Μαντάμα Μπατερφλάι: Η ιστορία μιας σπουδαίας όπερας

Μαντάμα Μπατερφλάι: Η ιστορία μιας σπουδαίας όπερας Facebook Twitter
5

Αν εξαιρέσεις την πρώτη-πρώτη πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπατερφλάι» στη Σκάλα του Μιλάνου, στις 17 Φεβρουαρίου 1904, μια εκκωφαντική αποτυχία που ο Πουτσίνι δεν μπόρεσε να ξεχάσει ποτέ, όλες οι επόμενες παραστάσεις της ήταν ένας θρίαμβος για τον συνθέτη και την όπερά του – μία από τις τελευταίες μεγάλες στιγμές του ιταλικού μπελκάντο. Ο Πουτσίνι, ωστόσο, δεν πτοήθηκε – ήταν η όπερα που αγάπησε περισσότερο απ’ όλες.

Αμέσως μετά μείωσε την έκταση της –μεγαλύτερης απ’ όσο έπρεπε– δεύτερης πράξης και επέλεξε ένα αρκετά μικρότερο θέατρο για να εξασφαλίσει τη σωστή δραματική ατμόσφαιρα που χρειάζονταν το έργο του. Πράγματι, τρεις μήνες μετά, η δεύτερη παράσταση της Μαντάμα Μπατερφλάι στο Teatro Grande της Μπρέσια (Brescia) είχε ενθουσιώδη ανταπόκριση. Ο Πουτσίνι δούλεψε κι άλλο την δραματουργική οικονομία του έργου του, δίνοντας την έξοχη οριστική μορφή της στην εκδοχή που παρουσιάστηκε στην Opéra Comique του Παρισιού στις 28 Δεκεμβρίου 1906. Έκτοτε αποτελεί μία από τις πλέον δημοφιλείς όπερες του λυρικού ρεπερτορίου.

Τι έγινε στην πρώτη πρεμιέρα;

Το φιάσκο της πρώτης πρεμιέρας του έργου, πάντως, έχει ενδιαφέρον γιατί δεν αφορά την ποιότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας αυτή καθαυτή, αλλά τον τρόπο που λειτουργούσε η δυναμική αγορά του λυρικού θεάτρου τον 19ο αι. και στις αρχές του 20ού, και τα παιχνίδια που έπαιζαν και τότε τα ΜΜΕ (εν προκειμένω οι εφημερίδες).

Καθόλη της διάρκεια του 19ου αι. η κυριαρχία της όπερας στην ιταλική show-bizz ήταν απόλυτη. Το ενδιαφέρον κοινού και τύπου για κάθε νέο έργο ή για κάθε καινούργια παραγωγή παλαιότερου, ήταν μεγάλο. Οι λυρικοί τραγουδιστές ήταν οι σταρ της εποχής και οι συνθέτες όπερας ιδιαιτέρως προβεβλημένα πρόσωπα. Ήταν λογικό: σε μια εποχή που κάθε σπίτι περιωπής είχε πιάνο και που βασικός τρόπος διασκέδασης ήταν οι εσπερίδες στις οποίες δεσποινίδες και κυρίες έπαιζαν στο πιάνο δημοφιλείς συνθέσεις και άριες (οι παρτιτούρες ήταν συνήθως τυπωμένες, προς πώληση, τη μέρα της πρεμιέρας), κάθε όπερα που παρείχε νέο υλικό, γινόταν αμέσως σουξέ και θέμα συζήτησης.  

Αν εξαιρέσεις την πρώτη-πρώτη πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπατερφλάι» στη Σκάλα του Μιλάνου, στις 17 Φεβρουαρίου 1904, μια εκκωφαντική αποτυχία που ο Πουτσίνι δεν μπόρεσε να ξεχάσει ποτέ, όλες οι επόμενες παραστάσεις της ήταν ένας θρίαμβος για τον συνθέτη και την όπερά του –μία από τις τελευταίες μεγάλες στιγμές του ιταλικού μπελκάντο.

