Ο Γκας Βαν Σαντ και ο Νάνι Μορέτι, αμφότεροι κάτοχοι Χρυσών Φοινίκων σε παλιότερα φεστιβάλ Καννών, φαίνεται απίθανο να ντουμπλάρουν. Στην περίπτωση του Βαν Σαντ, το απίθανο παίρνει διαστάσεις πανωλεθρίας.
Το Sea of Trees του Γκας Βαν Σαντ ξεκινάει υπέροχα, έχοντας ήδη ένα υπέροχα τραγικό concept: Ο Μάθιου Μακόναχι ταξιδεύει στο Τόκιο για να αφαιρέσει τη ζωή του στο διαβόητο για τις αυτοκτονίες, δάσος Αοκιναχάρα, στους πρόποδες του όρους Φούτζι. Λίγο πριν την τελευταία πράξη, προσπαθεί να σώσει έναν Ιάπωνα (Κεν Γουατανάμπε) που παραπατά, σε κακή κατάσταση ανάμεσα στους βράχους και τα δένδρα, ενώ εμείς βλέπουμε αναδρομικά την προβληματική σχέση του με την σύζυγο, που υποδύεται η Νεϊόμι Γουότς.
Το Sea of Trees του Γκας Βαν Σαντ ξεκινάει υπέροχα, έχοντας ήδη ένα υπέροχα τραγικό concept: Ο Μάθιου Μακόναχι ταξιδεύει στο Τόκιο για να αφαιρέσει τη ζωή του στο διαβόητο για τις αυτοκτονίες, δάσος Αοκιναχάρα, στους πρόποδες του όρους Φούτζι.
Ο Αμερικανός υπόσχεται μια περιπλάνηση φαντασμάτων σε ένα ιδανικό τοπίο, αλλά παλινωδεί χωρίς τελειωμό ανάμεσα στο κλισέ οικογενειακό μελό και την ενοχική κατάρρευση ενός επιστήμονα που αδυνατεί να συλλάβει την έννοια του μεταφυσικού, σε έναν από τους στοιχειωμένους, μυθολογικά, φυσικούς χώρους του πλανήτη. Στην πλούσια εργογραφία του, ο Γκας Βαν Σαντ φαίνεται να γυρίζει τη μία ένα φιλμ για Όσκαρ, και την άλλη για Κάννες. Για κάθε Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ και Ψάχνοντας τον Φόρεστερ, υπάρχει ένα Elephant και ένα Last Days. Με το Sea of Trees, έφερε ένα θεωρητικά Οσκαρικό δράμα λύτρωσης στο φεστιβάλ Καννών, κι αντί να διαπρέψει με τον συνδυασμό, έχασε και τους δύο στόχους του.
Είναι να αναρωτιέται κάποιος πώς είναι δυνατόν το φεστιβάλ να επιλέγει έναν προηγούμενο νικητή του Χρυσού Φοίνικα, με μια κακή στιγμή του (οι κριτικές κυρίως από τους Αμερικανούς αλλά και από το ενδεικτικό καθημερινό βαθμολόγιο του Screen International, είναι σφαγιαστικές, κάτι που δεν θυμάμαι να έχει ξαναγίνει σε τέτοια έκταση στο παρελθόν με διεκδικητή, εντός συναγωνισμού) και να απορρίπτει τον Ταϊλανδό Απιτσατπόνγκ Βερεσεθάκουλ, ο οποίος μάλιστα κέρδισε Φοίνικα μόλις με την προηγούμενη ταινία, κι όχι πριν από 30 χρόνια (δηλαδή δεν είναι περίπτωση Κόπολα) και να τον υποβιβάζει στο Ένα Κάποιο Βλέμμα; Τόσο χάλια είναι η ταινία του Βερεσεθάκουλ, ή απλώς δεν προτιμήθηκε, έναντι της παρουσίας του Μάθιου Μακόναχι και της Γουότς στο κόκκινο χαλί;
Ο Νάνι Μορέτι δεν έχει καμμία σχέση με το πατατράκ του Βαν Σαντ.
Απλώς, το Mia Madre δεν συγκαταλέγεται στις καλύτερες ταινίες του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο Ιταλός σκηνοθέτης δεν βρήκε τα συγκινητικά του πατήματα μέσα από τη σχέση μιας σκηνοθέτιδας με την ετοιμοιάνατη μητέρα της. Μάλιστα, ο Μορέτι θέλησε να δώσει τον πρώτο ρόλο σε γυναίκα, κρατώντας για τον εαυτό του τον υποστηρικτικό ρόλο του αδελφού.
Ο Τζον Τουρτούρο περιηγείται κωμικά σε μια ταινία που γυρίζεται μέσα στην ταινία, προσθέτοντας μια όχι πάντα εύστοχη, αλλά ευπρόσδεκτη, κωμική ανακούφιση σε μια πένθιμη ενδοσκόπηση μιας κοντρολαρισμένης, έξυπνης αλλά θλιμμένης αστής, που σταδιακά ανακαλεί τα διδάγματα της καθηγήτριας μάνας, σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Ο Μορέτι έλαβε θετικές κριτικές, όπως και ο Γιώργος Λάνθιμος με τον εξαιρετικό Αστακό, ο οποίος αποθεώθηκε από τους Αμερικανούς ανταποκριτές και βρήκε μεγαλύτερη αντίσταση από τους Γάλλους, με τους Βρετανούς να βρίσκονται κάπου στη μέση. Με δεδομένο πως η ταινία ψάχνει, αν δεν έχει βρει ήδη, αγοραστές στις ΗΠΑ, έχοντας εξασφαλίσει διανομή σε δυνατές ευρωπαϊκές αγορές, το καλό buzz βοηθάει πολύ. Το Hollywood Reporter τον δίνει ως φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα, ενώ ακόμη έχουμε να διανύσουμε το υπόλοιπο μισό του φεστιβάλ, με αναμενόμενες ταινίες να προβάλλονται στις επόμενες ημέρες...
σχόλια