Κάτω από τον αφοπλιστικό ήλιο, με ένα ποτήρι κρασί στα χέρια και την απαραίτητη νικοτίνη, ο παρ' ολίγον διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ μοιάζει σχεδόν ανέμελος: ιδιαίτερα εύχαρις, παρά την αναστάτωση που δημιουργήθηκε στη συνέντευξη Τύπου, απολαμβάνει το τοπίο και τις ερωτήσεις. Η Ακρόπολη απέναντί μας μοιάζει σχεδόν ειρωνική, σαν να μας περιπαίζει, κρύβοντας τα δικά της μυστικά, τις δικές της ερμητικές υποδηλώσεις για όσα θα ακολουθήσουν. Του επισημαίνω το ειρωνικό του πράγματος – αυτός, ένας τόσο μπαρόκ και αλλόκοτος τύπος, κάτω από την Ακρόπολη. «Μου αρέσει η ειρωνεία. Είναι ένας πολύς ωραίος τρόπος να αναλύεις τα πράγματα και είναι εντελώς αντίθετη από τον κυνισμό. Η ειρωνεία είναι ένα γλυπτό που σε βοηθάει να επανακαθορίσεις τα πράγματα με τρόπο παιχνιδιάρικο και χιουμοριστικό». Και ο ίδιος το ξέρει καλά: με τις γυμνές μαινάδες του, τα σχεδόν ιερά και χλευαστικά σκαθάρια του, έναν τρόπο να μετατρέπει το υψιπετές παρελθόν της φλαμανδικής παράδοσης σε καλοστημένη φάρσα. Σαν αυτήν που ζήσαμε ή αυτήν που ζούμε αυτές τις μέρες στη δική μας χώρα. Αλλά, προς έκπληξή μου, δηλώνει αμετανόητος λάτρης της ομορφιάς: «Η ομορφιά οφείλει να είναι παρηγορητική, να σε απαλύνει από τα βάρη. Κάτι που πρέπει να καταλάβουν όλοι οι πολιτικοί, γιατί αν πάψουν να δίνουν λεφτά για την τέχνη, θα τερματιστεί και η κοινωνία».
Θα ήθελα το ελληνικό κοινό να είναι γενναιόδωρο και χωρίς παρωπίδες, όπως είμαι κι εγώ. Δεν έρχομαι με παρωπίδες, είμαι ένας επιμελητής και όχι διευθυντής, όπως είπα. Αυτό που θέλω είναι απλώς να συνενώσω αλλά και να φέρω σε αντιπαράθεση φιλοσόφους, εικαστικούς και καλλιτέχνες μέσα από ανοιχτές συζητήσεις και δρώμενα. Αυτό με ενδιαφέρει – και όχι να πετύχω. Ένας καλλιτέχνης δεν πρέπει ποτέ να σκέφτεται την επιτυχία. Δεν είναι αυτό το φαρμάκι (poison) που χρειάζεται. Η επιτυχία έχει να κάνει με το κέρδος, ενώ η τέχνη που υποστηρίζω και το φεστιβάλ που ονειρεύομαι έχουν να κάνουν με την ποίηση και τη φαντασία. Οπότε, από αυτή την άποψη, στόχος μου είναι η αποτυχία – και θέλω να είμαι ένας αποτυχημένος διευθυντής
Προφανώς με τους πολιτικούς ο Γιαν Φαμπρ δεν έχει ιδιαίτερη σχέση – και όσο κι αν ο κ. Μπαλτάς προσπάθησε να υπερασπιστεί την παραίτηση του Φλαμανδού, για την οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος, η κακή χημεία φάνηκε από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν δίπλα δίπλα αυτοί οι δύο εκπρόσωποι διαφορετικών κόσμων. Τον ρώτησα αν του φάνηκε παράδοξη η αναφορά του Έλληνα υπουργού Πολιτισμού, κατά τη συνέντευξη Τύπου, στον Ρέμπραντ και στον Βερμέερ. «Εννοείται πως μου φάνηκε παράξενη. Μα είναι Ολλανδοί! Εγώ ποτέ δεν αρνήθηκα τη βελγική ταυτότητά μου. Σε αντίθεση με τους Βέλγους, οι Ολλανδοί, όπως και πολλοί Ευρωπαίοι, επικεντρώνονται σε μια πλευρά του πράγματος και όχι στην ολότητα. Αντίθετα, οι Φλαμανδοί έχουν μια φαντασία που απλώνεται παντού και όχι σε ένα σημείο: αυτοί είναι καλβινιστές κι εμείς καθολικοί. Το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στον νου βλέποντας φλαμανδικούς πίνακες είναι "sex, drugs and rock 'n' roll". Τι άλλο είναι το μπαρόκ από μια ατελείωτη γιορτή, ένα πανηγύρι και η αποθέωση της ζωής από κάθε άποψη;».
