«Τα σπίτια τα κάνουν οι ανθρώποι» μου είχε πει μια ηλικιωμένη γυναίκα σε ένα ακριτικό νησί κάποια χρόνια πριν, εξηγώντας με τον τρόπο της πώς οι τοίχοι και οι στέγες είναι απλώς δομικά στοιχεία.
Όμως στην κατοικία των Patrick και Joan Leigh Fermor, λίγο έξω από την Καρδαμύλη, στο Καλαμίτσι της μεσσηνιακής Μάνης, όλα, μέχρι και την παραμικρή κατασκευαστική λεπτομέρεια στους τοίχους και τις στέγες, είναι καμωμένα από τους ίδιους.
Είναι δε άρρηκτα συνδεδεμένα με όλα εκείνα τα σημαντικά που έχει στο εσωτερικό της και κάνουν το πέτρινο κτίσμα σπίτι. Έτσι, το κέλυφος, η αυλή και όσα φέρει εντός του είτε ως αρχείο είτε ως κινητή επίπλωση είναι σαν να βρίσκονται όλα μαζί πάνω στο ίδιο αόρατο νήμα. Eίναι μια συνέχεια του ενός στο άλλο και πίσω στο πρώτο, σε μια ιδανική ισορροπία.
Τους τελευταίους μήνες η κατοικία, η οποία έγινε δωρεά από το ζεύγος Fermor και βρίσκεται υπό τη διαχείριση του Μουσείου Μπενάκη, συντηρείται και ανακατασκευάζεται προκειμένου να γίνει κέντρο φιλοξενίας και εργασίας μελετητών, συγγραφέων και καλλιτεχνών με διοργάνωση συμποσίων κατά τη διάρκεια του χρόνου, ενώ τους θερινούς μήνες θα ενοικιάζεται ώστε να καλύπτονται τα λειτουργικά έξοδα.
Ένα από τα στοιχεία που πάντα γοήτευαν τους αναγνώστες του Patrick Leigh Fermor είναι εκείνη η ενδιάμεση κατάσταση και κυρίως η σύνθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Είναι ένας Άγγλος στην ανατολική Μεσόγειο. Ίσως έτσι να εξηγείται η ιδιαίτερη σχέση του και η επιλογή της διαμονής στην Ελλάδα, σε έναν τόπο που βρίσκεται πάντα σε αυτό το μεταίχμιο.
Θα μπορούσε να γίνει άλλο ένα μουσείο, ξεχασμένο, με προσωπικό να απαγγέλλει μια παρουσίαση χωρίς διάθεση ούτε ενθουσιασμό στους σποραδικούς επισκέπτες, όπως συμβαίνει αρκετά συχνά στην ελληνική πραγματικότητα. Ωστόσο, αυτό δεν θα ταίριαζε σε καμία περίπτωση ούτε στους Fermor αλλά ούτε και στο αεικίνητο Μουσείο Μπενάκη.
Αντιθέτως, η κατοικία Fermor θα συνεχίσει να ζει όπως ζούσε, με οργάνωση και συγκεκριμένη δομή διαχείρισης, ώστε να είναι λειτουργική και βιώσιμη σε όλους τους τομείς.
Αυτό και μόνο είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα για το πώς μπορεί κανείς να δει με νέα οπτική τα σημαντικά κληροδοτήματα του παρελθόντος στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού και του αναπτυσσόμενου τουρισμού.
Όλα όσα θαυμάζουμε στις φωτογραφίες καταγράφηκαν και αποθηκεύτηκαν μεθοδικά ώστε να συντηρηθούν με προσοχή από το Μουσείο Μπενάκη όσο καιρό γίνονται οι εργασίες.
Μπορεί να γίνει μεγάλη συζήτηση από τους ειδικούς για το πολύ ιδιαίτερο αρχείο, την ακόμα πιο ιδιαίτερη βιβλιοθήκη και τα σημαντικά έργα τέχνης.
Αλλά δεν πρέπει να παραλείψουμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω (στο άδειο για λίγο καιρό ακόμα κτίσμα) και να δει πώς αυτό πατάει στη γη και πώς λειτουργεί στον μεσογειακό τόπο της μεσσηνιακής Μάνης.
Πρόκειται για ένα κτίσμα που δεν υψώνεται για να αναδειχτεί και να θαυμαστεί, όπως οι γειτονικές σύγχρονες παραθεριστικές νεόδμητες κατοικίες, αλλά για να δηλώσει διακριτικά την παρουσία του στο φυσικό τοπίο.
