Παρακολουθώντας την πρόβα του Μεγάλου Δαμαστή στα δαιδαλώδη υπόγεια του Μεγάρου αλλά και την επακόλουθη συζήτηση-ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των συντελεστών του (μόνιμη πρακτική της ομάδας), σκεφτόμουν ότι πέρασαν κιόλας τρεις δεκαετίες από το χοροθεατρικό του ντεμπούτο με την Ομάδα Εδάφους στην κατάληψη της ΑΣΚΤ (Το Βουνό - Αδιάβροχο, 1987). Όσοι φίλοι παρευρισκόμασταν, γνώστες ήδη των εξαιρετικών του επιδόσεων στη ζωγραφική και στο κόμικ, εκθειάζαμε το αυθεντικό του ταλέντο – δεν φανταζόμασταν καν πόσο θα προόδευε, δικαιώνοντας την εκτίμηση που του έτρεφαν ήδη από τότε προσωπικότητες όπως ο δάσκαλός του Γιάννης Τσαρούχης ή ο Μάνος Χατζιδάκις. Ότι θα έφτανε, ύστερα από μια σειρά έξοχες παραστάσεις, δικές του (Μήδεια, Ενός λεπτού σιγή, Δράκουλας, Για Πάντα...) αλλά και τρίτων (σκηνοθέτησε επίσης Αλεξίου, Πρωτοψάλτη, Πλάτωνος αργότερα, μέχρι σκηνικά μεγάλων dance κλαμπ της εποχής είχε επιμεληθεί), να γίνει «παγκόσμιος», διευθύνοντας μαεστρικά εκείνη τη μνημειώδη τελετή έναρξης των Ολυμπιακών της Αθήνας το 2004. Διάκριση που δεν τον «ζάλισε» ούτε τον «φτήνυνε» – συνέχισε να υπηρετεί το προσωπικό του καλλιτεχνικό όραμα με ήθος και συνέπεια (Δύο, Πουθενά, Μέσα...), κωφεύοντας στις σειρήνες της εύκολης εμπορικότητας και αναγνωρισιμότητας. Οι αρετές αυτές δοκιμάστηκαν πρόπερσι, όταν ανέλαβε την τελετή έναρξης των Ευρωπαϊκών Αγώνων του Μπακού, με δεδομένο το αυταρχικό καθεστώς της διοργανώτριας χώρας – ο Δημήτρης έχει, εντούτοις, τις δικές του απαντήσεις στην κριτική που δέχτηκε τότε, ίσως μάλιστα πρώτη φορά τις εκθέτει δημόσια. Με την ευκαιρία, εκθέτει αλλά και «εκτίθεται» σε μια σειρά καλλιτεχνικά, υπαρξιακά, κοινωνικά, ακόμα και κοσμολογικά ζητήματα με φόντο σύμβολα, σημεία και αφορμές μέσα από τη νέα του παράσταση, που είναι, μάλιστα, η πρώτη του διεθνής συμπαραγωγή, «ένα πολιτιστικό προϊόν προαγορασμένο», και η τρίτη που θα περιοδεύσει στο εξωτερικό.
Χαίρεται, μου λέει μεταξύ άλλων, για την παιδικότητα που καταφέρνει να διατηρεί και την ασίγαστη επιθυμία του να «παίζει», κάτι που θεωρεί μεγάλο προσόν σε έναν άνθρωπο. Για το ότι το «ζώο» που είναι σήμερα «δεν έχει τόσο ανάγκη να καταναλώσει τη ζωή και την ύλη όσο να καταφέρνει να την απολαμβάνει, χωρίς να την κατέχει». Για το ότι το νεαρό ακόμα είδος μας, «μπουσουλώντας» προς την εξέλιξη, επαναπροσδιορίζει τους αρχικούς του μύθους, ανάμεσά τους τις εκφράσεις σεξουαλικότητας και φύλου. Για το πείσμα κάποιων ανθρώπων να δημιουργούν και να ελπίζουν ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, σαν αυτές μιας χώρας συνηθισμένης να αποθαρρύνει οτιδήποτε νέο και διαφορετικό ακόμα και τις καλές εποχές, που δεν ήτανε βέβαια παρά εποχές της «μεγάλης φούσκας». Ανησυχεί βέβαια κι εκείνος τόσο για το μέλλον του τόπου του όσο και για την επαπειλούμενη «επιστροφή στη βαρβαρότητα» διεθνώς, συνοδεύει δε τη σθεναρή υπεράσπιση της «ελληνικότητας» του ίδιου και του έργου του με την απερίφραστη καταδίκη οποιασδήποτε ρατσιστικής ή εθνοκάπηλης πρόσληψης αυτής της έννοιας. Κάνει ειδική μνεία στη «θυσία» του Βαγγέλη Γιακουμάκη που τον άγγιξε βαθιά και ουσιαστικά «ενέπνευσε» τον Μεγάλο Δαμαστή, που είναι επίσης μια όχι πεσιμιστική αλλά ανοικτόκαρδη, κατανοητική και καταφατική απέναντι στη ματαιότητα και στην προσωρινότητα των πραγμάτων «άσκηση εργασίας» – πρόκειται άλλωστε για έννοιες τις οποίες, μεγαλώνοντας κανείς, συνήθως τις συνειδητοποιεί, έννοιες που δεν ξεγελιούνται από οποιαδήποτε επιτυχία ή καταξίωση, παρεκτός ίσως από τη δύναμη που δίνει ένας μεγάλος έρωτας, μια ανυπόκριτη αγάπη, μια βαθιά, ειλικρινής φιλία, η συνάντηση με τον Άλλο εν τέλει. Γι' αυτό κι εκείνον εξακολουθεί να τον «κατατρώει» η αγωνία της ύπαρξής του, καθώς εξομολογείται, σβήνοντας το τελευταίο του στριφτό, «το αν είμαι άξιος αθλητής στο άθλημα που διάλεξα, ο τρόπος που επανεφευρίσκω τον εαυτό και τις επιδεξιότητές μου, αν μέσα από αυτήν τη διαδικασία καλλιεργούμαι περισσότερο και γίνομαι ένας συνάνθρωπος που αξίζει τον κόπο να είναι κάποιος κοντά του... Κάνοντας, μάλιστα, αυτό το έργο ένιωσα έντονα να θέλω να με "τελειώσω" ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο όσο προχωράω στην ωριμότητα. Όχι πως τα καταφέρνω, είναι όμως το βέλος που δείχνει τον δρόμο...».
