Όταν ήμουν μικρή, ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Ηθοποιός δεν το είχα σκεφτεί, αν και, όπως όλοι, έπαιζα κι εγώ στο δημοτικό και έλεγαν «τι καλή που είναι».
Μάλιστα, ο γραμματέας του χωριού ‒γιατί χωριό ήταν τότε το Πανόραμα Θεσσαλονίκης‒ είχε πει ότι θα γίνω μεγάλη τραγωδός. Είχα απαγγείλει το «Τι είναι η πατρίδα μας» του Πολέμη.
Στο γυμνάσιο τα κορίτσια ήθελαν εγώ να διαβάζω το κείμενο το λογοτεχνικό, αλλά δεν μου πέρναγε από το μυαλό η λέξη «ηθοποιός».
Έγραφα καλά ‒έχουν εκδοθεί κάποια διηγήματά μου και βγαίνουν τώρα και καινούργια‒ και νόμιζα αυτό αρκεί για να μπορείς να είσαι δημοσιογράφος. Δεν είναι ακριβώς έτσι, βέβαια.
• Μια μέρα η μητέρα μου πήγε και με έγραψε στη σχολή του Χαρατσάρη, ήταν τότε η καλύτερη σχολή που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη, και μου είπε «σε έγραψα στη σχολή θεάτρου».
Είχαμε αρχίσει, βέβαια, ήδη με κάποιους φίλους να παίζουμε Σαρτρ ‒ μαζευόμασταν και κάναμε ανάγνωση των κειμένων του, έτσι, για το κέφι μας, ήταν τότε τέτοια η εποχή.
Το γυμνάσιο το τελείωσα το 1968, μέσα στη χούντα, και υπήρχε μεγάλη σύμπνοια μεταξύ των ανθρώπων, υπήρχε κάτι το κρυφό, ήταν οι ιδέες που δεν μπορούσαν να εκφραστούν αλλιώς παρά με τραγούδια και χειροκροτήματα στις παραστάσεις ‒ έτσι αναπτύσσονταν πολύ καλές φιλίες.
Παρόλο που δεν είχα πάει καθόλου στο πανεπιστήμιο, όλη μου η παρέα ήταν φοιτητές. Ανέβαιναν στο σπίτι μας, τραγουδούσαμε, μιλούσαμε μέχρι το πρωί. Εκτός από τη χούντα, όλα τα άλλα ήταν πολύ ωραία.
• Για πρώτη φορά έπαιξα σε κοινό στο τελευταίο έτος της σχολής, με τους συμφοιτητές μου στη Θεσσαλονίκη. Είχε φύγει μια κοπέλα και μου ζήτησε ο δάσκαλός μου να την αντικαταστήσω στο «Αίτηση σε γάμο» και στην «Αρκούδα» του Τσέχοφ.
Εκεί κατάλαβα ότι μπορώ να είμαι στη σκηνή, όχι ότι είμαι καλή αλλά ότι μπορώ να είμαι εκεί πάνω. Είχα μεγάλη αποδοχή από το κοινό, δεν ξέρω γιατί.
Οι ηθοποιοί είναι σαν τους καλούς μουσικούς, πρέπει να εκπαιδεύονται μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι να σταματήσουν να παίζουν. Δεν θέλω να πεθάνω πάνω στη σκηνή, θα ήθελα να παίζω όσο έχω τις δυνάμεις μου, αλλά θα μαθαίνω μέχρι το τέλος.
Είναι ένα περίεργο πράγμα, που όμως είναι κι επικίνδυνο. Όταν κατάλαβα ότι είχα γκελ, ότι έτσι κι αλλιώς με αποδέχονται, κάνω ή δεν κάνω για τον ρόλο ‒ είχα βγει κάποια στιγμή σε μια μουσική σκηνή χωρίς να είμαι προετοιμασμένη καλά και ο κόσμος από κάτω ενθουσιάστηκε‒, φοβήθηκα.
Σταμάτησα τη συνεργασία και είπα «αυτό δεν πρέπει να το πάθεις γιατί είναι πολύ κακό, θα κάνεις συνέχεια τα ίδια πράγματα και θα είσαι και ικανοποιημένη». Κάθε ηθοποιός έχει το στίγμα του, αλλά πρέπει να υποδύεται και τον ρόλο.
