Τον Ρήσο τον ξέρω μόνο από αυτό εδώ το ερυθρόμορφο αγγείο του ζωγράφου του Λυκούργου. Διομήδης και Οδυσσσέας κλέβουν τα άλογα του Ρήσου. Μου άρεσε πολύ να κάνω την υπόθεση ότι τα άλογα αυτά, τα λευκά, -που σύμφωνα με κάποιον χρησμό, αν έτρωγαν τρωικό χόρτο και έπιναν νερό από τον Ξάνθο, θα έσωζαν την Τροία-, ήταν στην ουσία ανώτερα από αυτούς που τα ίππευαν, τους λίγο ξιπασμένους στρατηλάτες της ραψωδίας Κ της Ιλιάδας. Η άλλη ανάμνηση που έχω από τον Ρήσο είναι κάπως θολή. Ο πατέρας της Κατερίνας Ευαγγελάτου, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, την είχε ανεβάσει το 80 σαν καθαρόαιμη τραγωδία στην Επίδαυρο. Ο Ρήσος όμως είναι ένας ήρωας που στη μνήμη φτάνει μάλλον καθυστερημένα -προηγούνται άλλοι σταρς-, όπως καθυστερημένα έφτασε και στην Τροία. Οι Τρώες του ζητούν το λόγο –ήρθες να μοιραστείς τη δόξα της νίκης;- και εξηγεί ότι είχε να πολεμήσει του Σκύθες που είχαν επιτεθεί στη Θράκη. Ο Ρήσος στη φαντασία μου είναι κάπως ωραίος. Επειδή κατά το μύθο είναι γιός μιας από τις Μούσες και αναθρεμμένος από τις Ναϊάδες.
Ερμηνεύει το σωζόμενο κομμάτι περισσότερο σαν κωμωδία. Ακόμα όμως και ένα παιχνίδι πολέμου, ακόμα και αυτή η ανάλαφρη εικόνα, είναι από μόνη της τόσο τραγική, ειδικά για εμάς που ξέρουμε την έκβαση αυτής της ιστορίας. Οι ήρωές της είναι συγκινητικοί μέσα στην παιδική αλαζονεία, τον κομπασμό, την άγνοια κινδύνου, είναι σχεδόν αστείοι όταν κάνουν στρατηγικές και σχέδια παράτολμα. Είναι τόσο τραγικά φοβισμένοι! Είναι παιδιά και γίνεται πόλεμος!
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου αποφάσισε να κάνει την παράστασή της «Ρήσος του Ευριπίδη;» με το απαραίτητο ερωτηματικό δίπλα στον τίτλο, -αφού από πολλούς αμφισβητείται η ευριπίδεια πατρότητα του έργου-, στο Λύκειο του Αριστοτέλη. Το Λύκειο το βλέπετε μάλλον αν ανηφορίζετε τη Ρηγίλλης, αλλά και εδώ δεν έχουμε μπει ποτέ, ούτε εγώ ούτε ο Μιχάλης με τον οποίο αποφασίσαμε να δούμε την παράσταση, τη πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Για την ιστορία, η παλαίστρα του Λυκείου αποκαλύφθηκε το 1996 στη διάρκεια των σωστικών ανασκαφών και βρίσκεται μέσα στο οικόπεδο εμβαδού έντεκα στρεμμάτων, που είχε παραχωρηθεί από το ελληνικό Δημόσιο στο Ίδρυμα Β. και Ε. Γουλανδρή για την ανέγερση Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Ένας σχετικά άγνωστος χώρος στην καρδιά της πόλης.