Κάτι τέτοιο επέμεινε πως είχε ο ίδιος στο μυαλό του για το φεστιβάλ, το οποίο θα ήθελε το ελληνικό κοινό να το χαρεί, παρά τις διαφαινόμενες, εξαρχής, ενστάσεις. «Θα ήθελα το ελληνικό κοινό να είναι γενναιόδωρο και χωρίς παρωπίδες, όπως είμαι κι εγώ. Δεν έρχομαι με παρωπίδες, είμαι ένας επιμελητής και όχι διευθυντής, όπως είπα. Αυτό που θέλω είναι απλώς να συνενώσω αλλά και να φέρω σε αντιπαράθεση φιλοσόφους, εικαστικούς και καλλιτέχνες μέσα από ανοιχτές συζητήσεις και δρώμενα. Αυτό με ενδιαφέρει – και όχι να πετύχω. Ένας καλλιτέχνης δεν πρέπει ποτέ να σκέφτεται την επιτυχία. Δεν είναι αυτό το φαρμάκι (poison) που χρειάζεται. Η επιτυχία έχει να κάνει με το κέρδος, ενώ η τέχνη που υποστηρίζω και το φεστιβάλ που ονειρεύομαι έχουν να κάνουν με την ποίηση και τη φαντασία. Οπότε, από αυτή την άποψη, στόχος μου είναι η αποτυχία – και θέλω να είμαι ένας αποτυχημένος διευθυντής». Στον βαθμό όμως που μιλάμε για οργάνωση ενός φεστιβάλ, για υποχρεώσεις, για έξοδα, για ηθοποιούς που πρέπει να πληρωθούν, πώς ακριβώς θα μπορούσε ως καλλιτέχνης να αντιπαρέλθει όλα τα προβλήματα; Πώς μπορεί να δηλώνει ταυτόχρονα φιλόδοξος και αποτυχημένος; «Η Ελλάδα δεν έχει μεγάλη διαφορά από το Βέλγιο, καθώς κι εμείς μικρή χώρα είμαστε και μοιραζόμαστε τα ίδια προβλήματα». Και οι Έλληνες καλλιτέχνες που φάνηκαν να απουσιάζουν από το πλάνο; «Θέλω να βρουν τη δική τους φωνή οι Έλληνες καλλιτέχνες, να έχουν λόγο και φρέσκες ιδέες. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι και αυτούς θέλουμε να ανακαλύψουμε: που σέβονται την παράδοσή τους, κατέχουν τον αρχαιοελληνικό πλούτο, αλλά ανοίγουν δρόμους. Αβανγκάρντ χωρίς παράδοση δεν υπάρχει, κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ». Μια αόριστη, ωστόσο, απάντηση δεν αρκεί για να καλύψει το ανυπέρβλητο κενό που προκύπτει από ένα φεστιβάλ το οποίο κατ' επίφασιν έφερε τον τίτλο «διεθνές» και στην πράξη φαινόταν εντελώς «βελγικό». Κάτι που φάνταζε εντελώς αντιφατικό – ήταν άλλωστε αφορμή για την επερχόμενη παραίτηση. «Μα είναι καλό να υπάρχουν ξένες παραγωγές, ώστε να μπορέσουν να εμπνευστούν οι νέοι άνθρωποι» επέμενε ο Φαμπρ. «Κοιτάζοντας το παλιό πρόγραμμα, έβλεπα πολλές ελληνικές παραγωγές και λίγες ξένες, ενώ τώρα θα ήθελα να λειτουργήσει με αντίστροφο τρόπο, ώστε να ανοιχτούν νέοι δρόμοι. Οι καλλιτέχνες θα αναδειχθούν έτσι με βάση τη δουλειά τους και όχι για πολιτικούς και συναισθηματικούς λόγους». Εξακολουθώ να τον ρωτάω τι εννοεί με το «συναισθηματικούς» και «πολιτικούς λόγους» και αν φοβάται τις αντιδράσεις που θα προέκυπταν – και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα καν να διανοηθώ τον θόρυβο που θα προκαλούσαν οι αποσπασματικές και πολύ άσχημα αναπαραγόμενες σκηνές από το «Mount Olympus». «Παντού υπάρχουν συντηρητικοί άνθρωποι και αυτοί που αντιδρούν – και εδώ, και στο Βέλγιο. Ευτυχώς, όμως, ο θεός Δίας δίνει το παράδειγμα της περιπαιχτικής αντιμετώπισης. Δεν τον βλέπεις; Μας κοιτάζει από ψηλά».