Επιπλέον τότε δεν θεωρούνταν ανάγωγο να εκφράσουν οι θεατές μεγαλοφώνως, την ώρα της παράστασης, την αρέσκεια ή την απαρέσκειά τους. Δεν τους απασχολούσε αν θα έκοβαν την συνοχή του έργου και της σκηνικής ερμηνείας του. Αν μία άρια ή ένα ντουέτο τους έκανε εντύπωση ζητούσαν, φωνάζοντας το γνωστό bis, την άμεση επανάληψή τους. Οπότε το έργο «πάγωνε» και η ορχήστρα και ο τραγουδιστής ερμήνευαν ξανά το κομμάτι για να ευχαριστήσουν το κοινό.

Μαντάμα Μπατερφλάι: Η ιστορία μιας σπουδαίας όπερας Facebook Twitter
Πάνω: H σοπράνο Ροζίνα Στόρκιο στην πρώτη παράσταση. Κάτω: Μακέτα του σκηνικού

Τι γινόταν, όμως, στην αντίθετη περίπτωση που το έργο δεν άρεσε; Οι φωνές, τα γέλια, οι αποδοκιμασίες και τα σαρκαστικά bis ήταν ο εφιάλτης συνθέτη και τραγουδιστών. Εννοείται πως δεν έλειπαν και οι στημένες αποδοκιμασίες που, αν γενικότερη συγκυρία ήταν ευνοϊκή, μπορούσαν να επηρεάσουν και τους αθώους θεατές.

Αυτό συνέβη με τη Μαντάμα Μπατερφλάι, στο τεράστιο (χωρητικότητας  σχεδόν 2.000 θέσεων) θέατρο της Σκάλα, που βρισκόταν στην κορυφή των πλέον επιδραστικών θεάτρων όπερας της εποχής. Φαίνεται πως η μυστικότητα που επεδίωξε ο παραγωγός κατά τη διάρκεια των προβών, ώστε να προκαλέσει το μέγιστο ενδιαφέρον του κοινού για το καινούργιο έργο του Πουτσίνι –δημιουργού, την προηγούμενη δεκαετία, των μεγάλων επιτυχιών Μανόν Λεσκό (1893), Λα Μποέμ (1896) και Τόσκα (1900)–, είχε αντίθετο αποτέλεσμα και προκάλεσε τη στημένη απόρριψή της πρεμιέρας.

Ο Ρικόρντι απαγόρευσε να κυκλοφορήσουν οι παρτιτούρες της μουσικής εκτός θεάτρου και απέκλεισε δημοσιογράφους και κριτικούς από τη συνήθη τακτική να παρακολουθήσουν πρόβα. Το γεγονός ότι για την πρώτη παράσταση είχαν εξασφαλιστεί εκλεκτοί, ιδιαιτέρως δημοφιλείς λυρικοί τραγουδιστές, με πρώτη την σοπράνο Ροζίνα Στόρκιο (Rosina Storchio) στον ρόλο της νεαρής Γιαπωνέζας, δεν στάθηκε αρκετό.

Σχεδόν από την αρχή της παράστασης το κλίμα ήταν αρνητικό. Κάποιες ατυχείς στιγμές, ένα σημείο της μουσικής που θύμισε «Μποέμ», η μεγάλη διάρκεια της δεύτερης πράξης, ήταν αρκετά για τις έντονες αποδοκιμασίες και τα έως και χυδαία σχόλια που ακούγονταν, εμποδίζοντας τους τραγουδιστές ν’ ακούν την ορχήστρα. Οι κριτικές της επόμενης μιλούσαν για «Φιάσκο στη Σκάλα!» Ο Πουτσίνι δεν θέλησε να δοθεί άλλη παράσταση, αναλαμβάνοντας το κόστος της ματαίωσης: έδωσε 20.000 λίρες στον Ρικόρντι!

