Ήταν μικροκαμωμένος και περισσότερο ευαίσθητος απ' όσο άντεχε. Έκανε άλματα ουράνια που έσκιζαν στα δύο τη σκηνή, αλλά είχε εμμονές που τον καθήλωναν στη γη. Φοβόταν τη θάλασσα, αλλά μπαινόβγαινε στη φωτιά, χαρίζοντας την ψυχή του στην έκσταση της τέχνης. Στο μυαλό του στριμώχνονταν μια μεγαλοφυΐα και οι εφιαλτικές παραισθήσεις της. Πριν παρασυρθεί από τη δίνη της σχιζοφρένειας και αποσυρθεί, μόλις στα 29 του, είχε προλάβει να κατακτήσει τον τίτλο του σπουδαιότερου χορευτή όλων των εποχών. Ο μύθος του παραμένει αναλλοίωτος, οι δημιουργίες του ντοκουμέντα μιας εποχής που η κίνηση άλλαξε για πάντα πορεία. Ποιος άλλος εκτός από τον μέγα Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ θα τολμούσε άραγε να ξαναζωντανέψει στη σκηνή τη χορευτική ύπαρξη του Βάσλαβ Νιζίνσκι;
Εδώ και ενάμιση περίπου χρόνο ο Μπαρίσνικοφ φορά ένα από τα πιο απαιτητικά κοστούμια της καριέρας του και αφηγείται με όλο του το είναι τα ενθύμια του μεγαλύτερου μπαλετικού μύθου. Μέσα από την εικαστική τελειότητα και ασφάλεια που του χαρίζει η σκηνοθεσία του Μπομπ Γουίλσον, υπό τους ήχους των Τομ Γουέιτς, Άρβο Περτ, Χένρι Μαντσίνι και παρασυρμένος από την προσωπική του άσβεστη δίψα για χορευτική συγκίνηση πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Letter to a man» που βασίζεται στο ταραχώδες «Ημερολόγιο του Νιζίνσκι». Πέρσι το καλοκαίρι έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Σπολέτο, πριν από λίγες εβδομάδες ολοκλήρωσε τις παραστάσεις του στη Νέα Υόρκη, οσονούπω κάνει πρεμιέρα στο Λος Άντζελες και τον Δεκέμβριο καταφθάνει στο παρισινό Espace Pierre Cardin.
Ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως μεγαθήρια του θεάτρου, του χορού και του κινηματογράφου τον «παρακάλεσαν» να μπει στον ρόλο του Νιζίνσκι, αλλά εκείνος ποτέ ως τώρα δεν υπέκυψε. Η πιο «βαρβάτη» πρόταση –μόνος του τη μαρτύρησε στον Τύπο– ήταν αυτή που του έκανε στα τέλη της δεκαετίας του '70 ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο οποίος φλεγόταν να δραματοποιήσει το «Ημερολόγιο».
Γεννημένος στο Κίεβο και σπουδασμένος στην αυτοκρατορική σχολή χορού στην Αγία Πετρούπολη, ο Νιζίνσκι, ως χορευτής, πατούσε pause όταν πηδούσε στον αέρα, είχε μια απαράμιλλη μουσικότητα και εκφραστικότητα και δεν δίσταζε να συνθλίψει τον εαυτό του για χάρη των ρόλων. Όταν, δε, αφοσιώθηκε στη χορογραφία –ταράσσοντας τις κλασικές φόρμες με μνημειώδεις δημιουργίες όπως «Το απόγευμα ενός φαύνου» (1912) και η «Ιεροτελεστία της άνοιξης» (1913)– επιβεβαίωσε ότι βρισκόταν χρόνια μπροστά από την εποχή του. Η γνωριμία του το 1909 με τον Σέργιο Ντιαγκίλεφ, θρυλικό ιμπρεσάριο, χορογράφος και ιδρυτή των Ρωσικών Μπαλέτων, του άνοιξε την πόρτα των ευρωπαϊκών χορευτικών σαλονιών, τον καθιέρωσε στην Δύση, αλλά συγχρόνως του αφαίρεσε ζωτικό χώρο.
Στη γη δεν πατούσε ποτέ. Όλα στη ζωή τα έκανε με άλματα: από το πρώτο του νούμερο στο τσίρκο, όπου έβγαζαν μεροκάματο οι γονείς του, έγινε κορυφαίος χορευτής στα Ρωσικά Μπαλέτα. Από πάμφτωχος πιτσιρίκος έγινε το απόλυτο χορευτικό θαύμα. Από άβουλος νεαρός που υπάκουε μια μητέρα που τον ωθούσε στην αμφισεξουαλικότητα για να μην τον περισπούν οι γυναίκες από την καριέρα του, έγινε οικογενειάρχης. Από έρμαιο στα χέρια του κάθε εκμεταλλευτή που τον αντάλλασσε με τους φίλους του στο κρεβάτι έγινε ο επαναστάτης που έφτυσε τον καθωσπρεπισμό στα μούτρα. Από υποχείριο του Ντιαγκίλεφ έγινε ένας μεγάλος καλλιτέχνης που, μεθυσμένος από τη φήμη του, γλεντούσε δημιουργώντας σκάνδαλα. Αλλά όλη αυτή η συσσωρευμένη πίεση τον οδήγησε στη σχιζοφρένεια, σε ένα ατελείωτο μπες βγες στα ψυχιατρεία κι εν τέλει στον θάνατο το 1950.