Αυτός είναι ο στόχος, να υπηρετεί το έργο, όχι να τον αποδέχονται και να κάνει ό,τι θέλει για να περνάει καλά. Δεν προχωράει έτσι. Οι ηθοποιοί είναι σαν τους καλούς μουσικούς, πρέπει να εκπαιδεύονται μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι να σταματήσουν να παίζουν.
Δεν θέλω να πεθάνω πάνω στη σκηνή, θα ήθελα να παίζω όσο έχω τις δυνάμεις μου, αλλά θα μαθαίνω μέχρι το τέλος.
• Δεν ζούμε και τις καλύτερες εποχές ως ηθοποιοί και όλοι περνάμε απίστευτες δυσκολίες, γιατί δεν αντέχει τόσο θέατρο η Αθήνα. Ο φετινός χειμώνας ήταν χειρότερος από τον περσινό, ιδίως την περίοδο των γιορτών.
Έτσι κι αλλιώς, δίνεις μια μάχη συνέχεια, πρέπει συνεχώς να αγωνίζεσαι, όμως είμαι από αυτούς που λένε ότι δεν μπορείς να σταματήσεις κανέναν άνθρωπο, νέο ή μεγαλύτερο, από το να εκπληρώσει τα όνειρά του, να πει αυτό που θέλει στο τέλος-τέλος. Γιατί όλοι κάτι θέλουν να πουν.
• Στην Αθήνα έχω έρθει κι έχω φύγει πολλές φορές, από το '71 που κατέβηκα για πρώτη φορά, επειδή πέθανε ο δάσκαλός μου στη σχολή, και ήρθα στη Σχολή Θεοδοσιάδη.
Ξαναγύρισα όμως στη Θεσσαλονίκη και τελείωσα με τους συνεχιστές του, ξαναήρθα το '75 και πηγαινοερχόμουν μέχρι το 1987, οπότε εγκατασταθήκαμε οικογενειακώς εδώ.
Η πρώτη κανονική τηλεοπτική σειρά –γιατί είχα εμφανιστεί πιο πριν και στο Θέατρο της Δευτέρας‒ στην οποία έπαιξα ήταν ο «Μεθοριακός Σταθμός» μια σειρά από την οποία πέρασε όλο το ελληνικό θέατρο και ήταν μια χαρά, κι ας την κατηγορούσαμε τότε.
Στη συνέχεια έπαιξα στης «Βαγγελίτσας το κανάλι» και από κει και πέρα ούτε που θυμάμαι πόσες σειρές έχω κάνει. Σταθμός για μένα ήταν οι «Δέκα Μικροί Μήτσοι», οι οποίοι ξεκινάνε ξανά όπου να 'ναι.
• Ο Λάκης Λαζόπουλος έχει ακούσει πολλά τα τελευταία χρόνια για το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ». Όταν έκανε σάτιρα γελούσαμε όλοι, αλλά από ένα σημείο και μετά είχε μια εμπάθεια.
Κι εγώ είχα πει ότι δεν μπορώ να παίζω, τουλάχιστον ως βουλευτής. Δεν μαλώσαμε ποτέ με τον Λάκη, ούτε είπαμε λόγια. Φίλοι δεν είμαστε εδώ και πολλά χρόνια, ο καθένας έχει ακολουθήσει τον δρόμο του, τη ζωή του.
Αγαπώ πάρα πολύ τα κείμενά του, πάντα τα αγαπούσα, είμαι από τους πρώτους ανθρώπους που τα εκτίμησαν.
Με κάποιον τρόπο συντέλεσα στο να γράψει για πρώτη φορά στο Θεσσαλικό Θέατρο. Και δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται, άνθρωποι που τον έγλειφαν να βγαίνουν και να λένε διάφορα. Όταν βρεθεί ευκαιρία, βαράνε όλοι μαζί. Δρυός πεσούσης, που λένε...
Και τώρα είμαι πολύ χαρούμενη, γιατί τον είδα πρόσφατα στο θέατρο και ξαναβρήκα τον παλιό Λάκη, με τα κείμενα τα ωραία, τον σουρεαλισμό που έχει, αυτό το χιούμορ που είναι κατανοητό απ' όλο τον κόσμο ‒ κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο, να έχεις ποιοτικό χιούμορ, γιατί τελευταία αυτό το είδος, της επιθεώρησης ας πούμε ‒γιατί για επιθεώρηση πρόκειται‒ δεν είναι και σε πολύ καλά χέρια.