Θέλοντας και μη, η οπτική γωνία απ' όπου βλέπω τα πράγματα είναι εκείνη ενός αρσενικού ομοφυλόφιλου που έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι αγάπησα π.χ. τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι, σημαίνει επίσης ότι γεύτηκα αυτή την ιδιαίτερη θερμοκρασία της γης και της θάλασσας, μεγάλωσα σε αυτό το φως, περπάτησα ανάμεσα σε αυτά τα θραύσματα, «βομβαρδίστηκα» από μια συγκεκριμένη ιστορία...
— Ποιος είναι ο Μεγάλος Δαμαστής που τιτλοφορεί την παράσταση;
Ο τίτλος είναι ένα παιχνίδι με το τσίρκο, ένα τσίρκο ανάλαφρο και πένθιμο. Παραπέμπει στον πανδαμάτορα χρόνο, τον χρόνο που δαμάζει το θηρίο εντός κι εκτός μας. Πρέπει να «δαμαστεί» ο άνθρωπος, να κοινωνικοποιηθεί, να τιθασεύσει το ζώο που είναι, ώστε να μπορέσει να παράγει πολιτισμό. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει κάτι αδάμαστο μέσα μας, η δίψα για νόημα.
— Η γέννηση, η αναζήτηση, ο έρωτας, η δημιουργία, η παρακμή, το αναπόφευκτο, είναι στοιχεία έντονα στο νέο σου έργο. Δεν διστάζεις να «ανεβάσεις» τον ίδιο τον θάνατο επί σκηνής.
Μα, ο φόβος του θανάτου είναι η κινητήριος δύναμη της δημιουργίας του ανθρώπινου πολιτισμού. Είμαστε, βλέπεις, τα μόνα ζώα που δάγκωσαν το φρούτο της γνώσης, αποκτώντας έκτοτε συνείδηση της προσωρινότητάς τους. Ανήκουμε συνειδητά σε μια απότμηση του χρόνου, επειδή ακριβώς, αντίθετα π.χ. με τα σκυλιά, γνωρίζουμε ότι το πέρασμά μας από τη ζωή έχει συγκεκριμένη διάρκεια. Αυτό εγείρει το τεράστιο θέμα του νοήματος της ύπαρξης, με όλες τις ηθικές, πολιτιστικές, πολιτικοκοινωνικές και μεταφυσικές του διαστάσεις. Γι' αυτό και η εμμονή με τη νεότητα ή έστω την παράτασή της, που είναι μάλλον διαχρονική, σήμερα είναι εντονότερη χάρη και στην εντυπωσιακή αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Οι τέχνες, η φιλοσοφία, οι θρησκείες, δεν είναι παρά μια ανταπόκριση στο μυστήριο του να ξέρεις πως ό,τι κι αν κάνεις, ό,τι κι αν καταφέρεις, παραμένεις προσωρινός, θνητός.