Ο τόπος
Ένα από τα στοιχεία που πάντα γοήτευαν τους αναγνώστες του Patrick Leigh Fermor είναι εκείνη η ενδιάμεση κατάσταση και κυρίως η σύνθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Είναι ένας Άγγλος στην ανατολική Μεσόγειο.
Ίσως έτσι να εξηγείται η ιδιαίτερη σχέση του και η επιλογή της διαμονής στην Ελλάδα, σε έναν τόπο που βρίσκεται πάντα σε αυτό το μεταίχμιο.
Αντίστοιχα μπορεί να δει κανείς και την ίδια την Καρδαμύλη. Η περιοχή βρίσκεται στο τελείωμα της Μεσσηνίας, λίγο πριν από τη (μέσα) λακωνική Μάνη. Στο όριο και εκείνη ανάμεσα στην εύφορη γη, στον επιβλητικό Ταΰγετο και στην αδρότητα της χερσονήσου.
Δεν είναι τυχαίο που το ίδιο αυτό «ενδιάμεσο» θα νιώσει κανείς περιδιαβαίνοντας το οικόπεδο. Ένα πλάτωμα, σαν τελείωμα του ορεινού όγκου στην πλάτη του, το οποίο προβάλλει στη συνάντησή του με τη θάλασσα και την ίδια στιγμή προστατεύεται από τους πλαϊνούς κόλπους.
Προς τη Δύση θα βρεθεί στον κάθετο γκρεμό πάνω από τη μικρή παραλία, κοιτώντας τη νήσο Μερόπη, ενώ προς τον Νότο θα σβήσει σιγά-σιγά με διαδοχικά πλατώματα που καλύπτει ο ελαιώνας.
Πώς χτίζεις σε αυτόν τον τόπο;
Πολλά έχουν ειπωθεί για το κατά πόσο το σχεδιαστικό αποτέλεσμα είναι του ίδιου του ζεύγους ή του αρχιτέκτονα Νίκου Χατζημιχάλη αλλά και για τη σχέση τους.
Άραγε, έχει νόημα μια τέτοια ανάλυση, αφού η αλήθεια είναι πάντα κάπου στη μέση; Σε όλα, πάντως, διαφαίνεται η συνεργασία μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων.
Από τη μια, η ανάγνωση του τόπου φαίνεται πως έχει γίνει από έναν έμπειρο στο πεδίο της μάχης στρατιώτη, που ξέρει να κινείται σωστά και με σύνεση.
Πόσο υπέροχα λιτά είναι τα σκίτσα ως χάρτες ανάγνωσης στα σημειώματά του Fermor, γεωγραφικά δεδομένα ιδωμένα με τον δικό του, προσωπικό τρόπο, σε σχέση πάντα με το πνεύμα του τόπου.
Από την άλλη, στα σχέδια διακρίνει κανείς αρχιτεκτονικές «μοντέρνες» λύσεις με δομή και μηχανική σκέψη όσον αφορά τις κατόψεις και τις τομές, που δύσκολα θα συνέθετε κάποιος μη σχετικός.
Το σίγουρο είναι πως στο στάδιο της υλοποίησης και της επίβλεψης οι Fermor ήταν εκεί, ζώντας σε σκηνή στο ίδιο το οικόπεδο και χτίζοντας κομμάτι-κομμάτι κάθε λεπτομέρεια μέχρι την τελική σύνθεση.
Η δομή
Πρόκειται για ένα πλέγμα/συγκρότημα κτισμάτων. Τόσο μακριά όσο και κοντά το ένα στο άλλο ώστε να ισορροπούν και να λειτουργούν αυτόνομα και ταυτόχρονα μαζί.
Ο χώρος που δημιουργείται μεταξύ τους, το κενό, είναι κι αυτός αρχιτεκτονημένος έτσι ώστε να εξυπηρετεί έναν σκοπό.
Αυτό κι αν είναι ένα στοιχείο που τονίζει πως το κτίσμα είναι ένα με τη φύση, γεννιέται από τη γη, στέκεται σαν ένα δέντρο ριζωμένο πάνω σε αυτήν, χωρίς να διακρίνεται άκομψα ή να αποτελεί έναν μεγάλο όγκο ως δήλωση δύναμης.
«Ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος» είχε αναφέρει ο Περικλής Γιαννόπουλος, για να συμπληρώσει ο Άρης Κωνσταντινίδης πως «είναι ημι-υπαίθριος». Εδώ ο Fermor ζει και στα δύο.
Στην ύπαιθρο, μέσω του κενού ανάμεσα στα κτίρια, και στους στεγασμένους ανοικτούς χώρους (ημι-υπαίθριους) που είναι ταυτόχρονα χώροι κίνησης (που ενώνουν τα επιμέρους δωμάτια) και χώροι στάσης.