Φτάνουμε έξω από το Ωδείο και χωριζόμαστε σε τέσσερις ομάδες. Οι οδηγοί μας φοράνε κόκκινες, κίτρινες, πράσινες και γαλάζιες μπλούζες. Είμαστε οι «κόκκινοι». Υποθέτω ότι η Ευαγγελάτου όταν είχε αυτή την ιδέα, την παράτολμη και πρωτότυπη να κάνει ένα έργο σε αυτό τον τόπο δεν είχε συλλάβει τις δυσκολίες. Αλλά είναι ακούραστος χαρακτήρας. Η παράσταση αρχίζει με μια ξενάγηση. Ακολουθούμε τα μονοπάτια με τις τριανταφυλλιές και τις λεβάντες και στεκόμαστε στο πρώτο σημείο. Βλέπουμε από κάπως ψηλά τον τόπο γύρω μας. Ακούγεται μια φωνή off. “Τι είναι ο τόπος; Υπάρχει τόπος ή δεν υπάρχει;” Είναι ένα απόσπασμα από το κείμενο του Αριστοτέλη «Ο τόπος» από τα «Φυσικά». Στον αυριανό θεατή θα πω να μην κομπλάρει αν δεν παρακολουθήσει ακριβώς το κείμενο, όπως και τα επόμενα δυο. Το «Περί ενυπνίων» από τα «Μικρά Φυσικά» και τα «Ήθη των Νέων» από την «Ρητορική». Είναι κείμενα πυκνά, αδύνατον να τα αναλύσεις εκείνη τη στιγμή. Απλώς σου βάζουν μια ιδέα. Την ερώτηση: ποιός είναι ο τόπος μου, τι είναι ο τόπος μου, αν είναι ένα όνειρο αυτό που ζω ή ένας εφιάλτης, οι νέοι τι κάνουν; Παλεύουν; Τις δικές μου σκέψεις σας εκμυστηρεύομαι. Τον ελεύθερο συνειρμό που σου επιτρέπει αυτός ο περίπατος, με αυτή την παράξενη πομπή άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων, που στέκονται και παρακολουθούν μια σκηνή πάλης, ένα νέο να πετά λουλούδια στους νεκρούς του. Είναι ένας πόλεμος αυτό που ζούμε ή μια φάρσα της ιστορίας, ένα παιχνίδι που θρηνούμε για τους ζωντανούς; Εδώ εμείς μέσα σε ένα μήνα, στο δικό μας εμφύλιο χάσαμε φίλους. Πετάμε χάρτινα λευκά λουλούδια όπως αυτός ο νέος απέναντί μας. Θα θρηνήσουμε.
Είμαστε λίγο πιο μελαγχολικοί όταν καθόμαστε στις θέσεις μας. Έχει βραδιάσει και έχει ένα κίτρινο φεγγάρι που ξεπροβάλει πάνω από τις πικροδάφνες, ο Μιχάλης μου το δείχνει, αυτό το κλισέ είναι μαγικό, το φεγγάρι από όπου και να ξεπροβάλλει. Στην Αθήνα και την Τροία. Φωτίζεται το βάθος, έρχονται προς το μέρος μας οι νέοι. Είναι πολεμιστές, στρατηλάτες, είναι παιδιά. Φοράνε κοντά παντελόνια, σαν βγαλμένα από τις εικονογραφήσεις παλιών αναγνωστικών, έχουν ξύλινα σπαθιά, χάρτινα καπέλα, μεταλλικά σουρωτήρια για κράνη, πολύ πείσμα. Έχουν περηφάνια και ανοησία, φόβο και αξιοπρέπεια. Είναι πολύ νέοι. Είναι παράτολμοι όπως οφείλουν να είναι. Είναι ο στρατός, ο χορός και οι ήρωες, είναι ο Έκτορας και ο Ρήσος, ο Ηνίοχος και ο Οδυσσέας, είναι ο Διομήδης, είναι ο Δόλωνας και ο Αινείας. Είναι σαν παραίσθηση ότι βρέθηκαν όλοι αυτοί εκεί με εμάς απέναντι. Είναι σαν φάρσα το ότι είναι όλοι γενναίοι.