— Εμφανισιακά παραμένεις Δημήτρη ακμαιότατος. Αλλά πόσο «νέος» αισθάνεσαι, έχοντας κλείσει πια μισό αιώνα ζωής;
Βρίσκομαι σε μια φάση που έχω συνειδητοποιήσει ότι αυτό το μανιασμένο δόσιμο του εαυτού μου στον μικρόκοσμο της δημιουργίας ενός έργου που έρχεται κι επανέρχεται στη ζωή μου αφότου ξεκίνησα να ασχολούμαι με την τέχνη είναι ο τρόπος μου να καταλαβαίνω τη ζωή. Έχω έτσι «αγιοποιήσει» μέσα μου την έννοια της εργασίας, ευτυχώντας το κέφι μου να είναι η δουλειά μου. Βρίσκομαι, επίσης, σε μια στιγμή που οι έννοιες της σεξουαλικότητας, του ερωτισμού και της αγάπης για την υλική πλευρά των πραγμάτων –το σώμα, τη γεύση, την υφή– μου δείχνουν έναν δρόμο ανοίγματος σε διαστάσεις πέρα από την ύλη. Το «ζώο» που είμαι σήμερα δεν έχει τόσο ανάγκη να καταναλώσει τη ζωή και την ύλη όσο να καταφέρει να την απολαμβάνει χωρίς να την κατέχει, χωρίς δηλαδή τη διάσταση της αρπαγής, της χρήσης και της ιδιοκτησίας. Επίσης, παρ' ότι μεσήλικας, έχω, νομίζω, διατηρήσει μια παιδικότητα, την οποία ενδυναμώνω όσο μπορώ. Με βοηθά πολύ σε αυτό το είδος της εργασίας μου – όλοι όσοι ασχολούμαστε με την τέχνη οφείλουμε να κρατάμε μέσα μας τη δυνατότητα του παιδικού βλέμματος, ένα σημαντικό κλειδί. Αυτό πιστεύω ότι ισχύει και όταν γίνεσαι γονέας – ειδικά τα πρώτα χρόνια της διαδικασίας της ανατροφής των παιδιών ενθαρρύνουν την εκδήλωση αυτής της ενήλικης παιδικότητας! Το ίδιο, φυσικά, συμβαίνει και με τον έρωτα.
— Αλλά τι εννοούμε λέγοντας «παιδικότητα»;
Ένα κέφι για παιχνίδι, ένα παιχνίδι που πηγάζει από την ατέλειωτη περιέργεια του ανθρώπου να ανακαλύπτει πράγματα γύρω του, μια διαδικασία που χρησιμοποιούμε πολύ κι εμείς στο εργαστήριο. Βγάζουμε τα κουβαδάκια μας και παίζουμε, προσπαθώντας ύστερα να συλλέξουμε το υλικό που αναδύθηκε και να το οργανώσουμε σε παράσταση.
— Την οποία παράσταση είδα ως ένα παζλ αναφορών σε προηγούμενες δουλειές σου, καθώς και σε δημιουργικές επιρροές: Τσαρούχης, Ελ Γκρέκο, Ρέμπραντ, Κιούμπρικ, Μπέκετ, Μπουνιουέλ, Κουνέλλης... Είναι, άραγε, ο «Μεγάλος Δαμαστής» και μια περιπλάνηση στο καλλιτεχνικό σου παρελθόν, μια αναδιατύπωσή του;
Ναι, μοιάζει να υπάρχει μια τέτοια διάσταση, παρ' ότι όχι ηθελημένη. Ξεκίνησα με το γνωστό μανιφέστο των τελευταίων χρόνων, που με βοήθησε να ανακαλύψω τη βαθύτερη διάσταση όσων επιχειρώ. Στην πορεία, όμως, άρχισε να γεννιέται υλικό το οποίο με γοήτευε, οπότε κατάλαβα ότι αυτό το προαποφασισμένο μανιφέστο ήταν μια βλακεία. Προσπάθησα, λοιπόν, να απελευθερωθώ, παίζοντας με τα υλικά που με ενδιέφεραν, και αναγνώρισα τις συγγένειές τους με πράγματα που με απασχολούν δεκαετίες τώρα. Βλέποντας το έργο και εμπιστευόμενος παράλληλα τη γνώμη ανθρώπων έμπιστων που έρχονται στα previews, συνειδητοποίησα τις ευπρόσδεκτες γεύσεις από το παρελθόν. Δεν κάνω όμως κανενός είδους αυτοαναφορά, εννοώ ένα τσίρκο πραγμάτων που βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλο και στην καρδιά μου. Πάντως, ναι, βλέπω με συμπάθεια τα φαντάσματα που με κυνηγούν χρόνια και πηγαινοέρχονται τακτικά στη δουλειά μου!
— Είδα, βέβαια, και πράγματα που δεν θυμάμαι να έχεις ξαναδιατυπώσει, τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο, όπως οι σκηνές με τον αστροναύτη. Ανησυχίες κοσμικές, οντολογικές, «καρμικές»;
Με απασχόλησε πράγματι το σχέδιο της μελλοντικής εποίκησης του Άρη, περισσότερο με την έννοια της συμπάθειας στο θαυμαστό μας είδος – τα ίδια πράγματα θα ζητάμε κι εκεί, δεν νομίζεις; Το να ξεθάψουμε, να ανακαλύψουμε ποια είναι τελικά η καθαρή, η κρυστάλλινη δυνατότητά μας, το χρυσάφι μέσα μας. Αυτό που ονομάζουμε επιβίωση δεν νοείται, καθώς φαίνεται, δίχως την πνευματική μας τελείωση, την αυτοπραγμάτωσή μας, όσες υλικές προόδους κι αν επιτύχουμε. Είμαστε ακόμα ένα είδος υπό κατασκευή που ψάχνει να βρει τον βηματισμό του... Αυτό που έχω καταλάβει είναι πως, όπου κι αν πάμε, οι ρίζες ανήκουν στο παπούτσι κι εκεί θα μείνουν. Ότι η αναζήτηση στο Διάστημα θα είναι και πάλι για το όλον της ανθρώπινης δυνατότητας, για τη Χάρη.
