Ο ποδοσφαιριστής
Κατά το συνήθειο της Κλασικής Εποχής, οι στήλες που στήνονταν πάνω στους τάφους της Αττικής απεικόνιζαν τους νεκρούς σε ηρωικά στιγμιότυπα, σε σκηνές της καθημερινότητας ή σπανιότερα παρουσίαζαν εικόνες θρήνου. Σκηνές λίγο-πολύ τυποποιημένες. Έφιπποι πολεμιστές σε ώρα θριάμβου, όρθιοι αθλητές με τη στλεγγίδα, τον δίσκο ή το ακόντιο στο χέρι, σκηνές αποχαιρετισμού στο σπίτι, σκηνές από τον γυναικείο καλλωπισμό. Εκτός από τις περιπτώσεις που τα πράγματα είχαν αλλιώς. Που υπήρχε κάποιος ειδικός λόγος, που ο νεκρός ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, γνωστός για κάτι εξαιρετικό. Όπως στην περίπτωση του ποδοσφαιριστή της μαρμάρινης στήλης αρ. ευρ. ΕΑΜ 873 που εκτίθεται στην αίθουσα 23 του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η συγκεκριμένη στήλη απεικονίζει τον νεκρό δίπλα από το ίδιο του το μνήμα. Έχει πριν από λίγο σηκωθεί, έβγαλε το ρούχο του για να μην τον εμποδίζει, το δίπλωσε για να μην το λερώσει (ποιος ακούει τη μάνα του!), το ακούμπησε πάνω στη δική του επιτύμβια στήλη και ρίχνει μπαλιές με πάθος μπροστά στον πιτσιρικά που τον κοιτά με δέος, όπως κοιτάνε τους βιρτουόζους της γειτονιάς όσοι μεγαλώνουν σε άχτιστα οικόπεδα. Ο μικρός κρατάει στλεγγίδα και αρύβαλλο για να φρεσκάρει τον αθλητή όταν τελειώσει την προπόνηση. Ο ποδοσφαιριστής είναι συγκεντρωμένος στην άσκηση, με το βλέμμα καρφωμένο στην μπάλα. Το δεξί του χέρι είναι τραβηγμένο στην πλάτη και σφίγγει το αριστερό στον αγκώνα, με τον τρόπο που κάνουν και σήμερα όσοι δεν θέλουν να υποστούν το φάουλ για «χέρι». Όσοι δηλαδή ασκούνται στην ισορροπία του ενός ποδιού, με την μπάλα στο άλλο. Όπως όλα δείχνουν ο νεκρός της στήλης του Πειραιά ήταν ένας ταλαντούχος παίκτης της επίσκυρου, ενός παιχνιδιού που παιζόταν από δύο αντίπαλες ομάδες με μπάλα ή σφαίρα.
Την ώρα του ανέλπιστου θριάμβου της Εθνικής Ομάδας Ποδοσφαίρου στις 4 Ιουλίου 2004, το «τιμημένο» τρόπαιο βρέθηκε για λίγα λεπτά στα χέρια του ηρωικού σκόρερ, Άγγελου Χαριστέα. Ελάχιστοι μόνον θεατές (γνώστες της αρχαίας εικονογραφίας, όσο και ψύχραιμοι εκείνη την ώρα) συνειδητοποίησαν μια μικρή λεπτομέρεια που προβαλλόταν στις οθόνες της τηλεόρασης: το τρόπαιο ήταν διακοσμημένο στη μία από τις δύο όψεις του με τον ποδοσφαιριστή της στήλης του Πειραιά.