Εδώ λοιπόν σε αυτό τον άδειο τόπο, η Ευαγγελάτου, αυτό το ειδικό είδος που είναι ο Ρήσος, που δεν έχει την «στοχαστική σεμνοπρέπεια του Αισχύλου ή τις συναρπαστικές συγκρούσεις αλησμόνητων χαρακτήρων που συναντάμε στον Ευριπίδη», όπως γράφει ο καθηγητής Βάιος Λιάπης, το ερμηνεύει ελεύθερα, ακομπλεξάριστα. Το βάρος των ονομάτων των ηρώων μεταμορφώνεται. Αν ποτέ ήθελα να αναμορφωθεί η τραγωδία ή η κωμωδία, αυτά τα στοιχεία θα ήθελα να δω. Τους χαρακτήρες να ξεγυμνώνονται, να γίνονται οι πτυχές τους ορατές, να σαρκάζονται, να βλέπω τις ρωγμές και τις αδυναμίες, να γίνουν οι δικοί μου ήρωες. Πιο πολύ αυτό παρά τη φόρμα. Ερμηνεύει το σωζόμενο κομμάτι περισσότερο σαν κωμωδία. Ακόμα όμως και ένα παιχνίδι πολέμου, ακόμα και αυτή η ανάλαφρη εικόνα, είναι από μόνη της τόσο τραγική, ειδικά για εμάς που ξέρουμε την έκβαση αυτής της ιστορίας. Οι ήρωές της είναι συγκινητικοί μέσα στην παιδική αλαζονεία, τον κομπασμό, την άγνοια κινδύνου, είναι σχεδόν αστείοι όταν κάνουν στρατηγικές και σχέδια παράτολμα. Είναι τόσο τραγικά φοβισμένοι! Είναι παιδιά και γίνεται πόλεμος!
Με συγκίνησε πολύ η ομάδα της παράστασης. Κέρδισε το ενδιαφέρον μου, το μάτι μου δεν χάθηκε, το μυαλό μου δεν αφαιρέθηκε. Αντιγράφω όλα τα ονόματα, δε θα ήθελα να ξεχάσω κανέναν. Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ορφέας Αυγουστίδης, Αντριάν Κολαρίτζ, Γιώργος Κουτλής, Ερρίκος Μηλιάρης, Αργύρης Πανταζάρας, Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημόκριτος Σηφάκης, Ουσίκ Χανικιάν, Ηλίας Χατζηγεωργίου. Εξαντλούν κάθε δυνατότητα. Αλωνίζουν μέσα στα στρέμματα, στις πέτρες, η κινησιολογία είναι εξοντωτική, τρώνε κυριολεκτικά χώμα, οι φωνές τους είναι διαυγείς, καμία πόζα, στόμφος, αυτή η υπερπροσπάθεια της ορθοφωνίας. Αυτό το «παιχνίδι» του έργου είναι σαν φυσικός, αναμενόμενος πόλεμος ανάμεσά τους. Κάποια στιγμή, εκεί που ο Έκτορας αναμετριέται με το Ρήσο –ποιός είναι ο πιο στρατηγός; Ποιός είναι ο πιο σπουδαίος;- μου έρχεται στο μυαλό μια σκηνή από τον «Πόλεμο των κουμπιών»:
-Ποιός μας έβρισε;
-Ο Αζτέκ μας είπε πορδοβουλώματα.
-Τι πάει να πει πορδοβουλώματα;
-Θα πει έχουμε πόλεμο.
Τόσο φυσικά, τόσο αυτονόητα...
