Όσοι παρακολουθούν το Instagram του Αντώνη Φωνιαδάκη, είχαν από καιρό αντιληφθεί πως ανάμεσα στον διεθνή Έλληνα χορογράφο που έχει αναλάβει το τιμόνι του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τον διεθνή αστέρα του χορού Μπενζαμέν Μιλπιέ υπάρχει μια βαθιά φιλία και εκτίμηση. Τα σχόλια του ενός στις φωτογραφίες του άλλου δίνουν και παίρνουν. Γι’ αυτό και κατά τη σημερινή ανακοίνωση του προγράμματος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής η επερχόμενη άφιξη του Μιλπιέ στην Αθήνα ακούστηκε περισσότερο σαν ευχή που πραγματοποιήθηκε παρά σαν έκπληξη.
Ο Γάλλος χορευτής και χορογράφος, πρώην διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας των Παρισίων και σύζυγος της Νάταλι Πόρτμαν, καταφθάνει τον ερχόμενο Μάρτιο για να παρουσιάσει στο Θέατρο Ολύμπια τα Τοπία, ένα σπονδυλωτό πρόγραμμα στο οποίο τρεις χορογράφοι –η αφεντιά του, ο Φωνιαδάκης και ο Ντάγκλας Λι– παρουσιάζουν από μία δημιουργία τους.
Ο Μιλπιέ έχει την ευφυΐα εκείνου που διαχειρίστηκε έξοχα το πηγαίο ταλέντο του και μεταμορφώθηκε από μεγάλη ελπίδα του χορού σε έναν από τους σύγχρονους αστέρες του. Έχει την αυτοπεποίθηση εκείνου που μπορεί τη μία μέρα να γυρίζει διαφημιστικά σποτ για τον Yves Saint Laurent, τα κοσμήματα Van Cleef & Arpels και το λικέρ Baileys, αλλά την επομένη να κάνει πρόβες με τον Μπαρίσνικοφ και να του σφυρίζει όταν θέλει να τον επαινέσει.
Ποιος, όμως, είναι στην πραγματικότητα ο τύπος που δίδαξε μέσα σε λίγους μήνες χορό στη Νάταλι Πόρτμαν για να κερδίσει τελικά το μοναδικό της Οσκαρ για τον ρόλο της στον Μαύρο Κύκνο του Ντάρεν Αρονόφσκι; Πώς κατάφερε να ισοπεδώσει τον σνομπισμό του μπαλέτου της παρισινής όπερας και γιατί, ενώ είναι Γάλλος, δεν κατάφερε να συνεννοηθεί με κανέναν στους κόλπους του ιστορικού θεάτρου; Πώς φέρεται στον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ όταν κάνουν μαζί πρόβες;
Ο σπουδαίος χορευτής και χορογράφος που έχει επισκεφθεί και στο παρελθόν την Ελλάδα γνωρίστηκε με την Πόρτμαν στα γυρίσματα του Μαύρου Κύκνου. Κι ύστερα η ιστορία τους διανθίστηκε με μπόλικη ευτυχία: αντάλλαξαν πανάκριβα δακτυλίδια που οι ρεπόρτερ απαθανάτισαν κατά τη διάρκεια τελετών βράβευσης, παντρεύτηκαν κρυφά, απέκτησαν τον Αλέφ, περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους κάνοντας βόλτες στο Central Park, δηλώνουν με κάθε ευκαιρία πόσο στηρίζουν ο ένας τον άλλον και μοιράζονται τις ίδιες οικολογικές και κοινωνικές ανησυχίες. «Η γυναίκα μου είναι ένα πάρα πολύ έξυπνο και φυσιολογικό άτομο που περνά τον χρόνο της με τους καταπληκτικούς της φίλους της από το κολέγιο. Δεν θα τη δείτε να τρέχει δεξιά-αριστερά σε πάρτι».
