Όταν ένα θαυμαστής του Φραντς Κάφκα του χάρισε κάποτε έναν ειδικά σχεδιασμένο τόμο με τρεις από τις ιστορίες του, η αντίδρασή του ήταν σφοδρή: «Τα ορνιθοσκαλίσματά μου... δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη δική μου υλοποίηση του τρόμου», απάντησε. «Δεν θα έπρεπε καν να τυπωθούν. Θα έπρεπε να καούν».
Παράλληλα, ο Κάφκα πίστευε ότι δεν είχε κανέναν άλλο σκοπό στη ζωή από το γράψιμο: «Έχω φτιαχτεί από λογοτεχνία και δεν μπορώ να είμαι τίποτε άλλο».
Είναι ξεκάθαρο ότι η αμφιθυμία του Κάφκα για το έργο του ήταν μία έκφραση βαθιάς αβεβαιότητας για τον εαυτό του. Είχε το δικαίωμα να επιβάλλει τα τρομακτικά, ευφάνταστα οράματά του στον κόσμο;
Ειρωνικά, η απελπισία στο έργο του Κάφκα ήταν αυτή ακριβώς που του εξασφάλισε μια θέση στο επίκεντρο της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Ο Γκρέγκορ Σάμσα, που ξυπνάει ένα πρωί ανακαλύπτοντας ότι έχει μεταμορφωθεί σε έντομο, και ο Γιόζεφ Κ., που δικάζεται από ένα ανεπίσημο δικαστήριο για ένα έγκλημα που κανείς δεν του εξηγεί, έχουν γίνει αρχετυπικές σύγχρονες φιγούρες.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, Γερμανοί ακαδημαϊκοί επιχειρηματολόγησαν πως τα χειρόγραφα του Κάφκα έπρεπε να πάνε τη Γερμανία, όπου θα μελετούνταν διεξοδικά, αντί να παραμεληθούν στην Ιερουσαλήμ. Ένα προφανές αντεπιχείρημα ήταν ότι θα ήταν ανήθικο τα κειμήλια του Κάφκα να καταλήξουν στη χώρα που εξόντωσε την οικογένειά του.
Ο Ουίσταν Χιου Όντεν πίστευε ότι ο Κάφκα ήταν για τον 20ό αιώνα του παραλόγου και της αποξένωσης ό,τι ήταν ο Δάντης και ο Σαίξπηρ για την εποχή τους: ο συγγραφέας που αιχμαλώτισε το πνεύμα της εποχής.
Αν ο Κάφκα μπορούσε να διαβάσει το Kafka's Last Trial του Benjamin Balint, το διαφωτιστικό νέο βιβλίο για την τύχη του έργου του, σίγουρα θα έμενε έκπληκτος όταν θα μάθαινε ότι τα «ορνιθοσκαλίσματά» του έγιναν ιδιαιτέρως πολύτιμα – όχι μόνο από λογοτεχνική, αλλά και από οικονομική, ακόμα και από γεωπολιτική άποψη.
Στο επίκεντρο του βιβλίου του Balint βρίσκεται η δίκη που κράτησε χρόνια ολόκληρα μέσα στο ισραηλινό σύστημα δικαιοσύνης, σχετικά με την ιδιοκτησία ορισμένων χειρόγραφων του Κάφκα που είχαν διασωθεί και είχαν καταλήξει σε χέρια ιδιώτη στο Τελ Αβίβ. Λόγω της ευρείας κάλυψης της υπόθεσης κατά την εποχή, είναι γνωστό ότι το 2016 ο έλεγχος των χειρόγραφων έφυγε από τα χέρια της Eva Hoffe, της ηλικιωμένης κυρίας που τα κατείχε, και μεταφέρθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ.
Για τον Balint ωστόσο, η υπόθεση έχει να κάνει με πολλά περισσότερα απ' ό,τι με τις λεπτομέρειες διαθηκών και νόμων. Θέτει πολύ σημαντικά ερωτήματα για την εθνικότητα, τη θρησκεία, τη λογοτεχνία, ακόμα και για το Ολοκαύτωμα – στο οποίο οι τρεις αδερφές του Κάφκα πέθαναν και ο ίδιος γλίτωσε από αυτό μόνο επειδή πέθανε νέος από φυματίωση.