Φιλοτεχνημένο το 1960, όταν δημιουργήθηκε ο θεσμός (τότε Κύπελλο Εθνών Ευρώπης), το περίφημο κύπελλο πέρασε από τη μια νικητήρια ομάδα στην άλλη, φέροντας επάνω του αυτήν ακριβώς την παράσταση, μέχρι την τελευταία εμφάνισή του το 2004, λίγο πριν αντικατασταθεί από το καινούργιο, που είναι αδιακόσμητο. Για πολλούς από εμάς, εκείνη τη νύχτα ο αρχαίος ποδοσφαιριστής του Πειραιά είχε κάνει την επιστροφή του. Ο Άγγελος Χαριστέας κατά πάσα πιθανότητα δεν ήξερε τι αντίκριζε μπροστά του, δεν ήταν υποχρεωμένος, ούτε ήταν η στιγμή κατάλληλη, άλλωστε. Ο αρχαίος γλύπτης, όμως, γνώριζε ανθρώπους σαν τον Άγγελο Χαριστέα. Το είδος και το μέγεθος του πάθους τους, που ήταν χωρίς τέλος, χωρίς όρια. Και έκανε την υπέρβαση που μπορεί να καταλάβει όποιος ξέρει τι είναι να μην τρως, να μην κοιμάσαι και να μην πεθαίνεις ποτέ, γιατί έχεις την μπάλα στο μυαλό σου.
Το φιλί
Χαμένο ανάμεσα σε δεκάδες άλλα όστρακα, σε μια μικρή γωνιακή προθήκη της αίθουσας 54 του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, βρίσκεται ένα φιλί. Νεαρός, σχεδόν πιτσιρικάς, στεφανωμένος και με το χνούδι της εφηβείας ακόμη στο μάγουλο, δίνει με τα μάτια του ανοιχτά το πρώτο του φιλί, σκυμμένος προς το μέρος της. Εκείνη, όμορφη όπως αφήνεται να εννοηθεί από το τυλιχτό της βραχιόλι, έχει αγκαλιάσει τρυφερά το σγουρό του κεφάλι, λυγίζοντας με νάζι τα ακροδάχτυλα του δεξιού της χεριού. Η μορφή της έσπασε, αφήνοντας πάνω στο θραύσμα μόνο τα χείλη, ενώ το υπόλοιπο σώμα της βρίσκεται ακόμη στο χώμα κάτω από την πόλη, ζωγραφισμένο στα κομμάτια του αγγείου που μας λείπουν. Όμως η στιγμή είναι ολόκληρη εκεί, στα λίγα εκατοστά του οστράκου.
Το «Φιλί» του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (αρ. ευρ. ΕΑΜ Ακρ.189) αποτελεί μικρό κομμάτι από το ζωγραφισμένο κυκλικό πεδίο που διακοσμούσε τον πυθμένα μιας κύλικας, κατασκευασμένης την τελευταία δεκαπενταετία του 6ου αι. π.Χ. Το όστρακο βρέθηκε μεταξύ των ετών 1885-1890 στις ανασκαφές των επιχώσεων του Βράχου της Ακρόπολης από τον Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων Παναγή Καββαδία και τον Georg Kawerau. Κι όπως συμβαίνει συχνά με τα ευρήματα τόσο πρώιμων ανασκαφών, δεν σώθηκε ως εμάς –αν είχε ποτέ καταγραφεί– ο ακριβής τόπος και ο χρόνος της ανεύρεσής του. Στον αντίποδα, όμως, αυτής της ασάφειας, η προσεκτική μελέτη της τεχνοτροπίας του θραύσματος από τους Botho Graef και sir John Davidson Beazley στις αρχές του εικοστού αιώνα μας έδωσε στοιχεία για τον ζωγράφο του φιλιού. Σύμφωνα με τους ειδικούς της αττικής αγγειογραφίας, το αγγείο φιλοτέχνησε ο Ζωγράφος του Ξυλουργού (Τhe Carpenter Painter), όπως συμβατικά ονομάστηκε ο δημιουργός μιας σειράς από ανυπόγραφα ερυθρόμορφα αγγεία που χρονολογούνται από το 515 ως το 500 π.Χ. και προέρχονται από την Αθήνα. Αν και χρωστά το όνομά του στην ομώνυμη κύλικα του Βρετανικού Μουσείου που του αποδίδεται και που απεικονίζει έναν ξυλουργό εν ώρα εργασίας, ορισμένα από τα αγγεία του που σώθηκαν φέρουν παραστάσεις φιλιού. Τις παραστάσεις της προτίμησής του.