Μαντάμα Μπατερφλάι: Η ιστορία μιας σπουδαίας όπερας Facebook Twitter
Αφίσα που δημιούργησε ο καλλιτέχνης Adolfo Hohenstein για ανέβασμα της Μαντάμα Μπατερφλάι

Η μόδα του ιαπωνισμού

Έως το 1853 η Ιαπωνία ήταν κλειστή στον έξω κόσμο. Στις 8 Ιουλίου δύο φρεγάτες κι άλλα δύο ακόμη πλοία του αμερικανικού πολεμικού Ναυτικού υπό τον Μάθιου Πέρι προσέγγισαν το λιμάνι της Ουράγκα. Αποστολή τους ήταν να πείσουν την ιαπωνική αρχή για έναρξη διπλωματικών σχέσεων και εμπορικών συναλλαγών. Κάτι τα κανόνια των Αμερικανών, κάτι που η Ιαπωνία είχε ξεμείνει με τον εξοπλισμό και την πολεμική τακτική των σαμουράι, η συνθήκη με τις ΗΠΑ για άνοιγμα των λιμανιών της Ιαπωνίας υπεγράφη το Μάρτιο του 1854. Ανάλογες συμφωνίες υπογράφηκαν και με άλλες χώρες της Δύσης τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Το άνοιγμα του υπέροχου, μυστικού έως τότε, κόσμου της εξωτικής Ιαπωνίας και η εμφάνιση στις δυτικές αγορές ιαπωνικών χειροποίητων κομψοτεχνημάτων (από βεντάλιες και κιμονό, λεπταίσθητες πορσελάνες, πολύτιμα έπιπλα από λάκα και είδη από και σμάλτο έως τις έξοχες γιαπωνέζικες ξυλογραφίες ουκίγιο-έ) προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση. Το β' μισό  του 19ου αι. η αδηφάγα (εμπορικά και πολιτιστικά) Ευρώπη υιοθέτησε την μόδα του «ιαπωνισμού» και σημαντικοί δημιουργοί διαφορετικών τεχνών αφέθηκαν στη γοητεία του σινοϊαπωνικού πολιτισμού.

 

Πιο γνωστή είναι η επιρροή που άσκησαν τα ιαπωνικά χαρακτικά στους ιμπρεσιονιστές και μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους (Μανέ, Μονέ, Βαν Γκογκ, Ντεγκά, Ρενουάρ, Γκογκέν, Τουλούζ-Λοτρέκ κ.ά.). Ωστόσο στην ίδια μόδα εντάσσονται μουσικά έργα όπως η μονόπρακτη όπερα « La Princesse Jaune» (1871) του Καμίλ Σαιν-Σανς αλλά και το κωμικό μελόδραμα «The Mikado» (1885) των εμπορικών Γκίλμπερτ και Σάλιβαν.

 

Μαντάμα Μπατερφλάι: Η ιστορία μιας σπουδαίας όπερας Facebook Twitter
Κλοντ Μονέ, «Η Γιαπωνέζα» (1875)
Μαντάμα Μπατερφλάι: Η ιστορία μιας σπουδαίας όπερας Facebook Twitter
Η Μαρία Κάλλας στο ρόλο της Μπατερφλάι

 

 

Το 1887 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα Madame Chrysanthème του Πιερ Λοτί, αξιωματικού του Ναυτικού και συγγραφέα πολύ δημοφιλών εξωτικών ιστοριών και αυτοβιογραφικών χρονικών από υπερατλαντικά ταξίδια και αποστολές. Ο συγγραφέας, αντλώντας από την προσωπική του εμπειρία, γράφει την ιστορία ενός ναυτικού που κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής του στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, και για όσο αυτή διαρκεί, εξαγοράζει για «σύζυγο» μία γκέισα.