Το κυρίως σπίτι είναι ένα αρχετυπικό Γ στραμμένο προς τη μεσημβρία, όπως κάθε λαϊκό και σοφά καμωμένο κτίσμα στη Μεσόγειο.
Η ανοικτή (όλο τον χρόνο) στοά προς το εσωτερικό του είναι εκείνη που φιλτράρει το μεσημβρινό φως και κάνει ανεκτή τη διαβίωση τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ προστατεύει από τη βροχή τον χειμώνα.
Η είσοδος είναι επίσης μια ανοικτή στοά που εισχωρεί από τον Βορρά και το δροσερό «κλειστό» στην ανοιχτή καρδιά του κτιρίου στο αίθριο του Νότου. Στο κατώτερο επίπεδο, τα βοηθητικά και πιο δροσερά δωμάτια βγαίνουν κι εκείνα στην καρδιά της εσωτερικής αυλής.
Το περιβόητο «καθημερινό» με την υπέροχη βιβλιοθήκη ενώνει κατά κάποιον τρόπο το κυρίως σπίτι με την πλακόστρωτη αυλή που καταλήγει στο χτισμένο καθιστικό προς τη Δύση και τη θέα στο μικρό νησί.
Λίγο πιο πέρα, προς τον Βορρά, βρίσκεται το γραφείο/studio. Ένα αυτονομο κτίσμα με θέα προς τον κήπο (και όχι στη θάλασσα) και ένα απότομο ανέβασμα στην ταράτσα με την πέργκολα, που θα ανακατασκευαστεί.
Δύο ακόμη κτίρια, ένα βοηθητικό κτίσμα για την υπηρεσία και ο ορνιθώνας, βρίσκονται πριν από την κυρίως είσοδο. Και τούτα παίζουν τον λειτουργικό τους ρόλο σε αυτό το πλέγμα.
Στα παραπάνω, δεν μπορεί να μην αναφέρει κανείς τις μικροκατασκευές που συμπληρώνουν με διαφορετικές ποιότητες το σύνολο, όπως αυτές οι μικρές πέτρες-κλειδιά στις παλιές λιθοδομές, μια ελαφριά κατασκευή μέσα στους ελαιώνες του Νότου για διάβασμα και συγγραφή και η πλακόστρωτη διαδρομή με τα ενδιάμεσα χτιστά καθιστικά προς την παραλία.
Όλα ενώνονται μεταξύ τους με μονοπάτια προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν φλέβες που πρέπει να κυκλοφορήσουν το αίμα παντού μέσα στο σώμα.
Κάθε σημείο στάσης που προκύπτει στην κίνηση μέσα σε αυτό είναι τόσο μελετημένο ως προς τη θέαση, την ποιότητα του χώρου και το αίσθημα που προκαλεί στον χρήστη.
Θυμίζει συνεχώς τη διαδρομή του Πικιώνη στου Φιλοπάππου. Κάθε σημείο στάσης έχει λόγο και κάθε κίνηση οδηγείται μέσα από το πιο βατό για τον άνθρωπο βήμα στον υπάρχοντα γεωγραφικό τόπο.
Οι λεπτομέρειες
Σε αυτή την περιήγηση δεν μπορείς να μη δεις μικρές, φίνες λεπτομέρειες που σου δίνουν μεγαλύτερη χαρά. Μικρά σπόλια σε κόμβους, στους τοίχους και στα δάπεδα.
Λεπτομέρειες με βότσαλα που υποδεικνύουν τον προσανατολισμό και το γεωμετρικό σιντριβάνι με τον αρχετυπικό στύλο. Σε κάθε βήμα και ματιά και μια ακόμα έκπληξη.
Κι όμως, όλα αυτά τα σημεία, τα κομμάτια, σοφά τοποθετημένα δείχνουν και τον τρόπο γραφής του Fermor.
Κάθε λέξη στα κείμενά του είναι η σωστή, στη σωστή θέση μέσα στην πρόταση, αφού έχει προηγηθεί η έρευνα και κυρίως η κατανόησή του νοήματός της για την ορθή χρήση της.
Δεν πρόκειται για λέξεις ατάκτως ερριμμένες προς εντυπωσιασμό ούτε για σπόλια τυχαία βαλμένα μέσα στην κατασκευή. Γράφει όπως ζει και χτίζει όπως γράφει.
Αν δει κανείς στο σύνολό της την κατοικία Leigh Fermor και προσπαθήσει να την αναγάγει σε στυλ και κινήματα θα βρεθεί σε απόλυτο αδιέξοδο.
Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα, τον «αχταρμά» ενός ζωηρού ταξιδιώτη. Το αγγλικό conservatory και το υποβαθμισμένο conversation pit γειτνιάζουν με τη μεσογειακή πέργκολα και το χτιστό κυκλαδίτικο εξωτερικό καθιστικό.
Η εξωτερική λαϊκή, σε σημεία κλασική μεσσηνιακή όψη θα αποκαλύψει μια εσωτερική στοά με πέτρινα τόξα μοναστηριακής αρχιτεκτονικής και η είσοδος στο οικόπεδο θα θυμίσει στον εισερχόμενο ηπειρώτικο χάνι.
Τα δάπεδα θα καλυφθούν με περίτεχνα βοτσαλωτά, πλακάκια και μάρμαρα θα έρθουν από την Ιταλία, ενώ τα τζάκια θα θυμίζουν οθωμανικές εποχές και πηλιορείτικες λεπτομέρειες.
Και όμως, όλα αυτά συνυπάρχουν, χωρίς να φαίνονται παράτερα. Χωρίς να φαίνονται ασύνδετα μεταξύ τους, χωρίς να «κλοτσάνε».
Ακριβώς όπως στα γραπτά του, όλες αυτές οι επιμέρους αναφορές προκύπτουν μετά από κατανόηση της σημασίας τους, της αλήθειας τους, του τρόπου με τον οποίο προέκυψαν.
Δεν πρόκειται για ταξιδιωτικές επιφανειακές περιηγήσεις ενός flaneur. Στον κάθε τόπο από τον οποίο κρατά τα «κοινά και τα κύρια» ερευνά μέσα από την Ιστορία την καθημερινότητα με την οποία συγχρωτίζεται, τα ήθη και έθιμα της κάθε κοινωνίας στα οποία συμμετέχει ο ίδιος.
Καταλαβαίνει τη βαθύτερη αλήθεια, την κεντρική ιδέα, τη δομή, κι αυτήν μπορεί να την πάει ένα βήμα παραπέρα, συνθέτοντάς την και φέρνοντάς την στη νέα πραγματικότητα, χωρίς να χάνεται.
Πώς όλα αυτά έρχονται στη σημερινή εποχή;
Είναι απαραίτητη η ωριμότητα σε τέτοιες επεμβάσεις για την αναγκαία αναβάθμιση του υπάρχοντος και αυτό συμβαίνει εδώ. Αφενός προκύπτουν σοβαρά ζητήματα συντήρησης που δεν γίνεται να μην αντιμετωπιστούν, αφετέρου δεν μπορεί να χαθεί η αρχική ταυτότητα και η αίσθηση ενός τόσο σημαντικού κληροδοτήματος.
Είναι σημαντικό ότι αυτό το έργο ανατέθηκε από το Μουσείο Μπενάκη σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο όπως αυτό της Μαρίας Κοκκίνου και του Ανδρέα Κούρκουλα.
«Δουλειά μας εδώ είναι να είμαστε αόρατοι» ανέφερε η Μαρία Κοκκίνου. Οι εργασίες και οι επεμβάσεις δεν αποτελούν ευκαιρία για να αναδειχτούν οι εργολήπτες, που ήδη έχουν επιτυχίες στην πορεία τους.
Στόχος όλων είναι να αναδειχτεί και να είναι βιώσιμο το κτίσμα σήμερα, με τις αναγκαίες για τους φιλοξενούμενους και τους επισκέπτες εγκαταστάσεις.
Κι αυτό δεν είναι κάτι λιγότερο ή απλούστερο απ' ό,τι ζητάει η νέα αρχιτεκτονική περίοδος που διανύει η ελληνική αγορά. Είναι ίσως το ζητούμενο πλέον, η προσγείωση και η επιστροφή μας στα βασικά.
Κάπως έτσι, άλλωστε, εκτίμησαν τον ελληνικό τόπο και έζησαν σε αυτόν και οι ίδιοι οι Fermor.
Ευχαριστούμε θερμά την Ειρήνη Γερουλάνου και τη Μυρτώ Καούκη για τη σημαντική βοήθεια, τις πολύτιμες πληροφορίες και την πρόσβαση στο έργο. Η ομάδα του Μουσείου Μπενάκη δουλεύει, πάνω απ' όλα, με αγάπη και ιδιαίτερη λεπτότητα σε αυτό το τόσο σημαντικό έργο που δεν αφορά μόνο τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.
Πληροφορίες εδώ
Πρόσφατη Έκδοση εδώ
σχόλια