— Έχει αυτή η υπέρβαση να κάνει και με τον ρόλο των φύλων; «Παίζεις», παρατήρησα, πολύ με το ανδρόγυνο.
Είναι προφανές ότι η ρευστότητα των φύλων είναι επίσης μέσα στην πορεία της ανακάλυψης αυτής ακριβώς της πολύπλοκης και πολυδύναμης ανθρώπινης φύσης – αν, βέβαια, δεν υπάρξει ένα καθολικό πισωγύρισμα στη βαρβαρότητα, όπως πολλοί φοβόμαστε. Αυτό το παιδί που μόλις τώρα μαθαίνει να βηματίζει, το είδος μας δηλαδή, αναγκάζεται να αναπροσδιορίσει τους αρχικούς του μύθους, ανάμεσα σε αυτούς και το ζήτημα του φύλου. Οπότε υπάρχουν και τέτοιες αναφορές, γιατί είναι μέσα στον προβληματισμό μας και από τα πράγματα που αβίαστα βγαίνουν μέσα στο εργαστήριο, όχι ως «δήλωση» αλλά λόγω της γοητείας που εκπέμπουν. Ευχαριστιέται κανείς στην παράσταση ένα αντρικό σώμα συμφιλιωμένο με όλη τη θηλυκή του χάρη ή ένα γυναικείο σώμα που έχει μια δράση πιο συμβατή με αρσενικά χαρακτηριστικά, ζητήματα προφανή γύρω μας μέσα στο ανθρώπινο τσίρκο.
Δεν κάνω κανενός είδους αυτοαναφορά, εννοώ ένα τσίρκο πραγμάτων που βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλο και την καρδιά μου. Πάντως, ναι, βλέπω με συμπάθεια τα φαντάσματα που με κυνηγούν χρόνια και πηγαινοέρχονται τακτικά στη δουλειά μου!
— Είχες ανέκαθεν και μια ευαισθησία σε αυτά τα ζητήματα.
Ναι, επειδή, ως γνωστόν, ανήκω σε μια γενιά για την οποία το να είσαι ομοφυλόφιλος σήμαινε ότι είχες ανδρωθεί σε ένα παρασκήνιο, μια διαδρομή υπόγεια. Με όλες τις δυσκολίες, η ορατότητα που έχει επιτευχθεί σήμερα, τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα του δυτικού πολιτισμού, δείχνει τον δρόμο.
— Όντας, ωστόσο, εκπρόσωπος μιας παλιότερης γενιάς, πόσο εξοικειωμένος είσαι με τις σύγχρονες queer προβληματικές, μέρος των οποίων, ακόμα και για ένα μεγάλο κομμάτι της lgbt κοινότητας, φαντάζει κάπως «ακραίο»;
Στέκομαι ανοιχτός και με μεγάλη κατανόηση ακόμα και για θέσεις που θα θεωρούσε κανείς ακραίες, γιατί θεωρώ αναγκαίο να ξαναγραφτεί η Ιστορία, όχι πια από την προνομιακή ματιά του κυρίαρχου λευκού αρσενικού. Χρειάζεται να τη δούμε επίσης με μια ματιά θηλυκή, μαύρη, κίτρινη, queer... Θεωρώ, ας πούμε, βασικό το ζήτημα της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία και της παραδοχής των αρχετυπικών της συστατικών που κι εγώ αναδεικνύω στη δουλειά μου. Ο μισογυνισμός, ο macho-ισμός και η υποτίμηση του θηλυκού στοιχείου γενικότερα είναι ουσιαστικά φόβος απέναντι στην ευθραυστότητα...
— Ίσως από εκεί να πηγάζει καταρχάς και η ομοφοβία.
Ακριβώς! Αντιλαμβάνομαι, έπειτα, ότι στους σπασμούς της απελευθέρωσης είναι αναπόφευκτη μια υστερία που συνοδεύει κάποτε αυτές τις διορθωτικές κινήσεις. Όμως δεν τηρώ συντηρητική κι επιφυλακτική στάση, αντίθετα τη θεωρώ ευπρόσδεκτη μέσα στην αναταραχή, ώσπου να καταλαγιάσει η λάσπη και να δούμε τι πραγματικά χρειαζόμαστε. Όχι, μια «παραπανίσια», ας πούμε, μαχητικότητα, μια διεκδικητικότητα «υπερβολική», ακόμα και «άγαρμπη», δεν μου φαντάζει ως πρόβλημα στο ζήτημα μιας ελευθερίας της τοποθέτησης των φύλων, των φυλών και των σεξουαλικών επιλογών. Ας ξεπεράσουμε τους δεδομένους μύθους μας, δημιουργώντας εκείνους που εμείς χρειαζόμαστε. Η ζωή μου, η γενιά μου και η θέση όπου βρέθηκα με έκαναν να καταλάβω βαθιά στα κύτταρά μου ότι έχω κάθε δικαίωμα να υπάρξω όπως επιθυμώ και πως οτιδήποτε βοηθά σε αυτήν τη διεκδίκηση είναι ανθρωπίνως θεμιτό. Αυτό ξεκινά καταρχάς από την καρδιά μου, όχι από κάποια ιδεολογική τοποθέτηση.