Μπορεί να είναι ταλαντούχοι άνθρωποι, αλλά δεν υπάρχει φινέτσα. Οι «Μήτσοι» έχουν λείψει από τον κόσμο και είναι πολύ ευχάριστο που επιστρέφουν.
• Η πολιτική δεν με ενδιέφερε ποτέ, αλλά είναι στη ζωή μου από τη μέρα που γεννήθηκα κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το βγάλει. Μεγάλωσα σε αριστερό σπίτι, οπότε κουβαλούσα τις αληθινές ιστορίες. Και υποστηρίζω ένα κόμμα που μου έκανε την τιμή, χωρίς να είμαι μέλος του, να ζητήσει τη συμβολή μου ‒ δεν γινόταν να μη δεχτώ.
Επίσης, έχω μια σταθερότητα, δεν μου αρέσει να πηγαίνω από δω και από κει. Αν μου άρεσε αυτό θα μπορούσα να πάω σε ένα άλλο κόμμα, να βγω με πολύ περισσότερες ψήφους ίσως και να παίρνω και τα λεφτά.
Όπως ξέρετε, εμείς παίρνουμε ένα πολύ μικρό μέρος από τα χρήματα της αποζημίωσης κι επίσης το κόμμα μας έχει εισηγηθεί να μην υπάρχουν οι συντάξεις βουλευτών και οι επιτροπές να μην πληρώνονται. Το λέω αυτό γιατί σε μια λαϊκή πετάχτηκε κάποιος και μου είπε «άντε, που παίρνεις 9 χιλιάδες ευρώ τον μήνα!».
Ο κόσμος δεν σκέφτεται τελευταία, πολύς κόσμος δεν σκέφτεται. Το αποδεικνύουν και τα νούμερα που παίρνει στις δημοσκοπήσεις η Χρυσή Αυγή. Την ψηφίζουν άνθρωποι που δεν έχουν αυτή την ιδεολογία ουσιαστικά, εννοώ δεν είναι φασίστες. Κάποιοι δεν είναι και καθόλου, επηρεάζονται από κάποιες καταστάσεις.
• Καλλιεργείται ένα κλίμα ότι απειλείσαι συνεχώς απ' όλον τον κόσμο, όσους δεν είναι Έλληνες, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Ο πόλεμος είναι μια πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε με απάθεια, χωρίς να κάνουμε τίποτα.
Μάλλον επειδή σκεφτόμαστε «μακριά από μας και ό,τι θέλει ας είναι». Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, η Συρία είναι πολύ κοντά σ' εμάς και όλος ο κόσμος είναι ένα πράγμα, πολύ μικρός.
Με ενοχλούν πολλά πράγματα, αλλά δεν μπορώ να τα αλλάξω. Το ότι οργανώνεται μια συγκέντρωση για κάτι πολύ σημαντικό για μένα, για να μη γίνεται πόλεμος, και δεν έχει πολύ κόσμο με ενοχλεί.
Όπως και το ότι ο κόσμος δεν βγαίνει στον δρόμο να φωνάξει γι' αυτά που πληρώνουμε συνέχεια.
Βγήκαν στον δρόμο για τη Μακεδονία και νομίζουν ότι έτσι έδειξαν στην κυβέρνηση πως δεν συμφωνούν με όσα κάνει. Ήταν σαν τους μπαχαλάκηδες ‒ τι βγήκε από κει, βγήκε κάτι; Δεν είναι εθνικιστές, αλλά ο εθνικισμός καλλιεργείται με την παραμικρή αφορμή.
Μου έλεγε τις προάλλες ένας άνθρωπος που δεν είναι χρυσαυγίτης ούτε αυτό που λες εθνικιστής «να, βλέπεις, εγώ δεν μπορώ να κάνω αυτή την εξέταση, μπορεί όμως να την κάνει ο μετανάστης». Του είπα ότι αυτοί προστατεύονται από το Διεθνές Δίκαιο.
Η ζωή είναι γεμάτη μικρές επαναστάσεις: από το να μη δέχομαι εύκολα κάποια πράγματα που μου επιβάλλονται μέχρι να βγω με τον υπόλοιπο κόσμο και να τα ρημάξουμε όλα.
• Ως συνταξιούχος ηθοποιός το πρόβλημα που έχω είναι τεράστιο, γιατί αν κάνω ένα μεροκάματο, αν πάρω ένα ένσημο, μου κόβεται το 60% της σύνταξης.