Η Hoffe κληρονόμησε τα χειρόγραφα από τη μητέρα της, Esther, στην οποία δόθηκαν από τον Μαξ Μπροντ, τον καλύτερο φίλο του Κάφκα και διαχειριστή του λογοτεχνικού του έργου. Σχεδίαζε να τα πουλήσει στο Γερμανικό Αρχείο Λογοτεχνίας, στο Μάρμπαχ, όπου θα συγκεντρώνονταν μαζί με τα έργα άλλων μεγάλων συγγραφέων γερμανικής λογοτεχνίας.
Αυτό θα ήταν ένας πολιτισμικός θρίαμβος για τη Γερμανία, μια και θα ενισχυόταν η ιδέα ότι ο Κάφκα θεωρείται κανονικά ένας Γερμανός συγγραφέας, αν και ήταν ένας Εβραίος που γεννήθηκε κι έζησε στην Πράγα. Η Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ επιχειρηματολόγησε ότι τα γραπτά του Κάφκα είναι κομμάτι της πολιτισμικής ιστορίας του εβραϊκού λαού, κι έτσι τα χειρόγραφά του ανήκουν στο εβραϊκό κράτος.
Την εποχή του θανάτου του, το 1924, σε ηλικία 40 ετών, ο Κάφκα έμοιαζε ελάχιστα με κάποιον που θα λάμβανε αργότερα παγκόσμια φήμη. Είχε μια μικρή φήμη στους λογοτεχνικούς κύκλους της Γερμανίας αλλά δεν είχε υπάρξει ποτέ επαγγελματίας συγγραφέας.
Πέρασε τις μέρες του δουλεύοντας ως δικηγόρος για μία ασφαλιστική εταιρεία, μία δουλειά την οποία μισούσε αν και ήταν καλός σε αυτή. Δημοσίευσε λίγες ιστορίες σε περιοδικά και σε μικρούς τόμους, αλλά αν και αυτά περιελάμβαναν έργα όπως «Η Μεταμόρφωση», «Στη σωφρονιστική αποικία» και «Ο καλλιτέχνης της πείνας», έλαβαν μικρή αναγνώριση.
Τα σπουδαία μυθιστορήματα του Κάφκα, «Η Δίκη» και «Ο Πύργος», παρέμειναν σε χειρόγραφη μορφή, ημιτελή και άγνωστα στον κόσμο.
Όπως είναι γνωστό, ο ίδιος είχε προσπαθήσει να τα διατηρήσει έτσι. Πριν πεθάνει, ο Κάφκα έγραψε ένα γράμμα στον Μπροντ, ο οποίος το βρήκε όταν πήγε να καθαρίσει το γραφείο του Κάφκα. Σε αυτή την «τελευταία του διαθήκη», ο Κάφκα έδωσε οδηγίες στον Μπροντ να κάψει όλα του τα χειρόγραφα, μαζί με τις επιστολές και τα ημερολόγιά του.
Αλλά ο Μπροντ, που θαύμαζε τον Κάφκα σε σημείο ειδωλολατρίας, αρνήθηκε να φέρει εις πέρας τις επιθυμίες του φίλου του. Αντ' αυτού αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στην επιμέλεια, δημοσίευση και προώθηση του έργου του – έγραψε ακόμα κι ένα μυθιστόρημα γι αυτόν, στο οποίο ο Κάφκα κρύβεται πίσω από τον χαρακτήρα του Richard Garta.
Με αυτόν τον τρόπο ο Μπροντ δεν εξασφάλισε μόνο την αθανασία του Κάφκα, αλλά και τη δική του. Αν και ο ίδιος ο Μπροντ ήταν ένα επιτυχημένος και πολυγραφότατος συγγραφέας, σήμερα είναι γνωστός σχεδόν αποκλειστικά για τον ρόλο του στην ιστορία του Κάφκα.