— Επικαλείσαι συχνά σε συνεντεύξεις σου έννοιες όπως η αλήθεια, η συνείδηση, η αυθεντικότητα... Πόσο συμβατά είναι, όμως, αυτά με την ανάληψη το '15 της τελετής έναρξης των Ευρωπαϊκών Αγώνων του Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν, μια χώρα που κυβερνά ένα δικτατορικό ουσιαστικά καθεστώς; Ήταν τέτοιο το οικονομικό όφελος ώστε να «αμβλυνθούν» τα κριτήριά σου;
Κοίτα, καταλαβαίνω απόλυτα την κριτική που μπορεί να κάνει κανείς στην ανάληψη μιας τέτοιας μεγάλης δουλειάς από ένα ημιδικτατορικό, οικογενειοκρατικό καθεστώς με μεγάλο δείκτη διαφθοράς. Έχω δουλέψει επίσης σε Ρωσία και Κίνα και εννοείται ότι ο πρωταρχικός λόγος που δέχτηκα ήταν η οικονομική εξασφάλιση σε μια σκληρή για τη χώρα μας εποχή. Ωστόσο, το Αζερμπαϊτζάν δεν είναι μόνο αυτά, είναι επίσης ένας τόπος του οποίου η κουλτούρα ξεπηδάει από τον τεράστιο περσικό πολιτισμό με τις ζωροαστρικές καταβολές. Τώρα επιχειρεί να μετακινηθεί πιο κοντά στην Ευρώπη, κάτι που μόνο θετικά το βλέπω. Υπάρχει ο αυταρχικός Πρόεδρος Αλίγιεφ, υπάρχει όμως και ο μουσικός Αλίμ Κασίμοφ, μέγας μύστης του μουγκάμ και εκφραστής της μακραίωνης παράδοσης του ανθρώπινου υπαρξιακού καημού. Η ίδια η Ολυμπιακή Επιτροπή είχε συναινέσει στην επιθυμία των Αζέρων να φιλοξενήσουν τους Ευρωπαϊκούς του '15. Φυσικά, στον δρόμο για την κατοχύρωση ικανών ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν ακόμα πορεία μεγάλη. Ναι, υπάρχει καταπίεση, όμως το ότι είναι από τις ελάχιστες χώρες με μουσουλμανική πλειονότητα που είναι εντελώς κοσμική και όπου η ομοφυλοφιλία είναι νόμιμη το θεωρώ καλό οιωνό.
— Ισχύει ότι προέκυψαν διαφωνίες, ακόμα και αποχωρήσεις από την ομάδα, όπως ακούστηκε;
Όχι, δεν υπήρξαν διαφωνίες αλλά έντονος προβληματισμός, από μένα τον ίδιο καταρχάς. Εν τέλει, δέχτηκα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, πάντα με τους όρους μου, όσο πιο ανοιχτόκαρδα μπορούσα, και νομίζω ότι το αποτέλεσμα μας δικαίωσε. Ο βασικός λόγος ήταν, επαναλαμβάνω, οικονομικός, ώστε να εξασφαλίσω άλλα δέκα χρόνια οικονομικής ανεξαρτησίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή, τη δουλειά και, βέβαια, τους συνεργάτες μου. Βρήκαμε απασχόληση εκεί κάπου εβδομήντα Έλληνες, για να αναφερθώ μόνο στους καλλιτέχνες. Επιπλέον, η αναμέτρηση με έναν άγνωστο πολιτισμό και η προσπάθεια κατανόησης, συμπύκνωσης και εκτόξευσης σε ένα τέτοιο μέγεθος ξανά ήταν για μένα μια ακόμα άσκηση τρομερά χρήσιμη και διδακτική.
Ο βασικός λόγος που συνεργάστηκα με ένα ημιδικτατορικό, οικογενειοκρατικό καθεστώς με μεγάλο δείκτη διαφθοράς [στο Αζεμπαΐτζάν] ήταν οικονομικός, ώστε να εξασφαλίσω άλλα δέκα χρόνια οικονομικής ανεξαρτησίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή, τη δουλειά και, βέβαια, τους συνεργάτες μου.