Δεν μου αρέσει να συγκρίνω το επάγγελμά μου με άλλα επαγγέλματα, γιατί το καθένα έχει τα προβλήματά του, αλλά αν ο ηθοποιός είναι πάνω από 60 χρονών, ακόμα και αν έχει πάρει τη σύνταξή του, πρέπει να υπάρχει στη δουλειά, είτε σε μια σειρά είτε στο θέατρο, γιατί έτσι κι αλλιώς η σύνταξή του δεν του φτάνει. Αλλά είναι και οι ηλικίες, δεν μπορεί να κάνει η κόρη μου τη γιαγιά, εγώ πρέπει να την κάνω.
Έτσι κι αλλιώς δεν πήραμε ποτέ τις συντάξεις που είχαν αποφασιστεί, πέσαμε σε αυτή την κακή περίοδο, είναι πολύ άσχημο, δεν ξέρω τι θα κάνουμε.
Αλλά και γενικότερα σου στερούν τα πάντα. Σκέφτεσαι τι θα πάρεις να φας, κοιτάζεις και λες «δεν μπορώ να πάρω τυρί φέτα», ξαφνικά σου φαίνεται πολύ ακριβό. Και οι ελιές ακόμα ακριβές είναι, που λέγαν κάποτε «ψωμί κι ελιά».
Δεν είναι μόνο το φαΐ. Έχουμε να βάλουμε πετρέλαιο κανονικά, επειδή είναι μονοκατοικία το σπίτι μας, επτά χρόνια. Πηγαίνουμε και παίρνουμε με τα μπιτονάκια. Πού να βρω το χιλιάρικο να βάλω έναν τόνο;
Μα και όταν βγάζαμε χρήματα δεν ήμασταν από αυτούς που έκαναν το σκατό τους παξιμάδι. Μπορεί να μην ήμασταν σπάταλοι ποτέ, αλλά αγοράζαμε βιβλία, δίσκους, τέτοια πράγματα, και μαζεύαμε να κάνουμε ένα σπίτι.
Όλος ο κόσμος τα ίδια ζει, μόνο που παλιά, όταν συνέβαινε αυτό, υπήρχε μια αλληλεγγύη, κατανόηση μεταξύ των ανθρώπων, δεν τα βάζαν ο ένας με τον άλλον.
• Οι δικές μου ομιλίες στη Βουλή ήταν λίγες, αλλά νομίζω ότι ήταν περιεκτικές και είχαν και χιούμορ. Μου λένε ότι τώρα είναι ακόμα πιο τρελά τα πράγματα εκεί μέσα. Δεν παρακολουθώ τι γίνεται ούτε στην τηλεόραση.
Δεν είχα πολλά πάρε-δώσε με τους άλλους βουλευτές, δεν πήγαινα στο καφενείο της Βουλής γιατί γινόντουσαν πολλές λυκοφιλίες και ορμούσαν από παντού, οπότε δεν μου άρεσε. Έμενα στο γραφείο τις περισσότερες φορές, είναι άνετα τα γραφεία.
Η τελευταία φορά που θυμάμαι ήταν εκείνο το 24ωρο μέσα στη Βουλή που άλλαξαν όλα και έφυγαν κάποιοι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν μια νύχτα δύσκολη. Φυσικά, η παρουσία της Χρυσής Αυγής ήταν αγριευτική.
Στη Βουλή υπάρχουν άνθρωποι, λίγοι, με ακεραιότητα, από κάθε κόμμα (δεν μιλάω για τη Χρυσή Αυγή, εκεί δεν ξεχωρίζω κανέναν), που είναι αξιοπρεπείς, ευγενικοί, που έχουν ωραίο πολιτικό λόγο ‒αυτό φαινόταν πιο πολύ μέσα στις επιτροπές‒, ανεξάρτητα από τις απόψεις τους, με τις οποίες μπορεί να διαφωνούσα. Η πλάκα είναι ότι όλοι μιλούσαν για τον λαϊκισμό.
Ειδικά την πρώτη μέρα όποιος ανέβαινε μιλούσε για λαϊκισμό, με τον δικό του τρόπο. Ήταν τρία τα θέματα που παρατήρησα ως βουλευτής (και ως ηθοποιός): λαϊκισμός, ποιητές και πολύ μεγάλη λύπη για τις αυτοκτονίες.