Όταν η παράσταση τελειώνει, θέλουμε να περπατήσουμε. Να μιλήσουμε. Η Βασιλίσσης Σοφίας είναι ζεστή, ήσυχη και βρώμικη. Ο Μιχάλης κάνει μια σημαντική παρατήρηση: Υπάρχει μια σκηνή του έργου, στην οποία η Αθηνά μεταμορφώνεται σε Αφροδίτη. Μαγικά. Με ευτελή υλικά. Όμως η μεταμόρφωσή της (εννοώ του Αργύρη Πανταζάρα που υποδύεται τους ρόλους) είναι πειστική τόσο που ξεχνάς ας πούμε το φύλο. Σημασία έχει αυτό που λένε οι θεές. Η Ευαγγελάτου διάλεξε να μοιραστούν όλοι οι ρόλοι ισότιμα στην ομάδα. Σε μια άλλη περίπτωση, ένας σκηνοθέτης θα διάλεγε ίσως τους ρόλους αυτούς (των μόνων γυναικών) να τους υποδυθεί μια σταρ ηθοποιός. Θα ξεχώριζε μέσα στη νεολαία του θιάσου σαν τη μύγα μες΄ το γάλα. Μπορεί να έδινε και πόντους δημοσιότητας στην παράσταση, ή να συζητούσαμε μια ακόμα μείξη γενεών κλπ, κλπ. Το ότι δε συνέβη προσθέτει στην πυκνότητα της παράστασης. Πρωταγωνιστές και χορός είναι από το ίδιο εξαιρετικό υλικό. Είναι οι νέες γενιές του θεάτρου, δυνατές, με ορμή, σε αυτές στρέφεται πια η προσοχή μας. Είπαμε καληνύχτα και είχαμε ακόμα στη σκέψη μας μια βραδιά και μια εμπειρία υπέροχη. Ο επίλογος. Ωραία περάσαμε!
Σκέφτομαι πως οι παραστάσεις δουλεύουν στον ύπνο μας. Ο ύπνος έχει δύναμη και σβήνει κάθε άλλη εικόνα, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης. Ξύπνησα το πρωί και σκεφτόμουν τον εφιάλτη του Έκτορα, τον στρατό των παιδιών που ξεπροβάλει από τον τοίχο του Ωδείου και έρχεται με βήμα στρατιωτικό, μια σταγόνα ιδρώτα που έσταζε από τη μύτη ενός παλαιστή. Στο φωτο άλμπουμ του μέλλοντος, ενώ ακούγονται τα κρουστά του Δεσύλλα, από το βάθος, δεν θα ξεχάσεις ποτέ με ποιον είδες αυτή την παράσταση. Απόψε θα βάλω να δω τον Πόλεμο των Κουμπιών.
info:
Κατερίνα Ευαγγελάτου
ΕΥΡΙΠΙΔΗ[;] ΡΗΣΟΣ
Λύκειον Αριστοτέλους
Έως 9 Αυγούστου
20:30
www.greekfestival.gr
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης
Σκηνοθεσία – Δραματουργία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική σύνθεση: Λευτέρης Βενιάδης
Φωτισμοί: Γιώργος Τέλλος, Στέλλα Κάλτσου
Σχεδιασμός ήχου – Ηχοληψία: Κώστας Μιχόπουλος
Συνεργάτις αρχιτέκτων: Ίλυα Τασιούλα
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Αμαλία Νίνου, Ελένη Τσιμπρικίδου, Ελένη Κουτσιούμπα
Παίζουν (αλφαβητικά): Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ορφέας Αυγουστίδης, Αντριάν Κολαρίτζ, Γιώργος Κουτλής, Ερρίκος Μηλιάρης, Αργύρης Πανταζάρας, Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημόκριτος Σηφάκης, Ουσίκ Χανικιάν, Ηλίας Χατζηγεωργίου
Συμμετέχει η τάξη κρουστών του Δημήτρη Δεσύλλα από το Ωδείο Αθηνών: Βεατρίκη Αληθεινού , Δάφνη Ανδρεάδη, Σεμέλη Μαργαρίτη, Οδυσσέας Οικονομόπουλος, Πλούταρχος Τσουρής
Κόρνο: Νίκος Ανυφαντής
σχόλια