Είναι Τρίτη 11.30 το πρωί, και ενώ η παγκόσμια πρεμιέρα του Golden Dawn Girls στο διεθνές φεστιβάλ ντοκιμαντέρ IDFA στο Άμστερνταμ έχει γίνει ήδη το περασμένο Σάββατο, η προβολή είναι και πάλι sold out. Είμαι η μόνη Ελληνίδα στο ακροατήριο, κι όμως από τις αντιδράσεις του κοινού, που ξεσπά σε γέλια, αγανακτεί, αλλά και παγώνει μπροστά στην ελληνική εκδοχή της ακροδεξιάς, φαίνεται πως αυτά που μας ενώνουν με Κινέζους, Αμερικάνους και Ευρωπαίους που βρισκόμαστε μέσα στην σκοτεινή αίθουσα του σινεμά Tuschinski είναι πολύ πιο κοινά από όσα θα μπορούσα να φανταστώ.
Τρεις γενιές γυναικών, η νεαρή Ουρανία, κόρη του Νίκου Μιχαλολιάκου, η Ευγενία, σύζυγος του γνωστού ως Καιάδα, Γιώργου Γερμενή, και η Δάφνη, μητέρα του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, είναι οι πρωταγωνίστριες της ταινίας που αναλαμβάνουν να φωτίσουν την ξαφνική άνοδο του νεοναζισμού στην Ελλάδα. Είναι γυναίκες που εμφανίζονται στο προσκήνιο και αναλαμβάνουν να οδηγήσουν το κόμμα στις εκλογές του 2015 όταν βουλευτές και μέλη του κόμματος (όλοι άντρες) προφυλακίζονται μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι. Η Ουρανία σταματά τις σπουδές της για να αναλάβει αρχηγικά καθήκοντα στο πόδι του πατέρα της, η Ευγενία παίρνει ενεργό πολιτικό ρόλο και η Δάφνη βγαίνει στον δρόμο με φυλλάδια για να αποκαταστήσει την φήμη του γιου της και κατ’ επέκταση του κόμματος.
Αναρωτιόμουν κι εγώ γιατί με άφησαν. Ίσως γιατί είμαι Νορβηγός και γιατί η deathmetal που αγαπά ο Καιάδας γεννήθηκε στη Νορβηγία. Πραγματικά δεν ξέρω! Ποτέ δεν με ρώτησαν για τις πολιτικές μου θέσεις, αν και μετά από λίγο, αναγκαστικά, ήρθαμε σε αντιπαράθεση
― Håvard Bustnes
Η ταινία ξεκινάει με ένα στιγμιότυπο της Ουρανίας Μιχαλολιάκου να διορθώνει φιλάρεσκα τα μαλλιά της μπροστά στην κάμερα που ετοιμάζεται για το «επίσημο» γύρισμα και ακολουθεί η πρώτη ερώτηση του σκηνοθέτη. «Ποια είναι η διαφορά μεταξύ εθνικισμού και ναζισμού;», την ρωτά. Το κοριτσίστικο της χαμόγελο της διαδέχεται ένα παγωμένο προσωπείο -που θυμίζει τόσο πολύ τον πατέρα της- και δηλώνει πως δεν την ενδιαφέρει να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση.
Η Δάφνη ανταποκρίνεται στο τυπικό μέρος της ερώτησης: «ο ναζισμός είναι γερμανικό φαινόμενο, ο εθνικισμός ελληνικό». Η πραγματική απάντηση δεν αρχεί να έρθει από το υλικό τεκμηρίωσης: οι ξέφρενες πορείες με τους πύρινους λόγους και τον ναζιστικό χαιρετισμό του Μιχαλολιάκου, το τατουάζ του Ηλιόπουλου με την σβάστικα, οι σπασμένοι πάγκοι της Ραφήνας με αρχηγό τον Καιάδα, το χαστούκι του Κασιδιάρη στην Κανέλη.
Αυτό όμως που κάνει την ταινία ενοχλητικά καθηλωτική δεν είναι ούτε το «δυνατό» αρχειακό υλικό, ούτε οι στημένες συνεντεύξεις των τριών γυναικών που επαναλαμβάνουν σαν καλοπρογραμματισμένα ρομπότ την ιδεολογική γραμμή του κόμματος. Είναι οι στιγμές μεταξύ των λήψεων που η κάμερα συνεχίζει να τρέχει και οι ίδιες ξεχνούν ότι κινηματογραφούνται. Τότε, άθελά τους, τα προσωπεία τους γεμίζουν ρωγμές που μας αφήνουν να λαθροκοιτάξουμε στον μικρόκοσμο τους. Τα συμπαθητικά κορίτσια της διπλανής πόρτας, η φοιτήτρια ψυχολογίας, η φρέσκια μανούλα και η τρυφερή γιαγιά της διπλανής πόρτας ξετυλίγουν με ωμό ρεαλισμό την πιο σκοτεινή πλευρά της ελληνικής κοινωνίας.
Καθώς ο κινηματογραφικός χρόνος κυλά, τελικά ο Νορβηγός σκηνοθέτης Håvard Bustnes δεν καταφέρνει να τραβήξει την μάσκα στις πρωταγωνίστριες. Κι αυτό μαζί με το γεγονός ότι αναγκάζεται να παρέμβει στην αφήγηση με έναν δικό του χλιαρό σχολιασμό για να προλάβει την τραγελαφική εξέλιξη οι συμμετέχοντες να εμφανίζονται ως συν-σκηνοθέτες μιας ταινίας που κοιτάζει με συμπάθεια τον νεοναζισμό, θα μπορούσαν να χρεωθούν ως αδυναμίες της. Κατά τα άλλα, η φανερά εύθραυστη πρόσβαση στον αθέατο κόσμο της Χρυσής Αυγής κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων που διήρκησαν τέσσερα χρόνια, εντυπωσιάζει.
«Αναρωτιόμουν κι εγώ γιατί με άφησαν. Ίσως γιατί είμαι Νορβηγός και γιατί η deathmetal που αγαπά ο Καιάδας γεννήθηκε στη Νορβηγία. Πραγματικά δεν ξέρω! Ποτέ δεν με ρώτησαν για τις πολιτικές μου θέσεις, αν και μετά από λίγο, αναγκαστικά, ήρθαμε σε αντιπαράθεση», μου λέει ο Bustnes μετά το πέρας της προβολής. Δείχνει και ο ίδιος εντυπωσιασμένος με το μεγάλο ενδιαφέρον του κοινού για την ταινία. «Φαίνεται πως όλοι μοιραζόμαστε τους ίδιους φόβους για την άνοδο της ακροδεξιάς σε όλο τον κόσμο και είναι σημαντικό να δούμε με τι έχουμε να παλέψουμε. Πρέπει να το δείχνουμε. Πρέπει πρώτα να το καταλάβουμε για να το σταματήσουμε. Από μόνο του δεν θα εξαφανιστεί.»
Το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει το ντοκιμαντέρ στην αρχή της καινούργιας χρονιάς (οι λεπτομέρειες παραμένουν ακόμα άγνωστες). Και αυτή η ευκαιρία δεν είναι καθόλου άσχημη αν σκεφτεί κανείς ότι μετά την συναίνεση των ελληνικών μέσων ενημέρωσης να αποκλείσουν τους Χρυσαυγίτες από την δημοσιότητα, ελάχιστα έχουμε ασχοληθεί με το γιατί οι συμπολίτες μας υποστήριξαν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν την Χρυσή Αυγή. Μήπως πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό;
σχόλια