Τώρα δεν τις αναφέρουν πια, το '12 τις ανέφεραν όλοι, εκτός από το δικό μου κόμμα. Μιλούσαν για τον λαϊκισμό όπως τον εννοεί ο καθένας, χρησιμοποιούσαν όλοι ποιητές, ο Σαμαράς, ο Τσίπρας ‒κάποιος τους είπε «βάλτε Καβάφη»‒, και υπήρχε μεγάλη λύπη για τις αυτοκτονίες.
Είναι χρόνια που έχω παρατηρήσει ότι κανένας σχεδόν από αυτούς που είναι στα κόμματα εξουσίας δεν έχει ερωτευτεί μια φτωχή κοπέλα, μια συμφοιτήτριά του. Είναι κάτι πολύ σπάνιο. Αν ψάξετε, οι πιο πολλοί έχουν γυναίκες με περιουσίες.
• Φτιάξαμε το δικό μας θέατρο επειδή βρίσκουμε πιο ακριβό το να νοικιάσουμε έναν χώρο για ένα τριήμερο, που κοστίζει πιο πολύ από το μηνιάτικο ενός χώρου! Κι εμείς το νοικιάζουμε, αλλά το νοικιάζουμε φτηνά.
Βεβαίως ο χώρος δεν ήταν έτοιμος, ξοδεύτηκαν πάρα πολλά λεφτά για να γίνει και δημιουργήθηκαν κάποιες υποχρεώσεις, ήταν ένα εντελώς άδειο πράγμα, ένα μηχανουργείο.
Είχε όμως όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει ένα νόμιμο θέατρο και το λέμε αυτό με περηφάνια γιατί όντως είναι νόμιμο και χαίρει σεβασμού και από τους ηθοποιούς και από τον κόσμο.
Όταν ήμουν βουλευτής βοηθήσαμε όλοι μαζί πολύ ώστε να μην κλείσουν τα θέατρα, αλλά για να λέμε του στραβού το δίκιο κάποια από αυτά είναι απαράδεκτα.
Εδώ έχουμε δύο εξόδους. Η μία βγάζει σε έναν ακάλυπτο χώρο που είναι αυλή και το καλοκαίρι την κάνουμε κι αυτή θέατρο ‒ και μάλιστα με επιτυχία φέτος το καλοκαίρι. Ήταν πολύ ωραία!
• Δυσκολίες υπάρχουν έτσι κι αλλιώς στη συμβίωση γενικά, όχι μόνο αν το θέατρο είναι οικογενειακή υπόθεση. Τα παντρεμένα ζευγάρια, τουλάχιστον αυτά που αγαπιούνται, μαλώνουν πάρα πολύ. Εμείς μαλώνουμε από την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε μέχρι τώρα.
Τώρα είμαστε λίγο πιο ήρεμα, αλλά όταν έχεις κοινούς στόχους νομίζω ότι είναι καλύτερο να είσαι με δικούς σου ανθρώπους, με φίλους σου. Διαλέγεις φίλους για να δουλέψεις, διαλέγεις ανθρώπους που σε αποδέχονται και τους αποδέχεσαι, γιατί νομίζω ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση η αποδοχή.
Έλεγε ο μέγας Καζάν ότι «οι ηθοποιοί θέλουν αγάπη και ενθάρρυνση γιατί έχουν πολλά στο στομάχι τους». Εγώ πιστεύω σε αυτό πολύ. Δεν κάνω χατίρι σε κάποιον φίλο, γιατί έχω πάρα πολλούς φίλους που όμως δεν τους εκτιμώ ως καλλιτέχνες, οπότε δεν θα συνεργαζόμουν μαζί τους.
• Το Super Supper είναι η καταγραφή μιας μικροαστικής καθημερινότητας εγκλωβισμένης, όπου υπάρχουν κάποιοι κανόνες από τους οποίους οι ήρωες δεν έχουν το κουράγιο ή τη θέληση να ξεφύγουν ‒ βέβαια όλο αυτό είναι δοσμένο με θεατρικότητα.
Δέχονται κάποτε την επίσκεψη κάποιου, που και ο ίδιος κάτω από τα ρούχα του φοράει τη στολή του υπερήρωα.
