Έχει ψηφιστεί και καταχωριστεί επανειλημμένως ανάμεσα στις σπουδαιότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, έχοντας επιλεγεί ως η δεύτερη καλύτερη, ενώ από κάποιους θεωρείται η καλύτερη όλων των εποχών, στον τομέα του Science Fiction τουλάχιστον. Η βιβλιοθήκη του αμερικανικού Κονγκρέσου τη χαρακτήρισε εθνική κληρονομιά και μεγάλης πολιτισμικής, ιστορικής και αισθητικής σημασίας, παρόλο που η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τής απένειμε μόνο ένα Όσκαρ, εκείνο των ειδικών εφέ, και πέρα από το γεγονός ότι ο Κιούμπρικ, αν και Αμερικανός, επέλεξε να τη γυρίσει στην Αγγλία.
Αλλά, ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Αμέσως μόλις ο Κιούμπρικ ολοκλήρωσε το Dr Strangelove (SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα) το 1964, αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία για το Διάστημα και την πιθανότητα ύπαρξης εξωγήινης ζωής. Πολύ σύντομα, και μετά την παρότρυνση ενός στελέχους της Columbia Pictures, δέχθηκε να γνωριστεί με τον συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Άρθουρ Κλαρκ, έναν άνθρωπο που, αν και θεωρούνταν ιδιόρρυθμος, καθώς είχε επιλέξει να ζει στην Κεϋλάνη (τη σημερινή Σρι Λάνκα), ήταν πραγματική ιδιοφυΐα σε ό,τι είχε να κάνει με τον κόσμο του σύμπαντος και της τεχνολογίας.
Ήταν ο πρώτος που πρότεινε τη χρήση δορυφόρων για την αναμετάδοση ραδιοκυμάτων και από τους πρώτους που οραματίστηκαν το Ίντερνετ. Οι δύο αυτοί τετραπέρατοι άνθρωποι –ο καθένας στον τομέα του– συναντήθηκαν στη Νέα Υόρκη τον Απρίλιο του 1964 και συμφώνησαν να συνεργαστούν σε ένα φιλόδοξο και ριψοκίνδυνο εγχείρημα.
Όπως είπε χρόνια αργότερα ο συγγραφέας: «Ο Κιούμπρικ ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης που θα διέγειρε τα συναισθήματα του θαυμασμού, του φόβου, ακόμα και του τρόμου, αν χρειαζόταν». Όπως όλοι γνωρίζουν, το πέτυχε απολύτως.
Όπως είπε χρόνια αργότερα ο συγγραφέας: «Ο Κιούμπρικ ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης που θα διέγειρε τα συναισθήματα του θαυμασμού, του φόβου, ακόμα και του τρόμου, αν χρειαζόταν». Όπως όλοι γνωρίζουν, το πέτυχε απολύτως.
Ο Κλαρκ έδωσε στον Κιούμπρικ να διαβάσει πέντε παλιότερα διηγήματά του και εκείνος κατέληξε στο Sentinel (Ο Φρουρός) του 1948. Ήταν αυτό στο οποίο θέλησε να βασίσουν το σενάριό τους.
Το πρότζεκτ ανακοινώθηκε τον Φεβρουάριο του 1965 στον Τύπο ως «Journey beyond the stars» («Ταξίδι πέρα από τα άστρα»). Η έρευνα τούς πήρε έναν περίπου χρόνο, μέχρι να στρωθούν και να αρχίσουν να γράφουν το σενάριο τελικά, ενώ παράλληλα έγραφαν κι ένα μυθιστόρημα συγγενές με το σενάριο. Το αποτέλεσμα εν τέλει ήταν μία ταινία μοναδικής ομορφιάς κι εκπληκτικών εικόνων και ένα βιβλίο –το οποίο υπογράφει μόνο ο Κλαρκ– πολύ πιο επεξηγηματικό από την κινηματογραφική εκδοχή – κι ας γραφόντουσαν σχεδόν ταυτόχρονα τα δύο έργα.