Το βιβλίο «Το ημερολόγιο του Νιζίνσκι» (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, ενώ τη μη λογοκριμένη εκδοχή εξέδωσε η Άγρα με τίτλο «Ημερολογιακά Τετράδια») είναι οι προσωπικές σημειώσεις που κρατούσε επί ενάμιση μήνα (9 Ιανουαρίου - 4 Μαρτίου 1919), διάστημα που αναζήτησε θαλπωρή στο Σεν-Μόριτς. Σε αντίθεση με άλλες προσωπικότητες που οδηγήθηκαν στη σχιζοφρένεια (όπως ο Νίτσε, ο Βαν Γκογκ, ο Σούμαν), εκείνος μόνο άφησε παρακαταθήκη την πορεία του προς το αναπόφευκτο φινάλε. Όσο ζούσε δεν επέτρεπε σε κανέναν να το διαβάσει. Όταν έφυγε από τη ζωή, το ημερολόγιο βρέθηκε τυχαία μέσα στα προσωπικά αντικείμενα της κόρης του. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: «Ζωή», «Θάνατος» και «Αισθήματα». Μέσα από αυτά ο ίδιος δίνει όλες τις απαντήσεις: αποκαλύπτει ανέκδοτες ιστορίες και αναμνήσεις, αναπτύσσει τη φιλοσοφία του, σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία του Ντιαγκίλεφ με ανεπανάληπτο τρόπο, αφήνει να διαφανούν οι παραισθήσεις του, ενώ, φτάνοντας προς το τέλος, η παραληρηματική γραφή φέρνει στην επιφάνεια την απόλυτη διαταραχή του.
Είναι, λοιπόν, πολλά αυτά με τα οποία έχει να αναμετρηθεί ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ στο «Letter to a man». Και προφανώς, εκτός από τις προσωπικές του σκηνικές κατακτήσεις, είναι η βαθιά σχέση του με τον Μπομπ Γουίλσον που τον υποχρέωσε να δεχτεί έναν ρόλο που στο παρελθόν αρνήθηκε τουλάχιστον 15 φορές. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως μεγαθήρια του θεάτρου, του χορού και του κινηματογράφου τον «παρακάλεσαν» να μπει στον ρόλο του Νιζίνσκι, αλλά εκείνος ποτέ ως τώρα δεν υπέκυψε. Η πιο «βαρβάτη» πρόταση –μόνος του τη μαρτύρησε στον Τύπο– ήταν αυτή που του έκανε στα τέλη της δεκαετίας του '70 ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο οποίος φλεγόταν να δραματοποιήσει το «Ημερολόγιο». «Έχει νόημα, δεν νομίζετε;» του είπε ο Σουηδός σκηνοθέτης, αλλά ο Μπαρίσνικοφ, παρόλο που καταγοητεύτηκε, στο τέλος οπισθοχώρησε: «Καλύτερα να το τολμήσετε με κάποιον που έχει μεγαλύτερες υποκριτικές δυνατότητες από μένα».
Ωστόσο, ο Μπαρίσνικοφ δεν περιορίστηκε στο βιβλίο(το οποίο στην πρώτη του έκδοση κυκλοφόρησε λογοκριμένο από την οικογένεια), στις λοιπές λογοτεχνικές αναφορές και στην καθοδηγητική μπαγκέτα του Μπομπ Γουίλσον, που τον στρίμωχνε σε 12ωρες πρόβες. Προσπάθησε να ερευνήσει μόνος του ό,τι θα τον βοηθούσε να ξεκλειδώσει μια προσωπικότητα σκοτεινή, σπουδαία, μυστηριώδη αλλά και ανεξερεύνητη. Ο Μίσα ψαχούλεψε στο παρελθόν των ανθρώπων που με κάποιον τρόπο αποτελούσαν το περιβάλλον του Νιζίνσκι. Έμαθε για την περίφημη κόρη του Κίρα (από τον γάμο του με την Ουγγαρέζα χορεύτρια, τη Ρομόλα ντε Πούλτσκι), μελέτησε την περίπτωση της αδελφής του Μπρονισλάβα Νιζίνσκα, που υπήρξε εξαίρετη χορογράφος, και αναζήτησε τι ήταν εκείνο που τον έδενε με τη φοβερή περσόνα και πρωτοπόρο του βρετανικού μπαλέτου Μαρί Ράμπερτς, τη γυναίκα που τον συμβούλευε όταν δημιούργησε τη μνημειώδη «Ιεροτελεστία της άνοιξης».
Όλες αυτές οι συναντήσεις διάνθισαν την παράσταση με σπαράγματα της ζωής του Νιζίνσκι. «Υπήρξαμε και οι δυο παιδιά της επαρχίας που εκπαιδευτήκαμε στο Mariinsky, και αφού το εγκαταλείψαμε, δεν επιστρέψαμε ποτέ. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που ενώνει τον μέγα Νιζίνσκι κι εμένα. Κατά τα άλλα, ακολουθήσαμε διαφορετικές κατευθύνσεις και είχαμε διαφορετικές προθέσεις» είπε ο Μπαρίσνικοφ στην «Guardian». «Ήταν ο τελειότερος χορευτής που έχω δει. Είχε σπάνια καθαρότητα προθέσεων: ήταν άνθρωπος και καλλιτέχνης ταυτόχρονα. Ακόμη και στις πιο δυστυχισμένες και τραγικές του στιγμές πίστευε ότι ο Θεός θα του έλεγε τι να κάνει, θα του έδειχνε ποιος είναι ο σωστός δρόμος. Όσο για την κληρονομιά του, είναι απλό: μετατόπισε την προοπτική για όλους». Κι εκείνος που ξέρει όσο λίγοι τι σημαίνει να ανατρέπεις το χορευτικό κατεστημένο, δεν μπορούσε να απουσιάζει από αυτή την πρόκληση.
σχόλια