Το ερώτημα του εάν ο Μπροντ έπραξε ηθικά όταν παρέβλεψε τις τελευταίες επιθυμίες του Κάφκα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες συζητήσεις στη λογοτεχνική ιστορία και βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου του Balint. Όπως σημειώνει, «ο Μπροντ δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που βρέθηκε μπροστά σε τέτοιο δίλημμα».
Ο Βιργίλιος ήθελε να κάψουν την Αινειάδα μετά τον θάνατό του, μία επιθυμία που επίσης δεν έγινε δεκτή. Η διατήρηση του έργου ενός συγγραφέα παρά τη θέληση του υπονοεί ότι η τέχνη ανήκει περισσότερο στο κοινό της παρά στον δημιουργό της. Και με καθαρά ωφελιμιστικούς όρους, ο Μπροντ έκανε τη σωστή επιλογή. Η δημοσίευση του έργου του Κάφκα έχει φέρει απόλαυση και διαφώτιση σε αμέτρητους αναγνώστες (και εργασία στους εκατοντάδες μελετητές του Κάφκα)˙ η καταστροφή του θα ωφελούσε μόνο έναν νεκρό άνδρα.
Ήθελε όμως πραγματικά ο Κάφκα, ο άνδρας που ήταν φτιαγμένος για τη λογοτεχνία, τα γραπτά του να εξαφανιστούν; Η αλήθεια είναι ότι εάν διαβάσεις προσεκτικά τη διαθήκη του, είναι τόσο διφορούμενη, τόσο ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες όσο και οτιδήποτε άλλο είχε γράψει.
Ακόμα, η διαθήκη ξεχώριζε το ανέκδοτο του έργο από κάποιες από τις δημοσιευμένες του ιστορίες, τις οποίες περιέγραφε ως «έγκυρες». «Δεν εννοώ ότι θέλω να επανεκδοθούν», πρόσθεσε, «αλλά δεν εμποδίζω κανέναν από το να τις κρατήσει αν θέλει».
Ο Κάφκα φαίνεται ότι είχε την ελπίδα ότι το έργο του θα έβρισκε αναγνώστες. Και διαλέγοντας τον Μπροντ ως εκτελεστή της «διαθήκης» του, διάλεξε το άτομο που ήταν σίγουρο ότι δεν θα ακολουθούσε τις οδηγίες του. Ήταν σαν ο Κάφκα να ήθελε να μεταδώσει τη γραφή του στις επόμενες γενιές αλλά δεν ήθελε να έχει την ευθύνη γι αυτό. «Ακόμα και στην αυτο-αποκήρυξη, ο Κάφκα ταλανιζόταν από αναποφασιστικότητα», γράφει ο Balint.
Ο Μπροντ, από την δική του πλευρά, δεν είχε αμφιβολίες για τη σπουδαιότητα της γραφής του φίλου του. Πέτυχε να βρει εκδότες για τη «Δίκη» και τον «Πύργο» την δεκαετία του '20, αλλά μόνο τη δεκαετία του '30 άρχισε σιγά-σιγά το έργο του Κάφκα να βρίσκει ένα πραγματικό κοινό.
Η άνοδος του ναζισμού έπεισε τους αναγνώστες ότι όντως ζούσαν στον κόσμο του Κάφκα με τους ψεύτικους νόμους και την ανούσια βία – ακόμα και αν ο ναζιστικός αντισημιτισμός το έκανε αδύνατο να δημοσιευθούν τα βιβλία του στη Γερμανία.
Ο Μπροντ έφυγε από την Τσεχοσλοβακία τη νύχτα που οι Ναζί προσάρτησαν τη χώρα, τον Μάρτιο του 1939, κουβαλώντας μαζί του τα χειρόγραφα του Κάφκα. Αφοσιωμένος σιωνιστής για πολλά χρόνια, πήγε στο Τελ Αβίβ όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του το 1968.