Φαίνεται πως στο β' μισό του 19ου αι., κατά την κατάκτηση της Ιαπωνίας από τους βιομηχάνους και τους εμπόρους της Δύσης, το φαινόμενο ήταν συχνό και υπήρχαν μεσάζοντες που έβρισκαν εξωτικές «συζύγους» στους ενδιαφερόμενους. Το μυθιστόρημα του Λοτί σύντομα μεταφράστηκε στα αγγλικά και επηρέασε τη νουβέλα του Τζον Λούθερ Λονγκ «Madame Butterfly» που δημοσιεύτηκε το 1898 στο περιοδικό Century Illustrated Monthly Magazine. Ο ίδιος, βέβαια, είχε πει ότι την ιδέα του έδωσε η αδελφή του Τζέιν Κορέλ, που είχε ζήσει στην Ιαπωνία ως σύζυγος Μεθοδιστή ιεραπόστολου.

Στη σειρά των μετα-γραφών ακολουθεί το μονόπρακτο θεατρικό έργο του Ντέιβιντ Μπελάσκο, του γνωστού Αμερικανού παραγωγού, ιμπρεσάριου, σκηνοθέτη και συγγραφέα. Το μικρό έργο του συμπλήρωνε, σε ενιαία παράσταση, τη φάρσα του «Naughty Anthony» και λόγω του εξωτικού σκηνικού και της συγκινητικής νεαρής Γιαπωνέζας που αυτοκτονεί, μετά την εγκατάλειψή της από τον Αμερικανό αξιωματικό, άρεσε στο κοινό. Άρεσε και στον Πουτσίνι, που είδε το έργο στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 1900.

Επιστρέφοντας στην Ιταλία είχε ήδη αποφασίσει να γράψει μία όπερα πάνω στην ιστορία της δεκαπεντάχρονης λεπτοκαμωμένης σαν πεταλούδα γκέισας Τσο-τσο-σαν, που «παντρεύεται» τον Αμερικανό Πίνκερτον. Αυτός μετά από λίγο καιρό φεύγει. Εκείνη, εγκαταλειμμένη από τους δικούς της, φέρνει στον κόσμο το παιδί του και τον περιμένει να γυρίσει. Όταν, δύο χρόνια μετά, ο Πίνκερτον επιστρέφει με κανονική Αμερικανίδα σύζυγο, αυτοκτονεί.

Μαντάμα Μπατερφλάι: Η ιστορία μιας σπουδαίας όπερας Facebook Twitter
Η Ερμονέλα Γιάχο στο νέο ανέβασμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Φωτό: Valeria Isaeva

Ο Πουτσίνι έψαξε και μελέτησε την Ιστορία της Ιαπωνίας και του πολιτισμού της πριν γράψει την εξαίσια μουσική της «Μαντάμα Μπάτερφλαι». Η αλληλογραφία του το αποδεικνύει. Ήρθε σε επαφή με την κυρία Ογιάμα, τη σύζυγο του Ιάπωνα πρέσβη στην Ρώμη, η οποία του έδωσε πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες και του τραγούδησε τραγούδια της πατρίδας του.

Ο συνθέτης μελέτησε τις μεταφράσεις ιαπωνικών μουσικών στο δυτικό σημειολογικό σύστημα και χάριν του ρεαλισμού που επεδίωκε στα έργα του, ενέταξε επτά αυτούσιες ιαπωνικές μελωδίες στην μουσική σύνθεση (π.χ. στη σκηνή του γάμου ακούγεται το θέμα από τον ιαπωνικό αυτοκρατορικό ύμνο). Σε αντιδιαστολή των δύο πολιτισμών, η εμφάνιση του Πίνκερτον συνδέεται με τον αμερικανικό εθνικό ύμνο.