Ο Ζωγράφος του Ξυλουργού, ένας καλλιτέχνης, που δεν υπέγραψε ποτέ με το όνομά του, έζησε τις μέρες της ανατροπής της τελευταίας αθηναϊκής Τυραννίας και της γέννησης της Δημοκρατίας, είδε τις τελευταίες κόρες να στήνονται στην Ακρόπολη και συνέβαλε με τις δυνάμεις του στην επανάσταση της ερυθρόμορφης ζωγραφικής. Μπορεί να του ζητήθηκε να φιλοτεχνήσει αναρίθμητα αγγεία στην καριέρα του, στον αθηναϊκό Κεραμεικό, αλλά τούτο εδώ, όπως καταλαβαίνω, το είχε ζήσει πριν να το «γράψει» πάνω στον πηλό, είκοσι τέσσερις αιώνες πριν κάνει ακριβώς το ίδιο ο Gustav Klimt. Μικρό κι αθέατο θραύσμα από ψημένο χώμα που αφηγείται μια αγάπη στην Αθήνα και ό,τι οφείλει να ζήσει όποιος πάτησε αυτήν τη γη.
Η στήλη της μάνας από το Ψυχικό
Η επιτύμβια στήλη της Φιλονόης, που στέκεται σήμερα στην αίθουσα 18 του Μουσείου (αρ. ευρ. 3790), βρέθηκε στο Ψυχικό το 1937, στη διάρκεια οικοδομικών εργασιών και θεωρείται πως ανήκε σε ένα τοπικό νεκροταφείο. Η στήλη χρονολογείται περί το 370-360 π.Χ. Παρουσιάζει μια συνηθισμένη σκηνή για τα μνημεία του είδους αυτού, δηλαδή τη συνάντηση ορισμένων μελών του σπιτιού και τη συνομιλία τους μέσα σε ένα αρχιτεκτονικό πλαίσιο που μιμείται τον οίκο ή ενδεχομένως την είσοδό του, αν κρίνει κανείς από την αετωματική επίστεψη στην κορυφή της στήλης.
Μια συνομιλία σε μια στιγμή της καθημερινότητας, προορισμένη να μνημονεύει εις τον αιώνα ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα που έφυγε από τη ζωή. Κάτι που δεν γίνεται εξαρχής κατανοητό, αφού τίποτα στην παράσταση δεν προδίδει τον αποχωρισμό. Η στήλη παρουσιάζει την καθιστή Φιλονόη στα δεξιά να δέχεται την επίσκεψη της παραμάνας, που της φέρνει το μωρό να την καλημερίσει. Μια σκηνή που θα μπορούσε να συμβαίνει στις μέρες μας, μια Κυριακή πρωί ή ένα απόγευμα δροσερό του καλοκαιριού. Όμως δεν είναι έτσι. Και τα σημάδια του θανάτου είναι φανερά με μια προσεκτική ανάγνωση. Οι δυο γυναίκες της στήλης δεν απευθύνουν το βλέμμα η μία στην άλλη. Στην πραγματικότητα δεν συνομιλούν, αλλά κοιτούν το βρέφος ανάμεσά τους. Αυτό με τη σειρά του απλώνει τα χεράκια του να αγγίξει τη Φιλονόη, που δεν ανταποκρίνεται. Το δεξί της χέρι, αντί να ανταποδώσει το άγγιγμα, στρέφεται προς το στήθος της, σε μια στάση κλειστού σχήματος και συστολής. Η Φιλονόη αρνείται την επαφή, αφήνοντας μια απειροελάχιστη απόσταση μεταξύ των δακτύλων του παιδιού και του δικού της καρπού. Μια απόσταση τριών χιλιοστών, που δεν είναι ορατή αλλά υπαρκτή και οριστική.
