στον εαυτό που θέλουμε να δείχνουμε στην κοινωνία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ΜΑΜΙ είναι ένα ποίημα για τις ζωές των γυναικών

Θέατρο / «ΜΑΜΙ»: Εικόνες από τη ζωή μιας μητέρας

Το ποιητικό σύμπαν του 26χρονου σκηνοθέτη που μας μάγεψε με το «Goodbye Linditta», εστιάζει αυτήν τη φορά στην ιστορία μιας γυναίκας μέσα από τα μάτια ενός αγοριού που δεν θέλει να τη θεοποιήσει αλλά να την παρατηρήσει.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Θέατρο / O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Ο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης της τελετής έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, που έγινε διάσημος για τις φιλόδοξες, μεγαλειώδεις παραστάσεις του, πιστεύει απόλυτα στη μαγική δύναμη του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Αντικείμενα»: Μια παράσταση για τη υπόθεση των αδερφών Παπέν

Θέατρο / Μια παράσταση για τις εξουσιαστικές σχέσεις και ένα φρικτό έγκλημα

Στην παράσταση «Αντικείμενα», ο Γιάννης Αποσκίτης, ο Γιώργος Κατσής και ο Πάνος Παπαδόπουλος αφηγούνται με ένα δικό τους πρωτότυπο έργο μια ιστορία που κρύβεται στην υπόθεση των αδερφών Παπέν, αλλά δεν έχει ακόμα γραφτεί.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή

Πέθανε Σαν Σήμερα / Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή στο ελληνικό θέατρο

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη, φιλόλογο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

σχόλια

2 σχόλια
Αγαπητή κα Καλτάκη, να μου επιτρέψετε να πω καταρχήν ότι η παράσταση της Αλίκης το 1978 ήταν καλύτερη και εντιμότερη από την παράσταση που κατασκεύασε ο κ. Ρήγος. Η πρωταγωνίστρια μπορεί να άλλαζε κοστούμια όπως λέτε, (όχι και τόσα πολλά πάντως), αλλά είχε και τη λάμψη που απαιτεί ο ρόλος. Επίσης, να σας θυμίσω ότι για την υποκριτική ερμηνεία της στην Εβίτα, και όχι για τις φωνητικές της επιδόσεις, η Διεθνής Ένωσης Κριτικών την είχε κυρήξει την καλύτερη Εβίτα παγκοσμίως. Και τώρα για το Καμπαρέ του κ. Ρήγου. Συμφωνώ σε αυτά που λέτε, ήταν φάουλ, για πολλούς λόγους. Ο κ. Ρήγος ανασκολόπισε το έργο. Του αφαίρεσε κάθε γοητεία και ατμόσφαιρα. Δεν μπόρεσε καν να στηρίξει τα υπέροχα νούμερα ουτε να αναδείξει τη θεατρικότητα τους, τη σκηνή δηλαδή του Καμπαρέ μέσα στη σκηνή του θεάτρου. Χαντάκωσε τους περισσότερους ηθοποιούς, και την υπέροχη Μ. Ναυπλιώτου, η οποία ωστόσο, δεν έπεισε καθόλου. Την βραδιά που είδα την παράσταση, ο ήχος ήταν τόσο κακός που δεν ακούκαμε καθαρά ούτε τους στίχους των τραγουδιών αλλά και πολλά κομμάτια της πρόζας των ηθοποιών. Θα μπορούσα να σας πω πολλά, αλλα σε ένα διαφωνώ κάθετα: στο ότι ο κ. Λιγνάδης ήταν εκπληκτικός. Μου κάνει εντύπωση που τον βρήκατε εκπληκτικό, αλλά δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε όλοι. Ήταν κάτι σαν μπουνιά στο στομάχι του έργου. Δεν είχε ούτε τη φινέτσα ούτε το στυλ που απαιτεί ο ρόλος. Κατάστεψε την εισαγωγή, κατάστρεψε το Money, Money!.Και πλάτιαζε όταν υποτίθεται ότι παρουσίαζε το "ίνδαλμα του Κιτ Κατ Κλαμπ", Σάλλυ Μπόουλς. Γενικώς ήταν από τις χειρότερες επιλογές για το ρόλο.Και η παράσταση μια απο τις χειρότερες που έχω δει ποτέ μου. Ανευρη, άοσμη, χωρίς ρυθμό, με τη σύνδεση των σκηνών να πάσχει σοβαρά και να προκαλεί ανία και πλήξη. Κρίμα που ο κ. Ρήγος πήρε τα δικαιώματα και επιφύλαξε αυτήν την αντιμετώπιση σε αυτό το έργο. Κρίμα που το Μεγαρο Μουσικής θεωρεί τον κ. Ρήγο τον σούπερ σκηνοθέτη που τα κάνει όλα: και θεάματα πίστας (δεν έχω τίποτα εναντίον τους) και το Καμπαρέ. Αλλά όπως διαπιστώνετε και η ίδια, όλες οι επιλογές έχουν τις συνέπειές τους. Σε αυτήν την περίπτωση δυστυχώς, Πίστα - Καμπαρέ: 1 - 0.