Τις τελευταίες δεκαετίες που οι post-colonial σπουδές γνώρισαν άνθηση, η υπέροχη όπερα του Πουτσίνι μελετάται στο πλαίσιο της σύγκρισης και σύγκρουσης δυο διαφορετικών στο πνεύμα και στην πράξη πολιτισμών. Ο Πίνκερτον κάνει το κέφι του, ενώ η αδύναμη μικρή Γιαπωνέζα αυτοκτονεί με το μαχαίρι που έκαναν χαρακίρι οι σαμουράι – έτσι έδιναν τέλος στη ντροπή για την ήττα τους, εξαγνίζονταν για τα κρίματά τους, αποκαθιστούσαν την τιμή τους και την τιμή των συγγενών και των συντρόφων τους. 

Περισσότερο από τις μετα-αποικιακές προσεγγίσεις, ωστόσο, με συγκινούν εκείνες οι προτάσεις που γράφει ο Τζέιμς Τζόις από το Δουβλίνο, στην αγαπημένη του Νόρα στην Τεργέστη, στις 25 Οκτωβρίου 1909:

«Και τώρα, μικρό μου κακοδιάθετο, κακότροπο, υπέροχο κοριτσάκι, υποσχέσου μου ότι δεν θα κλαις αλλά θα μου δίνεις κουράγιο να συνεχίσω τη δουλειά μου εδώ. Θα ήθελα να πας να δεις τη "Μαντάμ Μπατερφλάι" και να με σκέφτεσαι όταν ακούσεις τις λέξεις "Un bel di"».

 

Δύο μέρες της ξαναγράφει και αναφέρεται και πάλι στην ίδια όπερα:

«Το μόνο που ήθελα ήταν ν’ ακούσω αυτήν την όμορφη, ευαίσθητη μουσική συντροφιά μ’ εσένα. Ήθελα να νιώσω την ψυχή σου να σκιρτά από πόθο και λαχτάρα όπως η δική μου, όταν η ηρωίδα τραγουδάει τη ρομάντζα της ελπίδας της, "Un bel di", στη δεύτερη πράξη: "Μια μέρα, μια μέρα θα δούμε μια στήλη καπνού να ανεβαίνει στον ορίζοντα από τη θάλασσα, μακριά: τότε το πλοίο θα φανεί"».

 

 

Με τη Μαντάμα Μπαττερφλάι ανοίγει η Εθνική Λυρική Σκηνή στις 14 Οκτωβρίου 2020 | trailer

Μαντάμα Μπαττερφλάι

Τζάκομο Πουτσίνι

14, 16, 18, 20, 23, 25, 30 Οκτωβρίου & 1, 8, 15 Νοεμβρίου 2020

(Ώρα έναρξης 20.00 | Κυριακές 18.30)

Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος ΕΛΣ – Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος

Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός

Σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια: Ούγκο ντε Άνα

Σχεδιασμός προβολών: Σέρτζιο Μετάλλι – Ideogamma

Φωτισμοί: Βαλέριο Αλφιέρι

Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Τσο-Τσο-Σαν: Ερμονέλα Γιάχο (16, 20, 25/10/2020), Τσέλια Κοστέα (14, 18/10 & 15/11/2020), Κριστίνε Οπολάις (23, 30/10 & 1, 8/11/2020)

Σουτζούκι: Ολέσια Πετρόβα (18, 20/10/2020), Χρυσάνθη Σπιτάδη (14, 16, 23, 25, 30/10 & 1, 8, 15/11/2020)

Πίνκερτον: Τζανλούκα Τερρανόβα (16, 20, 23, 25/10/2020), Δημήτρης Πακσόγλου (14, 18, 30/10 & 1, 8, 15/11/2020)

Σάρπλες: Διονύσης Σούρμπης (16, 20, 23, 25/10 & 1/11/2020), Νίκος Κοτενίδης (14, 18, 30/10 & 8, 15/11/2020)

Γκόρο: Νίκος Στεφάνου (16, 20, 23, 25/10 & 1/11/2020), Γιάννης Καλύβας (14, 18, 30/10 & 8, 15/11/2020)

Μπόνζο: Γιάννης Γιαννίσης (16, 20, 23, 25/10 & 1/11/2020), Δημήτρης Κασιούμης (14, 18, 30/10 & 8, 15/11/2020)

Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία και Μονωδούς της ΕΛΣ

Σημειώνεται ότι λόγω της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, η όπερα θα παρουσιαστεί στην ενορχήστρωση του Έττορε Πανίτσα για περιορισμένη ορχήστρα (εκδ. Ricordi).