— Ακούω να κάνεις τελευταία πολλές αναφορές στην Ελλάδα και στην ελληνικότητα... Επειδή οι έννοιες αυτές έχουν καταταλαιπωρηθεί από την ακροδεξιά ρητορική, θα είχε ενδιαφέρον να μας εξηγήσεις πώς τις εννοείς. Σαφώς δεν είσαι εθνικιστής, μήπως όμως διολισθαίνεις σε έναν εθνορομαντισμό;
Είμαι εντελώς βουτηγμένος μέσα σε αυτό που λέγεται ελληνικότητα και δεν σχετίζεται βέβαια με καμία αίσθηση υπεροχής, καμία ιδεολογία εθνικιστική ή ρατσιστική, αλλά με την απλή παραδοχή του ίδιου του εαυτού μου. Αν και πολυταξιδεμένος, ναι, ομολογώ τον βαθύ έρωτα στην καταγωγή μου. Δεν την αναζήτησα, εκείνη αναδύθηκε από μέσα μου. Για «ελληνολατρία» είχε κατηγορηθεί και ο δάσκαλός μου ο Τσαρούχης όταν επέστρεφε στην αρχαία ζωγραφική, κόντρα στο ρεύμα, όπως και άλλοι που καθόρισαν το ελληνικό μέτρο της ευαισθησίας που εύχομαι να διατηρώ. Τον θυμάμαι να λέει ότι πραγματικός κοσμοπολίτης είναι εκείνος που παραδέχεται την ταυτότητά του και ότι η λεγόμενη ευρωπαϊκή σχολή στην εγχώρια ζωγραφική δεν ήταν κοσμοπολιτισμός αλλά μαϊμουδισμός! Η αίσθηση και κατανόηση του τι είναι αρμονία, τι είναι ενδιαφέρον και συγκινητικό, η κατανόηση της υλικότητας των πραγμάτων, με έκαναν να ενθαρρύνω εικόνες ενδεικτικές της καταγωγής μου με έναν τρόπο παιδικό κι αυθόρμητο. Είναι, αν θες, λίγο αντίστοιχο με την ομοφυλοφιλία μου, που δεν γίνεται να με αφήνει ασυγκίνητο, αν θέλω να είμαι καθαρός απέναντι σε αυτό που κάνω – δεν λέω ότι καταφέρνω να είμαι «καθαρός», αυτή είναι όμως η τάση μου.
— Αν το έκανες λίγο πιο λιανά;
Θέλοντας και μη, η οπτική γωνία απ' όπου βλέπω τα πράγματα είναι εκείνη ενός αρσενικού ομοφυλόφιλου που έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι αγάπησα π.χ. τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι, σημαίνει επίσης ότι γεύτηκα αυτή την ιδιαίτερη θερμοκρασία της γης και της θάλασσας, μεγάλωσα σε αυτό το φως, περπάτησα ανάμεσα σε αυτά τα θραύσματα, «βομβαρδίστηκα» από μια συγκεκριμένη ιστορία... Έτσι διαμορφώθηκα εγώ, το υλικό μου και το κοινό εσωτερικό τοπίο που προσπαθώ να βρω με άλλους ανθρώπους που ζουν ή έζησαν εδώ. Ένα ακόμα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι ο Κουνέλλης, ο άρχοντας της arte povera, που μας άφησε πρόσφατα. Πόσα διδάχτηκα από το έργο του! Ας κοιτάξουμε τις ξερολιθιές, τα κρέατα, τα άλογα, τα χρυσά παπουτσάκια κι ας αναρωτηθούμε: υπάρχει κάτι στην ελληνικότητα και στη μεσογειακότητα της δουλειάς του που να μη μας φαίνεται σύγχρονο, που να μοιάζει νοσηρά εθνικιστικό ή νοσταλγικό; Προσωπικά, το να πιάσεις να ξαναστήσεις μια ξερολιθιά εντός μιας γκαλερί μού μοιάζει αφόρητα ρομαντικό. Δες όμως το αποτέλεσμα, είναι συγκλονιστικό! Κι αυτό διότι η καλλιτεχνική του μαεστρία είναι συνδεμένη με τη διαμόρφωσή του ως ανθρώπου σε συγκεκριμένο τοπίο. Το ίδιο ισχύει για τα κυκλαδικά βιβλία της Χρύσας... Τις εθνοκαπηλείες, τώρα, και τα αισθήματα φυλετικής ανωτερότητας πρέπει να τα αφαιρέσουμε διά παντός από το σκεπτικό μας. Είναι μια κατάπτυστη, εντελώς λάθος πρόσληψη της έννοιας της ελληνικότητας.
— Μιλώντας για την απήχηση που έχουν εθνικιστικά, ρατσιστικά και γενικότερα φοβικά σύνδρομα, οφείλεται, πιστεύεις, η συντηρητική αυτή «στροφή» και στο ότι το πιο δυναμικό, το πιο ανοιχτόμυαλο κομμάτι αυτής της κοινωνίας και ειδικά της νεολαίας της είτε έχει ήδη είτε πρόκειται να ξενιτευτεί;
Δεν νομίζω ότι έφυγε όλο αυτό το κομμάτι, υπάρχει εντούτοις πράγματι ένα μεγάλο «κύμα» που δικαίως προσπαθεί να δημιουργήσει κάπου αλλού. Άλλωστε, όποιος ξεκίνησε να οικοδομήσει κάτι καινούργιο στην ελληνική πραγματικότητα γνώρισε την ιδιαιτερότητα της αποθάρρυνσης ακόμα και σε καλύτερες εποχές. Χρειάζεται κάθε φορά να βάζεις τα θεμέλια εξαρχής, έχουμε, βλέπεις, τεράστιο πρόβλημα σε σχέση με τους θεσμούς. Είναι «παραδοσιακή» η τακτική του να αποθαρρύνεται οποιοδήποτε νέο, ζωντανό, ανήσυχο και δημιουργικό κύτταρο όταν επιχειρεί να κάνει το δεύτερο και τρίτο βήμα... Όσοι έχουν καταφέρει να επιβιώσουν σε αυτό το εχθρικό σχεδόν περιβάλλον, μεταπηδώντας σε έναν πολιτισμό με στοιχειωδώς αξιοκρατικούς και υποστηρικτικούς θεσμούς, νιώθουν σαν αμάξια που μετά από έναν δύσκολο χωματόδρομο βγαίνουν στην ανοιχτή άσφαλτο! Χρόνια τώρα ενθαρρύνω και προσωπικά ανθρώπους ταλαντούχους να «εμβαπτισθούν» στα οργανωμένα ευρωπαϊκά κι αμερικανικά συστήματα, γιατί, είτε μείνεις εκεί είτε επιστρέψεις, μαθαίνεις να λειτουργείς με ευθύνη, συνέπεια και επαγγελματισμό, συμπαρασύροντας κι έναν μικρόκοσμο γύρω σου.