Μια λεπτή και κρίσιμη διαφορά διακρίνεται και στα πρόσωπα των μορφών. Η παραμάνα είναι συντετριμμένη από τον πόνο του πένθους που διαγράφεται στην έκφρασή της. Αντίθετα, η Φιλονόη κοιτά το βρέφος αφηρημένα, με παγωμένο και ανέκφραστο τρόπο, χωρίς να συμμερίζεται κανενός είδους πάθος. Είναι γαλήνια και παγωμένη, επειδή δεν επιτρέπεται στους νεκρούς να νιώθουν τον πόνο των ζωντανών.
Τα χέρια των μορφών συνοψίζουν το ασυμβίβαστο της επικοινωνίας μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Τα χέρια της παραμάνας στηρίζουν τρυφερά το βρέφος σε μια τοξοειδή γραμμή που ξεκινά από τον ώμο της και φτάνει στον λαιμό του μικρού παιδιού, για να συνεχιστεί αμείωτη στο απλωμένο του χεράκι. Τα χέρια της Φιλονόης απέναντί του σχηματίζουν ένα τρίγωνο, ένα σχήμα κλειστό που αρνείται την επαφή. Τα ελάχιστα χιλιοστά της απόστασής τους δηλώνουν το χάσμα των δύο διαστάσεων, που θα παραμείνει αγεφύρωτο. Το χάσμα μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Το ίδιο χάσμα που απεικονίστηκε στην τοιχογραφία της «Δημιουργίας του Αδάμ» στην οροφή της Capella Sistina μεταξύ Θεού και Ανθρώπου. Η στήλη της Φιλονόης αποτυπώνει το οριστικό κενό δραματικά και διακριτικά, όπως υπαγόρευε η αίσθηση του μέτρου και της ιδιότυπης αξιοπρέπειας των Αθηναίων της Κλασικής Περιόδου απέναντι στον θάνατο.
Στο επίγραμμα της στήλης αναγράφεται: «Ενθάδε Φιλονόη κείται θυγάτηρ / Σώφρων Ευσύνετος, πάσαν έχουσ' αρετήν». Η στήλη της ενάρετης Φιλονόης θα στεκόταν για χρόνια, μπορεί και για αιώνες, πάνω από τον τάφο της, στο πλάι ενός δημόσιου δρόμου, κατά το συνήθειο των αθηναϊκών νεκροταφείων. Το βρέφος θα μεγάλωσε και θα έγινε άνδρας ή γυναίκα. Περνώντας μπροστά από το μνήμα της μητέρας του, δεν θα ήταν του δυνατό να μη ρίξει μια ματιά στην κίνηση του βρέφους, στα κλειδωμένα χέρια της μάνας και στα τεράστια τρία χιλιοστά που αποτύπωσαν στο μάρμαρο και στη ζωή του τη μεγάλη απώλεια.
Η στήλη της Φιλονόης είναι μία από τις εκατοντάδες σωζόμενες επιτύμβιες στήλες που φιλοτεχνήθηκαν στα αττικά εργαστήρια. Ωστόσο, οι λεπτές και υπαινικτικές διαστάσεις της αφήγησης δεν οφείλονται μόνο στις αξίες και τις αντιλήψεις της Αθήνας του 4ου αιώνα, αφού δεν απαντούν με τον ίδιο τρόπο παντού. Οφείλονται σε πρωτότυπες ιδέες που εφάρμοσε ο ανώνυμος γλύπτης (να προέκυψαν, άραγε, από τα δικά του βιώματα;) και οι οποίες ενδεχομένως να μην του είχαν ζητηθεί ποτέ από εκείνους που παρήγγειλαν τη στήλη.