Τιμές: €15, €20, €30, €35, €42, €50, €55, €70

Φοιτητικό, παιδικό: €12

Περιορισμένης ορατότητας: €10

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 25.5.2017

Θέατρο
5

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Ο Στρίντμπεργκ και η «Ορέστεια» προσγειώνονται στον κόσμο της Λένας Κιτσοπούλου

Θέατρο / Η Μαντώ, ο Αισχύλος και ο Στρίντμπεργκ προσγειώνονται στον κόσμο της Κιτσοπούλου

Στην πρόβα του νέου της έργου όλοι αναποδογυρίζουν, συντρίβονται, μοντάρονται, αλλάζουν μορφές και λένε λόγια άλλων και τραγούδια της καψούρας. Ποιος θα επικρατήσει στο τέλος;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Οι Αθηναίοι / «Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Η ηθοποιός Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου θυμάται τα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης, το πείραμα και τις επιτυχίες του Χυτηρίου, περιγράφει τι σημαίνει γι' αυτή το θεατρικό σανίδι και συλλογίζεται πάνω στο πέρασμα του χρόνου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θωμάς Μοσχόπουλος

Θέατρο / «Άρχισα να βρίσκω αληθινή χαρά σε πράγματα για τα οποία πριν γκρίνιαζα»

Έπειτα από μια δύσκολη περίοδο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει τον δικό του «Γκοντό». Έχει επιλέξει μόνο νέους ηθοποιούς για το έργο, θέλει να διερευνήσει την επίδρασή του στους εφήβους, πραγματοποιώντας ανοιχτές πρόβες. Στο μεταξύ, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Αργυρώ Μποζώνη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Θέατρο / Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Ένα συναρπαστικό υβρίδιο θεάτρου, συναυλίας, πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου και rave party, βασισμένο στο έργο του επικηρυγμένου στη Ρωσία δραματουργού Ιβάν Βιριπάγιεφ, ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και αποπειράται να δώσει απάντηση σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

The Review / Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και ο δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου Γιώργος Βουδικλάρης μιλούν για την παράσταση «Ο Χορός των εραστών» της Στέγης, τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει το κείμενο του Τιάγκο Ροντρίγκες και τη χαρά τού να ανακαλύπτεις το next best thing στην τέχνη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Όπερα / Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Πολυσχιδής και ανήσυχη, η Φανί Αρντάν δεν δίνει απλώς μια ωραία συνέντευξη αλλά ξαναζεί κομμάτια της ζωής και της καριέρας της, με αφορμή την όπερα «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το «Κυανιούχο Κάλιο» είναι μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων 

Θέατρο / «Κυανιούχο Κάλιο»: Μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Όχι μόνο σε ανελεύθερα ή σκοταδιστικά καθεστώτα, αλλά και στον δημοκρατικό κόσμο, η συζήτηση για το δικαίωμα της γυναίκας σε ασφαλή και αξιοπρεπή ιατρική διακοπή κύησης παραμένει τρομακτικά επίκαιρη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

Θέατρο / Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

«Εκείνο που με σπρώχνει να δημιουργώ θεατρικούς χαρακτήρες είναι ο έρωτας», έλεγε ο Ουίλιαμς, που πίστευε ότι ο πόθος «είναι κάτι που κατακλύζει πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που μπορεί να καλύψει ένας άνθρωπος». Σε αυτόν τον πόθο έχει συνοψίσει τη φυγή και την ποίηση, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