— Γεγονός είναι ότι τα θεματάκια μας τα είχαμε και πριν από την κρίση. Η οποία, βέβαια, δημιούργησε τα δικά της...
Μα, φυσικά. Ακόμα και όταν όλα μοιάζανε λυμένα και glamorous, από κάτω κυλούσε ένα φουσκωμένο ρέμα μιζέριας, γκρίνιας, λαμογιάς κι εθνικισμού που με το σκάσιμο της κρίσης απλώς αποκαλύφθηκε σε όλη του την έκταση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν οι άνθρωποι του καιρού μας εκτιμώ πως είναι οι άπειρες ώρες που τους τρώει μια μη ικανοποιητικά αμειβόμενη εργασία και η ανυπαρξία προοπτικής... Ξέρεις όμως κάτι; Μαλακίες! Η φτώχεια και η απελπισία σε σχέση με τις δυνατότητες που έχεις να προσφέρεις στο παιδί σου το καλύτερο δυνατό είναι πράγματα σπαρακτικά και το να κάθομαι τώρα εγώ να κουβεντιάζω για το τι θεωρώ κοινωνικό πρόβλημα είναι γελοίο. Το να καλούμαστε κάποιοι που έχουμε τη δυνατότητα δημόσιου λόγου να σχολιάζουμε τέτοια θέματα είναι νομίζω μια παράκρουση της δημοσιογραφίας. Προσωπικά, νιώθω παραπάνω από ευτυχής όταν καταφέρνω, μέσα από τη δουλειά μου, να μεταδίδω δυο-τρεις σταγόνες θετικότητας στους ανθρώπους που την παρακολουθούν. Το να σχολιάζω, τώρα, από αυτήν τη θέση τον πόνο λιγότερο προνομιούχων συμπολιτών μου μοιάζει καραγκιοζιλίκι.
— Πάντως, όλη αυτήν τη διαρκή αποσυναρμολόγηση κι επανασυναρμολόγηση του δαπέδου του σκηνικού, το διαρκές «σκάψιμο» που κάνουν οι περφόρμερ σου στο υλικό αλλά και σε ανθρώπινα κορμιά το είδα ως συνέχεια μιας αγωνιώδους αναζήτησης.
Μα, εκεί, στη σκηνή, είναι η δική μου εξερεύνηση, το δικό μου άθλημα! Η δουλειά αυτή απαιτεί μια διαρκή εξερευνητική διαδικασία κι ας ξεθάβεις τελικά το ίδιο πράγμα. Πρέπει να το ξεθάψεις και από άλλο σημείο, να το φωτίσεις διαφορετικά – εκεί είναι ο αγώνας.
— Εκείνο το βιβλίο που κάποια στιγμή ανοίγει και παραμένει ανοιχτό μέχρι τέλους σε μια γωνιά για να φωτιστεί στην τελευταία σκηνή με τα θραύσματα του λείψανου διάσπαρτα πάνω του είναι της ζωής;
Α, υπάρχει στην ευρωπαϊκή ζωγραφική μια μεγάλη παράδοση που ονομάζονται Vanitas. Αυτό είναι, ουσιαστικά, ο Μεγάλος Δαμαστής. Σπουδαίοι ζωγράφοι ζωγράφισαν φρούτα, λουλούδια, φυτά, σύμβολα γνώσης, επιστημονικά όργανα, πάντα με μια νεκροκεφαλή από δίπλα, η οποία συμπυκνώνει μια διαρκή υπενθύμιση της ματαιότητας, της προσωρινότητας του υλικού κόσμου. Ένα παιχνίδι με τη συμπυκνωμένη συμβολοποίηση της ματαιότητας κάνουμε κι εμείς στη σκηνή. Το βιβλίο που περιέχει τα κατασκευαστικά σχέδια του Ντα Βίντσι εντάσσεται στην προσπάθεια κατανόησης του κόσμου.
— Είδα αυτή την «ανάσυρση» σωμάτων από το υπέδαφος και το ξαναζωντάνεμά τους και ως αποτύπωση της ανάστασης του Λαζάρου. Ξέρω, ωστόσο, ότι δεν είσαι θρήσκος...