Θάνατος στον ξένο τόπο
«Μηδείς ανθρώπων θαυμαζέτω εικόνα τήνδε»
Η ταφική στήλη του Αντιπάτρου από τον Κεραμεικό (αίθουσα 18, αρ. ευρ. ΕΑΜ 1488) δεν μοιάζει με καμία άλλη στα δάση των μουσείων. Ούτε ροδαλά πρόσωπα στον τελευταίο χαιρετισμό, ούτε βρέφη, ούτε αθλητές, ούτε γέροντες, ούτε κόρες Αθηναίες. Στην ανάγλυφη μετόπη της στήλης απεικονίζεται ένα λεοντόμορφο τέρας, ο «ειχθρολέων», όπως τον αναφέρει το επίγραμμα ακριβώς από κάτω. Το θηρίο είναι έτοιμο να κατασπαράξει το γυμνό σώμα του νέου πάνω στο νεκρικό κρεβάτι. Στην άλλη άκρη της κλίνης, ένας άλλος, εξίσου νέος άνδρας προσπαθεί να σώσει την τιμή του φίλου του, παλεύοντας να διώξει το κακό που επιτίθεται. Να διαφυλάξει το σώμα, την εικόνα που αναγνώριζε και αγαπούσε στη ζωή του. Και πίσω τους, διακριτικά σημειωμένη, η πλώρη του πλοίου που άραξε άγαρμπα στα ξένα βράχια, μακριά από τη γη τους. Ταξιδευτές και ξένοι χωρίς την προστασία των θεών τους, σε αλλόθρησκο τόπο. Φοίνικες σε ιερή αποστολή στην Αθήνα, όπως αναφέρει το επίγραμμα στο μάρμαρο. Νέα παιδιά.
Ψηλά πάνω από τη μετόπη αναγράφονται τα ονόματα των εικονιζόμενων στα ελληνικά και τα φοινικικά. Ο νεκρός Σεμ, γιος του Αμπνταστάρτ, με το ελληνικό του όνομα: Αντίπατρος γιος του Αφροδισίου (τον περιμένει ακόμα ο πατέρας του, στη γη της Φοινίκης). Και ο ορκισμένος φίλος που έστησε το μνήμα, ο Δομσαλώς, γιος του Δομανώ (αυτός γύρισε πίσω, τον είδε ο γερο-Δομανώς). Ο πρώτος γεννημένος στην Ασκαλώνα, εκεί όπου αιώνες αργότερα έγινε το Ισραήλ, και ο δεύτερος στη Σιδώνα, στον σημερινό Λίβανο. Φίλοι ορκισμένοι στον αιώνα από δύο τόπους, όπου οι άνθρωποι δεν συναντιούνται πια.
«Κανείς να μη ζηλέψει αυτό που βλέπει εδώ» Κανείς, γράφει η στήλη.
Η Παναγιά-Φρασίκλεια. Ένα αληθινό παραμύθι
Η Αθήνα του 1817 ήταν λίγο μεγαλύτερη από ένα χωριό. Και ο φαρμακοποιός με το όνομα Ερνέστης Ρομάνο ήταν ένας ξένος ανάμεσα στους ραγιάδες και στους Τούρκους της πόλης. Έσκαβε για το πηγάδι του μες στο χωράφι που μια μέρα θα γινόταν η πλατεία Κοτζιά. Και βρήκε το μάρμαρο με την καθιστή γυναίκα, δίπλα στον αρχαίο τάφο. Και πάνω τη λέξη «ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ». Γιατί έτσι έλεγαν την κεκοιμημένη. Ήταν σίγουρος ότι θα πιάσει πολλά λεφτά στους Φράγκους. Αλλά δεν πρόσεξε να κρατήσει το στόμα του κλειστό (la bocca chiusa, που του ’λεγε η μάνα του).