Τον υποδέχονται, τον καλωσορίζουν, τον ταΐζουν, δεν αλλάζει τίποτα στη ζωή τους ούτε απ' αυτή την επίσκεψη, και στο τέλος λένε ότι νιώθουν πως τον νίκησαν και αυτόν. Υπάρχει ένας εγκλωβισμός, αλλά δεν είναι τόσο άρρωστος όσο σε κάποιες ταινίες που είναι τελευταία στη μόδα.
Το θέατρο έχει πάντα μια μικρή υπερβολή, όμως είναι απλώς παιγμένο και σκηνοθετημένο και στο τέλος βγαίνει ένα πικρό χιούμορ κι ένα πικρό γέλιο.
Ο Γρηγόρης ο Χατζάκης είναι ένας αξιόλογος νέος καλλιτέχνης πολύ δραστήριος, γράφει ο ίδιος τα έργα του και τα σκηνοθετεί. Είχαμε κάποιες αντιθέσεις στην αρχή, αλλά ήταν όλα για καλό.
• Το πιο μεγάλο μου όφελος από τη δουλειά του ηθοποιού; Είναι καθαρά προσωπικό, κάνω τη δουλειά που μου αρέσει, δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι δημόσιος υπάλληλος, αν και έχω κάνει πάρα πολλές δουλειές στη ζωή μου, οι οποίες, ευτυχώς, δεν ήταν δεσμευτικές για τη ζωή μου την ίδια.
Νομίζω ότι κάνω μια πολύ ωραία δουλειά που πολλές φορές έχει κόστος οικονομικό. Έχω βγάλει και λεφτά από τη δουλειά μου, δεν μπορώ να έχω παράπονο. Φτιάξαμε με τον σύζυγό μου ένα σπίτι και με πολύ προσωπική δουλειά φτιάξαμε ένα θέατρο και το παλεύουμε.
• Δεν μου αρέσει να «λιμνάζω» και, βέβαια, υπάρχουν στιγμές πολύ δύσκολες, που κανείς απελπίζεται κιόλας, αλλά αυτή είναι η ζωή, τι να κάνουμε; Δεν είναι ένα εύθυμο τραγούδι όλη την ώρα.
Αν θυμηθώ κάτι αμήχανο που έχω κάνει εγώ, που δεν θα ήθελα να θυμάμαι και πολύ, αντιδρώ μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι ή έναν δικό μου σκοπό. Όμως πολλές φορές είναι ωραίο να θυμάσαι μερικά πράγματα.
Ας πούμε, κάποιοι νομίζουν ότι αν μου πούνε συλλυπητήρια για κάποιον που έχασα με στενοχωρούν. Εγώ το θεωρώ πολύ φυσικό. Είναι περίεργο να σου λένε μετά από χρόνια «συλλυπητήρια» για την αδερφή σου ή για τον μπαμπά σου ή για τη μαμά σου, για όσους έχεις χάσει τέλος πάντων, επειδή εγώ ζω μαζί τους συνέχεια, όχι μεταφυσικά.
Είναι αυτό που λέει ο απλός λαός «να ζήσετε να τον θυμάστε». Αυτό, εάν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς να το καταλάβεις. Γιατί έτσι είναι πραγματικά, είναι κάθε μέρα μαζί σου οι άνθρωποί σου, τους κουβαλάς για πάντα, και όχι μόνο τους συγγενείς και τους φίλους.
Μπορεί να λυπηθείς για κάποιους ανθρώπους χωρίς να το περιμένεις, να τους θυμάσαι και να αισθάνεσαι θλίψη. Γιατί δεν είναι εδώ το σώμα τους, οι ίδιοι, όμως και όλα όσα έζησες μαζί τους είναι εδώ.
• Πρώτα πέθανε ο πατέρας μου, μετά από χρόνια πέθανε η αδερφή μου και έξι χρόνια μετά η μάνα μου. Όταν πέθανε η μάνα μου ένιωσα έναν σπαραγμό απίστευτο, αυτό το ξερίζωμα ήταν κάτι το τραγικό, δεν το περίμενα έτσι. Αυτή είναι η ζωή όμως.
Η Γιουρσενάρ λέει σε κάποιο βιβλίο της ‒το χρησιμοποίησα παλιότερα στη ζωή μου όταν νόμιζα ότι είχα πάθει κατάθλιψη και έκλαιγα συνέχεια‒ ότι «πρέπει να δεχτείς ότι η αρρώστια η δική σου και των άλλων ή ο θάνατος των άλλων και ο δικός σου είναι μέσα στο ποτάμι της ζωής» και, δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό λειτούργησε πολύ εκείνη τη στιγμή. Βέβαια, δεν είναι εύκολο να το κάνεις αλλά πρέπει να το παλέψεις.
