LA LA LAND
Έχει κερδίσει ήδη τα βραβεία στις Ενώσεις Παραγωγών και Σκηνοθετών που εδώ και μερικά χρόνια τείνουν να διαφωνούν, όπως ακριβώς συμβαίνει στις αντίστοιχες κατηγορίες των Όσκαρ, από τον «Πιανίστα» και το «Σικάγο», μέχρι το «Spotlight» και την «Επιστροφή», με σφήνα το «Μεγάλο Σορτάρισμα» πέρσι. Συνυπολογίζοντας το ρεκόρ στις Χρυσές Σφαίρες, με 7 στο σύνολο, αλλά και την επικράτηση στις περισσότερες επιμέρους συντεχνιακές ενώσεις, η ταινία του Ντέιμιαν Σαζέλ πάει για πολλά. Ίσως όχι όσα μάζεψε το «West Side Story» (10) ή το αλήστου μνήμης «Gigi» (9), αλλά πιο πολλά από το «Σικάγο» (6), που είναι το τελευταίο μιούζικαλ που βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, το 2002 − το «Καμπαρέ» του Μπομπ Φόσι, τη χρονιά του «Νονού», είχε 8, αλλά όχι το κορυφαίο. Αν βάλουμε στο καλάθι αυτά της ταινίας και της σκηνοθεσίας, της σκηνογραφίας και των κοστουμιών, του τραγουδιού και της μουσικής, της Έμα Στόουν μετά τη νίκη της στο Σωματείο των Ηθοποιών, και μίας από τις δύο ηχητικές κατηγορίες, με το «Hacksaw Ridge» του Μελ Γκίμπσον να απειλεί, φτάνουμε πρόχειρα και χοντρικά στα 8 (με ανοδικές τάσεις) στις 14 υποψηφιότητες, αν δεν συμβεί κάτι συνταρακτικό, με το σενάριο σε εκκρεμότητα, αφού οι επαγγελματίες «γραφιάδες» του σινεμά δεν έχουν αποφασίσει ακόμη. Η συγκεκριμένη κατηγορία είναι και η πιο επίφοβη, γιατί κάποιες ταινίες μπορεί στα χαρτιά να διαθέτουν πρωτότυπο σενάριο, αλλά ανάμεσα στις γραμμές διακρίνονται οι ραφές από τις επιρροές (βλέπε «The Artist»). Backlash δεν έχει διαγνωστεί και οι εταιρείες στοιχημάτων δίνουν εμφατικά προγνωστικά υπέρ του αίθριου τυφώνα του «La La Land».
MOONLIGHT
Τέτοια εποχή πέρσι πολλοί προδίκαζαν πως η «Γέννηση ενός έθνους» του Νέιτ Πάρκερ θα αποτελούσε το τέλειο αντίδοτο για το #oscarsowhite. Μια άλλου τύπου κατακραυγή, με μια υπόθεση βιασμού που καταγγέλθηκε αναδρομικά, σπίλωσε τη φήμη του Πάρκερ και του συν-σεναριογράφου και φίλου του από τα φοιτητικά του χρόνια, Τζιν Μακτζιάνι Σελεστίν, και οι ελπίδες θάφτηκαν σιωπηλά και οριστικά, όσο κι αν οι συντελεστές προσπάθησαν να προσπεράσουν το αμαρτωλό γεγονός στο Φεστιβάλ του Τορόντο ως τετελεσμένο και άσχετο με το διά ταύτα − άγνωστες οι βουλές και οι «σανζάν» ηθικές διαθέσεις του Χόλιγουντ, που έδωσε καθυστερημένη άφεση αμαρτιών στον Ρόμαν Πολάνσκι με το Όσκαρ στον «Πιανίστα», παρά τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με τη Δικαιοσύνη. Στα αποκαΐδια, λοιπόν, μιας ταινίας που πήρε εγκωμιαστικές κριτικές και τα πήγε καλά στο box office, αλλά ξεψύχησε στα βραβεία, αναδύθηκε το «Moonlight», ένα σαφώς πιο ποιητικό δράμα με πολιτικές διαστάσεις μέσα από τη βιωματική αφήγησή του. Η ταινία του Μπάρι Τζένκινς έχει 8 υποψηφιότητες και σοβαρές πιθανότητες για δύο από αυτές, για τον Μαχέρσαλα Άλι στον δεύτερο ρόλο και για το διασκευασμένο σενάριο − που η Ένωση Σεναριογράφων θεώρησε πρωτότυπο, γιατί βασίζεται στο θεατρικό του Ταρέλ Άλβιν Μακρέινι, που όμως δεν έχει ανέβει κανονικά ως παράσταση.
ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
MANCHESTER BY THE SEA
Ο Κένεθ Λόνεργκαν έφτιαξε μια τραγωδία αμερικανική, ακαδημαϊκή, πένθιμη, τέλεια γραμμένη ως προς την ανάπτυξη και τη διάσταση των χαρακτήρων, μέσα στον πλούτο της οποίας εκμεταλλεύτηκε πολλές σκηνές και τις σκηνοθέτησε με επάρκεια και οξυδέρκεια, συγκινώντας, χωρίς να εκβιάσει με περιττούς συναισθηματισμούς. Ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης που άφησε μεγάλες υποσχέσεις με το «You can count on me» το 2000 και τα βρήκε σκούρα με τους παραγωγούς, διεκδικώντας το τελικό μοντάζ στο πολύπαθο «Margaret» με την Άνα Πάκουιν πριν από μερικά χρόνια, ολοκληρώνεται με ένα δράμα αξιώσεων και βαρύτητας, μία από εκείνες τις prestige ταινίες που επισημαίνουν σκηνοθετικά το ψυχολογικό βάθος και συνήθως μαζεύουν υποψηφιότητες στα Όσκαρ και αν τους βγει, αποχωρούν με σημαντικές νίκες, όπως είχε συμβεί με ένα παρόμοιο έργο, το «Συνηθισμένοι Άνθρωποι» του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, το 1980. Με το «Σπίτι δίπλα στη θάλασσα» (6 υποψηφιότητες) ο Λόνεργκαν είναι φαβορί για το πρωτότυπο σενάριο στην κατηγορία όπου ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Ευθύμης Φιλίππου πλασαρίστηκαν για τον «Αστακό», μια αντικειμενικά πιο «πρωτότυπη» ταινία, αλλά σίγουρα περιθωριακότερη για τα γούστα 6.000 και πλέον ψηφοφόρων − αυτό λένε και τα τζογαδόρικα πρακτορεία που ειδικεύονται στο θέμα. Η ταινία μπορεί να ντουμπλάρει τα Όσκαρ της με τον Κέισι Άφλεκ, ο οποίος έχει κερδίσε τα σημαντικότερα βραβεία μέχρι στιγμής, χάνοντας ωστόσο αυτό του Σωματείου Ηθοποιών, από τον Ντενζέλ Γουόσινγκτον. Η ερμηνεία του αδελφού του Μπεν είναι χαμηλότονη, μια θρυμματισμένη απόδοση ενός σπασμένου άνδρα που αντιδρά σπασμωδικά ή βουβά, χτυπημένου από τη μοίρα και φρικαρισμένου στην ιδέα μιας ευθύνης που αδυνατεί να σηκώσει στους ώμους του. Αντίθετα, ο Γουόσινγκτον ξεδιπλώνει το τεράστιο ταλέντο του σε έναν πιο αβανταδόρικο, θεατρογενή ρόλο που γνωρίζει πολύ καλά, αφού έχει πάρει Tony στο θέατρο, παίζοντας επί καιρό τον σκουπιδιάρη ήρωα και επιπλέον σκηνοθέτησε τον εαυτό του στο «Fences». Μια καλή δικαιολογία για την πρόσφατη έκπληξη στα βραβεία SAG ήταν το γεγονός πως ο Γουόσινγκτον δεν είχε βραβευτεί ποτέ από τους συναδέλφους του, αλλά τα 2 κερδισμένα Όσκαρ του ίσως μετρήσουν εναντίον του. Πάντως, είναι ο πιο υπολογίσιμος για ανατροπή και στις 4 κατηγορίες ερμηνειών, αφού η Βαϊόλα Ντέιβις, στον δεύτερο γυναικείο ρόλο, είναι ακλόνητο φαβορί, καθώς όλα δείχνουν πως ετοιμάζεται να τιμηθεί για την εντυπωσιακή πορεία της τα τελευταία χρόνια, μαζί με τον συγκεκριμένο ρόλο − στον οποίο είναι πραγματικά σπαρακτική. Σημειωτέον ότι το «Fences» δεν έχει προγραμματιστεί ακόμη από την ελληνική διανομή και εν πολλοίς εξαρτάται και από τα Όσκαρ το αν τελικά θα παιχτεί στη χώρα μας.
ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
HACKSAW RIDGE
Έργα μεγάλων σκηνοθετών αγνοήθηκαν φέτος στα Όσκαρ: ο Κλιντ Ίστγουντ με το «Sully» (σε πείσμα της μεγάλης επιτυχίας και των θετικών κριτικών), ο Μάρτιν Σκορσέζε με τη «Σιωπή», που εγκωμιάστηκε, αλλά παρακάμφθηκε πανηγυρικά, με εξαίρεση τη φωτογραφία του Ροντρίγκο Πριέτο, ο Ανγκ Λι με το «Billy Lynn's Halftime Walk», παρά τις τεχνικές καινοτομίες που διαφημίστηκαν δεόντως στις πρώτες του προβολές. Δεν είναι ότι η εννιάδα των υποψήφιων ταινιών για το μεγάλο Όσκαρ κατακλύστηκε από ρηξικέλευθες παραγωγές, όπως κατά τεκμήριο δείχνει το περιεχόμενο −για να πάρουμε ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα− του «Hidden Figures», με θέμα τον κρίσιμο ρόλο τριών Αφροαμερικανίδων στο διαστημικό πρόγραμμα της NASA τη δεκαετία του '60 ή του «Lion», σε παραγωγή και κυρίως προώθηση του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, με ήρωα έναν νεαρό Ινδό που ψάχνει το λάθος που του στοίχισε την παιδική του ηλικία. Απλώς, δεν χωράνε όλοι και στον λογαριασμό περίσσεψαν τρανταχτά ονόματα, γεγονός αρχικά θετικό, με την απαραίτητη προϋπόθεση η γενικότερη εικόνα των υποψηφιοτήτων να συμπληρωνόταν από αιχμηρότερες επιλογές. Διότι η επιστροφή του Μελ Γκίμπσον με το «Hacksaw Ridge» φυσικά και φανερώνει την εκτίμηση σε ένα εξαιρετικά καλοσκηνοθετημένο έργο, αλλά υπογραμμίζει και τη γενναιόδωρη συγχώρεση, για να μιλήσουμε με χριστιανικούς όρους που τόσο αγαπά ο Mad Mel, σε ένα λαμπρό και παραστρατημένο εξ αγχιστείας τέκνο του Χόλιγουντ. Με υποψηφιότητες για σκηνοθεσία και ερμηνεία για τον Άντριου Γκάρφιλντ, το πολεμικό δράμα για τον αντιρρησία συνείδησης που έσωσε ζωές και αντιστάθηκε στον πειρασμό της βίας, ένα κλασικά δομημένο φιλμ με προηγμένο μοντάζ και ηχητικό υπόβαθρο, δεν έχει σοβαρές πιθανότητες, εκτός από τις τεχνικές κατηγορίες, αλλά μπορεί να δώσει ωραία λαβή για καυστικά σχόλια περί μετανοημένου αντισημιτισμού στον παρουσιαστή Τζίμι Κίμελ, ως παρένθεση στην αντι-Τραμπ ρητορική που σίγουρα θα δώσει τον τόνο της βραδιάς.
Πάντως, αν η Ακαδημία ήθελε πραγματικά να κάνει τη διαφορά σε μια εποχή ξενοφοβίας και διχασμού, θα είχε φροντίσει να ενισχύσει και το μη αγγλόφωνο ανθρώπινο δυναμικό της, πέρα από το χρώμα του δέρματος που εν μέρει διόρθωσε μετά την περσινή δυσαρέσκεια, έτσι ώστε να παρεισφρήσουν ταλέντα από άλλες χώρες. Με τον Λάνθιμο και τον Φιλίππου ουσιαστικά να έχουν υπογράψει μια βρετανική παραγωγή, μόνο η Ιζαμπέλ Υπέρ εκπροσωπεί τον «υπόλοιπο» κόσμο. Η υποψηφιότητά της είναι ευπρόσδεκτη, δίκαιη, αλλά, ειλικρινώς, καθυστερημένη − και πάλι καλά να λέμε. Το «Εκείνη» δεν είναι ευκαταφρόνητη περίπτωση ταινίας, καθώς το θέμα της δεν είναι στρογγυλεμένο και εύκολο και η προσέγγιση καθόλου δεν χαϊδεύει τα αμερικανικά γούστα περί ορθότητας. Στην κατηγορία του πρώτου γυναικείου ρόλου τα προγνωστικά δίνουν ως φαβορί την Έμα Στόουν, αφήνοντας πίσω τη Νάταλι Πόρτμαν για την «Τζάκι» και την Υπέρ. Η Ρουθ Νέγκα, σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη ερμηνεία για το υπέροχο «Loving» του Τζεφ Νίκολς, δεν συζητιέται, όπως μακριά μένει, λόγω κορεσμού και μόνο, η Μέριλ Στριπ για τη «Φάλτσο Σοπράνο», που ωστόσο επιβάλλεται να μη θεωρείται πρόχειρα και άμυαλα ένα αναγκαίο κακό στην ετήσια πεντάδα. Κανείς σοβαρός αναλυτής του σινεμά δεν πρέπει να θεωρεί τη Στριπ δεδομένη και τα βραβεία της δείγμα αυτόματου σεβασμού. Στην ταινία του Στίβεν Φρίαρς φτιάχνει ένα από τα πλέον δύσκολα πορτρέτα της καριέρας της, μια γυναίκα που δεν ξέρει να τραγουδάει, ενώ η καλλίφωνη Στριπ ξέρει πώς, και με το παραπάνω. Και δεν είναι μόνο αυτό το θέμα, αλλά η εν γένει εξέλιξη ενός δυστυχισμένου πλάσματος που υπερνικά την ασθένεια που την ταλαιπωρεί και την κοροϊδία που αντιλαμβάνεται με την άκρη της ψυχής της, εκπληρώνοντας, όχι πάντα αθώα, ένα παιδικό όνειρο που τη θρέφει ως κινητήρια δύναμη. Ωστόσο, και χωρίς να υποτιμώ την ολοκληρωμένη περφόρμανς της Στόουν, δεν κερδίζει πάντα η καλύτερη ερμηνεία στα Όσκαρ αλλά εκείνη που συμπληρώνει το παζλ του υψηλού επιτεύγματος με τη σωστή συγκυρία.
σχόλια