Το έμαθαν οι προεστοί κι ένας πιτσιρικάς με αέρα στα πανιά του, ονόματι Κυριάκος Πιττάκης. Και έκαναν φασαρία να του πάρουν την πλάκα, γιατί ήταν, λέει, αρχαία και τους ανήκε. Κι αυτός δεν την έδινε. Τρελός ήταν; Και φτάνουν μια μέρα πλήθος στο σπίτι του. Με τους παπάδες και τον Τούρκο καδή, που είχαν καταλλήλως λαδώσει. Έβαλαν τις φωνές, παρακαλούσανε, απειλούσαν. Στο τέλος πήρε στο χέρι 1.000 γρόσια (και άλλα 500 ο καδής κάτω απ’ το χέρι), του πήραν τη γυναίκα και φύγαν. Τον αφήσαν ήσυχο.
Την άλλη εβδομάδα η πλάκα ήταν στημένη όρθια στον νάρθηκα της Μεγάλης Παναγιάς παρά τω Ωρολογίω. Έβαλαν κι ένα σιδερένιο καντήλι πάνω της και προσκυνούσαν τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Γιατί αυτή καθόταν ήρεμη και μπροστά της είπαν ότι είχε τον Άγγελο Κυρίου. Κι επειδή ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, είδαν στην επιγραφή από πάνω το όνομα της Κυράς. Ήταν η Παναγιά-Φρασίκλεια, η δικιά τους Παναγιά.
Κι όπως την έφτιαξαν απ’ την αρχή και την αγάπησαν, έτσι μια μέρα την ξέχασαν όλοι μαζί. Έγινε η Επανάσταση, ήρθε μετά ο Όθωνας, ο Κυριάκος Πιττάκης μεγάλωσε κι έγινε ο πρώτος αρχαιολόγος της χώρας, πήραν την Κυρά, είπαν ότι «δεν είναι η Παναγιά», παρά μόνο μια Φρασίκλεια και την έκλεισαν σε μια αποθήκη. Η Εκκλησιά του Ωρολογίου κάηκε μια βραδιά από λάθος του καντηλανάφτη και δεν έμεινε τίποτα στις στάχτες.
Κάθεται τώρα πια στην αίθουσα 18 του Μουσείου, με τις άλλες γυναίκες στα μάρμαρα τριγύρω. Μια επιγραφή στη βάση λέει ότι είναι του 4ου αιώνα π.Χ. και ότι πέθανε νέα. Περνούν μπροστά της χιλιάδες ανυποψίαστοι επισκέπτες, αλλά εγώ βλέπω κάθε φορά τη σκουριά πάνω στην πέτρα που ’χει μείνει απ’ το καντήλι της Παναγιάς και της λέω ένα «χαίρε». Γιατί την άφησε κι ο Άγγελος και δεν έχει άνθρωπο να πει μια καλημέρα. Η Παναγιά-Φρασίκλεια από λάθος. Αιώνες πάνω στο μνήμα, μέσα σε ένα χωράφι, κάτω από εκεί που περπατούν με βεβαιότητα.
Ο Κώστας Πασχαλίδης είναι Δρ. Αρχαιολογίας, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ΥΠΠΟΑ
ΠΗΓΕΣ
Καλτσάς Ν., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα Γλυπτά, Αθήνα 2001, 186, 187 αρ. κατ. 367 / Botho Graef, Die antiken Vasen von der Akropolis zu Athen, vol. II, Berlin, 1925, 14-15 αρ. κατ. 189, πιν. 9 / www.getty.edu/art/gettyguide/artMakerDetails?maker=780 / www.britishmuseum.org/research/collection_online/collection_object_details.aspx?objectId=399658&partId=1 / Καλτσάς Ν., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα Γλυπτά, Αθήνα, 2001, 183, αρ. κατ. 362. / Καλτσάς Ν., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα Γλυπτά, Αθήνα, 2001, 190, αρ. κατ. 376 / Σάλτα Μ., «Επιτύμβια Στήλη», στο Αδάμ-Βελένη Π., Στεφανή Ε. (επιμ.), Έλληνες και Φοίνικες στα σταυροδρόμια της Μεσογείου, Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 177-178
σχόλια