Ο Balint περιγράφει ότι, όπως και για πολλοί μετανάστες από τη Γερμανία, ο Μπροντ δυσκολεύτηκε να ξαναχτίσει τη ζωή του στην Παλαιστίνη. Προς απογοήτευσή του, υποτιμήθηκε από τον τοπικό λογοτεχνικό κόσμο που ενδιαφερόταν μόνο για την εβραϊκή γραφή. Πράγματι ο Balint υπογραμμίζει ότι το έργο του Κάφκα ποτέ δεν ήταν τόσο δημοφιλές στο Ισραήλ όσο ήταν στην Ευρώπη και την Αμερική.
Αν δεν ήξερες πως ο Κάφκα ήταν Εβραίος, θα μπορούσε να διαβάσεις τα βιβλία του χωρίς να το ανακαλύψεις ποτέ. Η λέξη Εβραίος δεν αναφέρεται ποτέ στα κείμενά του και οι χαρακτήρες του έχουν την οικουμενικότητα των χαρακτήρων μια παραβολής
Κατά τη διάρκεια της δίκης, Γερμανοί ακαδημαϊκοί επιχειρηματολόγησαν πως τα χειρόγραφα του Κάφκα έπρεπε να πάνε τη Γερμανία, όπου θα μελετούνταν διεξοδικά, αντί να παραμεληθούν στην Ιερουσαλήμ. Ένα προφανές αντεπιχείρημα ήταν ότι θα ήταν ανήθικο τα κειμήλια του Κάφκα να καταλήξουν στη χώρα που εξόντωσε την οικογένειά του.
Ο Balint παραθέτει τα λόγια ενός Ισραηλινού ακαδημαϊκού που έκανε την εξής καυστική παρατήρηση: «Οι Γερμανοί δεν έχουν καλό ιστορικό στο να προσέχουν τα πράγματα του Κάφκα. Δεν πρόσεξαν τις αδερφές του».
Αλλά η υπόθεση για την παραμονή του Κάφκα στο Ισραήλ έγινε βαθύτερη και ενέπλεξε λογοτεχνική καθώς και νομική κριτική. Ο Balint γράφει ότι με την απόδοση των εγγράφων του Κάφκα στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ, οι δικαστές «επιβεβαίωσαν ότι ο Κάφκα ήταν στην ουσία ένα Εβραίος συγγραφέας». Και το πραγματικό ερώτημα στο επίκεντρο του Kafka's Last Trial: Είναι Εβραίος συγγραφέας; Τι κερδίζουμε και τι χάνουμε, διαβάζοντας το έργο του μέσα από μία εβραϊκή οπτική;
Βιογραφικά, η εβραϊκότητα του Κάφκα είναι προφανής. Γεννήθηκε σε μία εβραϊκή οικογένεια και έζησε σε μία εβραϊκή κοινότητα που ταλανιζόταν από σοβαρό και μερικές φορές βίαιο αντισημιτισμό. Αν και μεγάλωσε με λίγες γνώσεις περί ιουδαϊσμού, ο Κάφκα ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για τον εβραϊκό πολιτισμό.
Το γίντις θέατρο και οι χασιδικοί λαϊκοί μύθοι υπήρξαν μεγάλες επιρροές στο έργο του και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ονειρευόταν να μετακομίσει στην Παλαιστίνη, μελετώντας ακόμα και τα εβραϊκά για να προετοιμαστεί. (Το βιβλίο ασκήσεων για τα εβραϊκά του Κάφκα ήταν ανάμεσα στα αντικείμενα που κληρονόμησε η Eva Hoffe).
Αλλά αν δεν ήξερες πως ο Κάφκα ήταν Εβραίος, θα μπορούσε να διαβάσεις τα βιβλία του χωρίς να το ανακαλύψεις ποτέ. Η λέξη Εβραίος δεν αναφέρεται ποτέ στα κείμενά του και οι χαρακτήρες του έχουν την οικουμενικότητα των χαρακτήρων μια παραβολής: Ο Γιόζεφ Κ. θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε ζει σε μία αστική κοινωνία. Και όμως πολλοί Εβραίοι αναγνώστες –ανάμεσα τους κριτικοί όπως οι Βάλτερ Μπένγιαμιν και Χάρολντ Μπλουμ– πάντα προσεγγίζουν το έργο του Κάφκα σαν να προέρχεται από, και να περιγράφει, την κεντροευρωπαϊκή εβραϊκή εμπειρία.