Ο θάνατος δεν χωνεύεται. Μου λείπει πάρα πολύ ο Μίμης ο Χρυσομάλλης, παρόλο που δεν ήμασταν κολλητοί, δεν ήμασταν φίλοι. Δεν ξέρω γιατί αλλά τον αγαπούσα πολύ αυτό τον άνθρωπο. Αυτόν, όταν τον θυμάμαι, δακρύζω.
Και ο Μουστάκας, με τον οποίον ήμασταν τηλεφωνικοί φίλοι, μου λείπει συχνά. Σπουδαίος ηθοποιός. Τη λάτρευε τη γυναίκα του, ξόδευε 3.500 τον μήνα για τη Μαρία.
• Η Μαρία 40 μέρες μετά τον θάνατό του πέθανε κι εκείνη και η Κώνστα επιμένει ότι πέθανε επειδή πέθανε ο Σωτήρης. Ήταν πολύ δεμένο ζευγάρι.
Οι παλιοί ηθοποιοί γιατί ξεχώρισαν; Γιατί αυτό που έκαναν έπρεπε να το κάνουν καλά, δεν είχαν και άλλον τρόπο να πετύχουν, εμείς δεν είχαμε ούτε πλούσιο πατέρα ούτε σύζυγο. Σήμερα, τα νέα παιδιά με ταλέντο δεν έχουν καμία ελπίδα.
• Μου αρέσουν τα απλά πράγματα. Νομίζω ότι η ζωή μας ομορφαίνει με τα απλά. Θα μου πεις, είναι απλό να είναι κανείς ηθοποιός; Ο καθένας έχει τη δουλειά του και άμα την αγαπάει, σημαίνει ότι έχει ταλέντο. Αυτό σημαίνει το ταλέντο για μένα, τίποτε άλλο.
Αλλά μόνο εκείνες τις ώρες κατά τις οποίες ασχολείται κανείς με αυτήν τη δουλειά μπορείς να πεις ότι είναι κάτι διαφορετικό στη ζωή του. Όλη η υπόλοιπη ζωή μας πρέπει να είναι απλή. Δηλαδή, μπορεί να νιώθω πάρα πολύ ευτυχισμένη βλέποντας τα κλαδιά των δέντρων να κουνιούνται απ' τον αέρα ή τα ρούχα που έχω απλωμένα έξω, στην αυλή.
Πολλά πράγματα με ηρεμούν και με κάνουν ευτυχισμένη, το να φτιάξω τον καφέ μου με το καϊμάκι του, να τον μυρίσω. Υπάρχουν και τα δύσκολα, αλλά μπορεί ένα τέτοιο απλό πράγμα να σε κάνει να ξεχάσεις όλα τα υπόλοιπα.
Πιστεύω ότι η ζωή μας ομορφαίνει αν είμαστε σε μια διαρκή επανάσταση για το καλύτερο, ο καθένας με τον τρόπο του. Η ζωή είναι γεμάτη μικρές επαναστάσεις: από το να μη δέχομαι εύκολα κάποια πράγματα που μου επιβάλλονται μέχρι να βγω με τον υπόλοιπο κόσμο και να τα ρημάξουμε όλα.
Info:
Η Ελένη Γερασιμίδου από τις 12/3 θα εμφανίζεται στο Super Supper: Α title in English for no actual reason του Γρηγόρη Χατζάκη, στο Από Κοινού Θέατρο (Ευπατριδών 4, Γκάζι, στάση μετρό «Κεραμεικός»).
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Χατζάκης
Σκηνικά-Κοστούμια: Ζωή Αρβανίτη
Μουσική: Βύρων Κατρίτσης
Γραφιστική Επιμέλεια: Michelangelo Bevilacqua
Β. σκηνοθέτη: Κική Μπαρμπαβασίλογλου
Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης
Παίζουν: Ελένη Γερασιμίδου, Αγγελική Ξένου, Αντώνης Ξένος, Χάρης Ασημακόπουλος
Φωνές ζώων: Χρήστος Καπενής
Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων: €12, μειωμένο €8 (φοιτ., ανέργων, ΑμΕΑ, άνω των 65)