Όντως δεν είμαι, συχνά όμως οι φυσιογνωμίες και οι ενέργειες των ανθρώπων με πηγαίνουν σε εικόνες προερχόμενες από τη θρησκευτική παράδοση – στον Δαμαστή συναντήθηκα με τον Μαντένια, τον Ρέμπραντ αλλά κυρίως τον Θεοτοκόπουλο: από τον ελαφρύ κυματισμό των σωμάτων του, την πτυχολογία των έργων του και τη συμπύκνωση που επιχειρεί εκεί της μεγάλης ιστορίας του κόσμου που ονομάζεται άνθρωπος. Που τον λατρέψαμε, τον φάγαμε, ήπιαμε το αίμα του, αναστήθηκε, τον είπαμε Διόνυσο, Ιησού κ.λπ.
— Έχεις κιόλας πει ότι ο πρώτος σπόρος της παράστασης «φυτεύτηκε» στην καρδιά σου με τη σπαρακτική ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Ναι, γιατί επρόκειτο για ένα πρόσωπο όμορφο, τραγικό, που όταν εξαφανίστηκε και προτού αποκαλυφθεί το κακό, έκανε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του Διαδικτύου –μαζί κι εμένα– να το ερωτευθεί, προβάλλοντας πάνω του όλη τη χάρη. Με κομμένη ανάσα παρακολουθούσαμε πώς η χάρις αυτή οδηγήθηκε εξαιτίας του bullying από το ίδιο το φιλικό του περιβάλλον στη θυσία, με το νεανικό του σώμα να βρίσκεται νεκρό στη λάσπη της λίμνης... Όλο αυτό ξύπνησε μια χορδή μέσα μου που ενεργοποίησε την εγκυκλοπαίδεια της ψυχής μου για να δημιουργήσω κάτι. Εννοείται, βέβαια, ότι το έργο δεν αφηγείται ούτε αναφέρεται ευθέως στη συγκεκριμένη ιστορία. Δεν θα ασελγούσα στη μνήμη του παιδιού για να πω τα δικά μου.
— Έπρεπε, φαίνεται, να υπάρξει αυτή η θυσία και ο θόρυβος που ξεσήκωσε ώστε να ξυπνήσουν ευαισθησίες, να θεσπιστεί νομοθεσία κατά του bullying και στην Ελλάδα... Είχες, αλήθεια, ποτέ παρόμοιες εμπειρίες;
Πολύ λίγες – περισσότερο ήταν η προσωπική μου πρόσληψη παρά η πρόθεση της βίας. Ναι, υπήρξαν εμπειρίες απόρριψης, κοροϊδίας, ακόμα και ξύλου. Στον κόσμο των αγοριών, όπου μεγαλώσαμε, η βιαιότητα είναι, βλέπεις, φυσικό πράγμα! Όμως όχι, δεν μπορώ να πω ότι ταλαιπωρήθηκα ιδιαίτερα από το bullying ή ότι με σημάδεψε. Σίγουρα, πάντως, μου εμφύσησε το πείσμα της κατοχύρωσης της ελευθερίας να υπάρχω. Πολλά πράγματα, ξέρεις, είναι ένας τροχός που αν δεν σε πάρει από κάτω, σε δυναμώνει περισσότερο... Ένας τροχός που οφείλει ωστόσο να εκλείψει από την ανθρώπινη συμπεριφορά, αν θέλουμε να πιστεύουμε στην καλύτερη εκδοχή μας.
— Τι εκτιμάς περισσότερο σε έναν άνθρωπο;
Την ασίγαστη εμμονή στο να παίζει.
— Εκτός από το κάπνισμα, που μια σταματάς - μια ξαναρχίζεις, ποιες άλλες «αμαρτίες» αντιπαλεύεις;
Ναι, συμβαίνει αυτό με το τσιγάρο... Κατά τα άλλα, σαν κάθε άνθρωπος της γενιάς και του είδους μου, έλκομαι από τη λαγνεία, την οποία όμως πλέον ελέγχω περισσότερο. Κατρακυλώ, επίσης, στην τεμπελιά...
— Εσύ; Δεν το πιστεύω... Σε νόμιζα «σκυλί».
Ναι, εγώ! Υπάρχουν περίοδοι που είμαι δραματικά αδρανής, σαν αρκούδα σε χειμερία νάρκη, ενώ άλλες θα με δεις να θυσιάζω την ύπαρξή μου στην εργασία. Από παλιά με απασχολούσε το δίπολο αυτό και το αίνιγμα της οκνηρίας, ώσπου μου το έλυσε ο Χατζιδάκις: «Μην ανησυχείς αν νιώθεις πολύ τεμπέλης», μου είπε, «όσοι τυχαίνουμε από τη φύση μας τεμπέληδες, είμαστε αυτοί ακριβώς που δουλεύουμε περισσότερο – είναι το ίδιο με την εργασιομανία!».
Info:
Δημήτρης Παπαϊωάννου
Ο Μεγάλος Δαμαστής
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
24 Μαΐου - 11 Ιουνίου
20:30
Κεντρική Σκηνή
100 λεπτά
Εισ.: 7-45€
Περισσότερες πληροφορίες εδώ