Ο Μπενζαμέν Μιλπιέ γεννήθηκε το 1977 στο Μπορντό της Γαλλίας σε μια οικογένεια τριών αγοριών και ξεκίνησε μαθήματα κλασικού χορού σε ηλικία οκτώ ετών. Πρώτη του δασκάλα ήταν η μητέρα του, χορεύτρια γαρ. Το καλοκαίρι του 1992 φοίτησε στο θερινό τμήμα της Σχολής Αμερικανικού Μπαλέτου (SAB) και επιστρέφοντας στη Γαλλία κρατούσε στα χέρια του μια υποτροφία για την επόμενη χρονιά και μια πρόταση από τον Τζερόμ Ρόμπινς να χορέψει στο νέο του έργο. Μαζί με την ενηλικίωση, το 1995 έρχεται και η απόφαση να μετακομίσει μόνιμα στην πόλη που του χάριζε γενναιόδωρα διακρίσεις. Έγινε δεκτός στο περίφημο New York Ballet, στο οποίο το 2002 έγινε πρώτος χορευτής. Έχει χορογραφήσει και συνεργαστεί με το Μπαλέτο της Οπερας της Λυών, το American Ballet Theatre, με τη Μετροπόλιταν Όπερα και τα Μπαλέτα της Γενεύης, ενώ για ένα διάστημα υπήρξε χορογράφος in-residence στο Baryshnikov Arts Centre της Νέας Υόρκης.
Σήμερα, αυτό το χαρισματικό πλάσμα με τα γελαστά μάτια, το πονηρό χαμόγελο και το μονίμως αξύριστο πρόσωπο στήνει στο Λος Άντζελες το νέο του καλλιτεχνικό όραμα, την πλατφόρμα L.A. Dance Project. «Ο χορός είναι μια εύθραυστη μορφή τέχνης. Θέλω να φτιάξω ένα περιβάλλον όπου χορογράφοι, συνθέτες και καλλιτέχνες θα έχουν όσο χρόνο χρειάζονται για να δημιουργούν. Θέλω να αναπτύξουν οι χορευτές μου όλα τους τα ταλέντα» λέει.
Η έννοια του χρόνου και η ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι στοιχεία που συχνά ενσωματώνει και αναλύει στις χορογραφίες του. Ο Μιλπιέ έχει την ευφυΐα εκείνου που διαχειρίστηκε έξοχα το πηγαίο ταλέντο του και μεταμορφώθηκε από μεγάλη ελπίδα του χορού σε έναν από τους σύγχρονους αστέρες του. Έχει την αυτοπεποίθηση εκείνου που μπορεί τη μία μέρα να γυρίζει διαφημιστικά σποτ για τον Yves Saint Laurent, τα κοσμήματα Van Cleef & Arpels και το λικέρ Baileys, αλλά την επομένη να κάνει πρόβες με τον Μπαρίσνικοφ και να του σφυρίζει όταν θέλει να τον επαινέσει. Έχει την ευελιξία να εμφανίζεται ως guest κριτής στο «So you think you can dance» και την επομένη να παραδίνεται στο πνεύμα του Φίλιπ Γκλας.
Με τη σιγουριά που του δίνουν οι πολλαπλές του κατακτήσεις δοκιμάστηκε το 2014 σε μια θέση που για τους ανθρώπους του χορού είναι εξίσου γοητευτική κι επικίνδυνη: στη διεύθυνση του Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού. Η μετακίνησή του στη Γαλλία είχε όλα εκείνα τα στοιχεία ενός σφοδρού, αλλά σύντομου παρισινού έρωτα: ξεκίνησε σαν θύελλα και τελείωσε απότομα με την ανταλλαγή κομψών, αλλά γεμάτων δηλητήριο επιστολών. Η διεύθυνση της Όπερας του Παρισιού –όπως συνηθίζεται στους σοβαρούς οργανισμούς– ανήγγειλε την άφιξη του Μιλπιέ πολύ καιρό πριν, φούσκωσε τις προσδοκίες του αυστηρού κοινού και δημιούργησε μια σχετική αναταραχή στους κύκλους των κορυφαίων, αλλά καχύποπτων χορευτών. Εκείνοι, άλλωστε, ήταν που πρώτοι αναρωτήθηκαν πώς ένας 35χρονος που τα τελευταία 20 χρόνια υπέκυψε στη δημιουργική γοητεία της Νέας Υόρκης θα κατάφερνε να επιβληθεί σε μια ομάδα που δεν κάθισε σούζα ούτε στον Ρούντολφ Νουρέγιεφ.