Ο Κάφκα ανήκε σε μια γενιά που ήταν αποκομμένη από τη ζωή των ανθρώπων της ανατολικής Ευρώπης που μιλούσαν γίντις, αλλά και που παράλληλα δεν ήταν σε θέση να αφομοιωθεί πλήρως στη γερμανική κουλτούρα που φερόταν στους Εβραίους με περιφρόνηση και εχθρικότητα.
Σε ένα γράμμα του στον Μπροντ, ο Κάφκα περιέγραφε αξέχαστα ότι ο Γερμανοεβραίος συγγραφέας ήταν «κολλημένος από τα μικρά πισινά του πόδια στην πίστη των προγόνων του και με τα μπροστινά πόδια προσπαθούσε να βρει, αλλά δεν έβρισκε ποτέ, νέο έδαφος».
Μόλις αρχίσεις να ψάχνεις για τέτοιες φιγούρες στο έργο του Κάφκα, τις βρίσκεις παντού. Ο αιχμάλωτος πίθηκος στο «Αναφορά σε μια Ακαδημία», που έχει μάθει με επίπονο τρόπο πώς να μπει στον κόσμο των ανθρώπων, η πρωταγωνίστρια του «Ιωσηφίνα η τραγουδίστρια, ή ο λαός των ποντικών», της οποίας η τέχνη βοηθά να βοηθήσει τον κατατρεγμένο της λαό, ο Γιόζεφ Κ. στη «Δίκη», που δικάζεται από παράξενους νόμους που δεν καταλαβαίνει – κάθε ένας είναι ένα ευδιάκριτο σχόλιο της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο Εβραίος Κάφκα.
Πάνω απ' όλα, η εμμονή του Κάφκα με την ιδέα του νόμου και το σάστισμά του μπροστά στα νομικά συστήματα των οποίων οι λειτουργίες φάνταζαν ακατανόητες, είναι ουσιαστικά θεολογική, ένα προϊόν της αίσθησης που είχε ότι ο Ιουδαϊκός νόμος είχε πια χαθεί αμετάκλητα.
Κι όμως η ευφυΐα του Κάφκα ήταν ότι κατάλαβε πως αυτές οι εβραϊκές εμπειρίες –αυτό που ο Balint αποκαλεί «πεισματάρικη έλλειψη στέγης και αίσθησης ότι ανήκει κάπου» του Κάφκα– ήταν επίσης αρχετυπικά σύγχρονες εμπειρίες. Τον 20ό αιώνα, η αποκοπή από την παράδοση, η χειραγώγηση από εχθρικούς θεσμούς και η υποβολή σε ξαφνική βία έγιναν σχεδόν οικουμενικές καταστάσεις.
Για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, το έργο του Κάφκα αποτελούσε ένα είδος οιωνού, περιγράφοντας «τα μελλοντικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη μελλοντική αστάθεια του νόμου, τις παραλυμένες, βασανισμένες ζωές πολλών ανθρώπων».
Ένας συγγραφέας του οποίου το όνομα θα γινόταν επιθετικός προσδιορισμός (καφκικός) λειτουργεί σαν ένα είδος προφήτη, δίνοντας όνομα σε εμπειρίες που το μέλλον μπορεί να επιφυλάσσει στον καθένα.
Γι' αυτό τελικά, δεν έχει και τόσο σημασία αν τα κειμήλια του Κάφκα βρίσκονται στη Γερμανία ή στο Ισραήλ. Αυτό που μετράει είναι ότι όλοι ζούμε στον κόσμο του Κάφκα.
Με πληροφορίες από The Atlantic / ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΟΦΙΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
σχόλια