«Κοιτάζοντας το παλιό πρόγραμμα, έβλεπα πολλές ελληνικές παραγωγές και λίγες ξένες, ενώ τώρα θα ήθελα να λειτουργήσει με αντίστροφο τρόπο, ώστε να ανοιχτούν νέοι δρόμοι. Οι καλλιτέχνες θα αναδειχθούν έτσι με βάση τη δουλειά τους και όχι για πολιτικούς και συναισθηματικούς λόγους»
«Είμαι αυτοκράτορας της απώλειας»
Ο ίδιος, πάντως, φαινόταν προετοιμασμένος για τα πάντα: «Είμαι αυτοκράτορας της απώλειας» μου είπε χαρακτηριστικά και σχεδόν προφητικά. «Είναι υπέροχο να απολαμβάνεις την αποτυχία – προσωπικά το λατρεύω». Χαϊδεύοντας το ποτήρι του, γελάει έντονα, καθώς υπολογίζει τις δραματικές προεκτάσεις μιας τέτοιας κίνησης. «Κοίταξε, κορίτσι μου, εμένα με ενδιαφέρει το σώμα, η ομορφιά των τραυμάτων πάνω στο σώμα, η απώλεια που διαπιστώνουμε πάνω μας όταν κοιταζόμαστε καθημερινά στον καθρέφτη, τα τραύματά μας. Πρέπει να αντικρίζουμε καθημερινά τα απτά και ορατά μας τραύματα. Αυτά είναι τα ατράνταχτα ιστορικά αποτυπώματα μιας αποτυχίας πάνω στο ίδιο μας το σώμα. Από εκεί ξεκινούν όλα». Η τραυματική, ωστόσο, πολιτική πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και γι' αυτό ο ίδιος ο Φαμπρ δεν ένιωσε το ίδιο συγκαταβατικός απέναντί της: «Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να μη δεχτώ. Να μη γίνω διευθυντής. Δεν ήθελα ποτέ να γίνω διευθυντής, δεν με ενδιαφέρουν τα πόστα, τα χρήματα, η πολιτική, αλλά το όραμα. Εκεί έχω στραμμένο το βλέμμα μου. Υπάρχουν άλλοι, πολύ καλύτεροι από μένα, να κάνουν την οργανωτική δουλειά». Δέχτηκε, ωστόσο, να αναλάβει μια κρίσιμη θέση, σε μια επίσης κρίσιμη περίοδο για τη χώρα: «Η κρίση είναι πολύ ενδιαφέρον πράγμα. Γιατί δημιουργεί πάντα κάτι καινούργιο – είναι ένα άνοιγμα στο αδύνατο». Επιμένει πως είναι μια συγκυρία πολύ οριακή, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη, που καλείται, επίσης, να επανοριοθετήσει την πολιτική της και να επαναπροσεγγίσει τη δημοκρατία: «Σε μια νέα δημοκρατία, είναι πολύ σημαντικό να βρίσκομαι στην πόλη που τη γέννησε». Παραδέχεται, –ή μάλλον το προέβλεπε– ότι ο δρόμος που ακολούθησε –αυτός που έφερε κυρίως το όνομά του– δεν θα είχε πιστούς ακολούθους και θα τον οδηγούσε σε περιπέτειες – «μα αν δεν ήταν περιπετειώδης η πορεία, δεν θα δεχόμουν. Χωρίς προβλήματα δεν προκύπτουν οι λύσεις. Πρέπει να βλέπεις κάθε φορά τις πληγές σου, να τις αποκαλύπτεις και να τις επιδεικνύεις και στους άλλους, δεν γίνεται αλλιώς». Δύο μέρες μετά, οι απογυμνωμένοι και λαβωμένοι θεοί της Ελλάδας –ή καλύτερα οι πολιτικοί εκπρόσωποι, που δεν αντιλήφθηκαν ούτε τι ζητούσαν από τον Φαμπρ ούτε τι έδιναν– έδειχναν στον Βέλγο καλλιτέχνη τον δρόμο της εξόδου. Έσπευσε να υποβάλει την παραίτησή του, λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, και ίσως τελικά να είναι ευτυχής που υπήρξε ο πιο παράδοξα αποτυχημένος καλλιτεχνικός διευθυντής στην ιστορία. Προτού καν αναλάβει σε ένα φεστιβάλ που είχε χάσει, λίγες μέρες πριν, όχι μόνο τη φήμη του αλλά και το ίδιο το όνομά του.
σχόλια