Έπειτα, ήταν και η χρονική στιγμή που άναψε το δικό της φυτίλι σε αυτή την εύφλεκτη σχέση. Η οικογένεια Μιλπιέ έφτασε στη γαλλική πρωτεύουσα λίγους μόλις μήνες πριν από τις επιθέσεις στο «Charlie Hebdo». Η Νάταλι Πόρτμαν στην αρχή, όπως δήλωνε, έβρισκε «χαριτωμένο» και πολύ επαναστατικό να ζει σε μια πόλη όπου οι εργαζόμενοι κάνουν απεργίες. Αλλά μετά τις εισβολές στη σατιρική εφημερίδα και το εβραϊκό παντοπωλείο επικαλέστηκε την εβραϊκή της καταγωγή και δήλωσε ξεκάθαρα σε συνεντεύξεις: «Ναι, φοβάμαι να ζω στο Παρίσι».
«Η αντίδραση των χορευτών ήταν εξαιρετικά υπερβολική στα μάτια μου, αλλά μετριοπαθής, αν τη συγκρίνω με τις επιστολές προς το Κοινοβούλιο που ανέχτηκε η προκάτοχός μου Μπριζίτ Λεφέβρ ή τις απεργίες που αντιμετώπισε ο Νουρέγιεφ» δήλωσε πριν από λίγους μήνες κι αφού είχε αποχαιρετήσει τους Γάλλους. Στους 18 μήνες που άντεξε στη διεύθυνση του μπαλέτου η ανταλλαγή πυρών είχε μεγάλη ποικιλία: οι άνθρωποι του θεάτρου τον κατηγορούσαν ότι δεν έλαβε υπόψη του το μέγεθος του ιστορικού οργανισμού. Οι χορευτές σνόμπαραν τις αμερικανιές του και το διευθυντικό του χάρισμα λέγοντας πως «εδώ μετρά το βάρος των παραδόσεων». Το κοινό θιγόταν επειδή παραγκώνιζε το εθνικό τους φρόνημα και δεν τιμούσε αρκετά τους Γάλλους κλασικούς χορογράφους. Και οι επικεφαλής του σωματείου χορευτών τού τηλεφωνούσαν μέσα στη νύχτα για να διαπραγματευτούν. Εκείνος, από τη μεριά του, κατέβηκε από το αεροπλάνο, έχοντας εκπονήσει ένα σαρωτικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, έκανε ότι δεν άκουγε όταν τον έλεγαν αλαζόνα, επέμενε στο όραμά του για τον χορό, έμοιαζε πελαγωμένος από τις απαιτήσεις των 154 χορευτών και των 170 παραστάσεων τον χρόνο, χορογραφούσε όλο και λιγότερο και στοιχημάτιζε ότι θα τους οδηγούσε στην πολυπόθητη, για εκείνον, ανάπτυξη νέων οικονομικών μοντέλων. Μιλάμε, δηλαδή, για το απόλυτο χάος ή, όπως έγραψαν οι γαλλικές εφημερίδες, για μια «προγραμματισμένη μετωπική σύγκρουση». «Θα μπορούσα να είχα μείνει στο Παρίσι για άλλα πέντε ή δέκα χρόνια, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου φοβήθηκα ότι θα χάσω την ενέργειά μου. Αν είχα μείνει, θα ήμουν ένα διαφορετικό πρόσωπο» επέμενε.
«Τελικά, έχουν οι επαναστάτες τύψεις;», τον ρώτησε πρόσφατα η «Guardian», διεκδικώντας επιτέλους από τα χείλη του ένα αιχμηρό σχόλιο για την ατυχή κατάληξη της συνεργασίας με το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού. «Θα μπορούσαν να έχουν γίνει όλα με πιο αργούς ρυθμούς. Θα μπορούσα να είχα χειριστεί κάποια θέματα με διαφορετικό τρόπο». Αλλά, βέβαια, όταν έχεις ξαναπεράσει τον Ατλαντικό, όταν βλέπεις τις καλλιτεχνικές σου ανησυχίες να παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από τη ζεν καλλιτεχνική σου πλατφόρμα, τότε τις τσιρίδες και τις υστερίες των πρωτοκλασάτων χορευτών του Παρισιού δεν τις ακούς καν.
Info:
Τα "Τοπία" κάνουν πρεμιέρα 31 Μαρτίου 2017 στο Θέατρο Ολύμπια (για δέκα παραστάσεις). Το σπονδυλωτό έργο εκτός από το "Σαραμπάντ" του Μιλπιέ, αποτελείται και από τα "The Shaker Loops" του Αντώνη Φωνιαδάκη και μια άτιτλη προς το παρόν χορογραφία του Βρετανού Ντάγκλας Λι, σε μουσική Έτσιο Μπόσο.