Αν και η παραγωγή ανήκε κυρίως στην MGM, επιλέχτηκαν τα Shepperton Studios της Αγγλίας για τις ιδιαίτερες προδιαγραφές τους, ιδιαιτέρως όσον αφορά τις εγκαταστάσεις ήχου. Βέβαια, ο Κιούμπρικ είχε ήδη εγκαταλείψει το Χόλιγουντ, έχοντας προ πολλού εγκατασταθεί στη Βρετανία. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 29 Δεκεμβρίου του 1965 και ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1967. Η επεξεργασία των ειδικών εφέ συνεχίστηκε και η ταινία ήταν έτοιμη μόλις έναν μήνα πριν από την παγκόσμια πρεμιέρα της, τον Μάρτιο του 1968.
Χωρισμένη σε τέσσερις πράξεις, η ταινία 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος ξεχωρίζει από κάθε άποψη, συγκρινόμενη με όλες τις ταινίες της εποχής της. Από τα 142 λεπτά που διαρκεί (μετά από ένα γενναίο κόψιμο από τον ίδιο το σκηνοθέτη) τα πρώτα 20, όπως και τα 20 τελευταία, δεν έχουν καθόλου διάλογο. Γενικότερα, ο διάλογος είναι ελάχιστος, στις σκηνές του Διαστήματος επικρατούν μεγάλες σιωπές και τόσο ο ήχος όσο και η μουσική αποτελούν τα βασικά αφηγηματικά της μέσα.
Σε αυτό το έπος που αφηγείται την ανθρώπινη εξέλιξη, κάνει απόπειρες να περιγράψει την τεχνητή νοημοσύνη και εικασίες για τη ζωή στο Διάστημα, η ιστορία πάει χιλιάδες χρόνια πίσω, στην εποχή των πιθήκων και των πρώτων ανθρωποειδών.
Από τις πιο διάσημες σκηνές είναι όταν ένα ανθρωποειδές ανακαλύπτει τη διπλή χρησιμότητα ενός οστού ζώου ως εργαλείου και όπλου, μέχρι που το εκσφενδονίζει στον αέρα και η αργή κίνησή του, ενώ στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του, παραλληλίζεται με την τροχιά ενός υπερσύγχρονου δορυφόρου γύρω από τη Γη – και όλα αυτά με τη γνωστή μουσική υπόκρουση του Γαλάζιου Δούναβη του Γιόχαν Στράους II.
Αυτό που συνδέει στην πλοκή της ταινίας τον κόσμο των πρώτων πιθηκανθρώπων με το σήμερα είναι ένας μυστηριώδης μαύρος μονόλιθος που εμφανίζεται ανάμεσα στους πιθήκους, αλλά χιλιάδες χρόνια αργότερα ανακαλύπτεται στη Σελήνη, που δέχεται σήματα από έναν άλλο που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Δία. Τον εντοπισμό αυτού του μονόλιθου έχει ως αποστολή το επανδρωμένο Discovery 1, μέσα στο οποίο διαδραματίζεται μεγάλο μέρος της ταινίας.
Μέσα σε αυτό, εκτός του ανθρώπινου πληρώματος, διακρίνεται και η παρουσία ενός κομπιούτερ ιδιαίτερα υψηλής αντίληψης που απευθύνεται στον τελευταίο επιζώντα κοσμοναύτη Ντέιβιντ Μπάουμαν με την ευφυΐα ενός κανονικού ανθρώπου και ακούει στο όνομα Χαλ 9000. Οι συν-σεναριογράφοι, θέλοντας να μείνουν πιστοί στον αρχαιοπρεπή τίτλο, είχαν σκεφτεί να έχει γυναικεία φωνή και το όνομα της Αθηνάς, θεάς της γνώσης των αρχαίων Ελλήνων, αλλά αυτό δεν συνέβη.
Η επιστημονική ακρίβεια και τα προωθημένα εφέ –μέρος των οποίων οφείλονται στο εξαιρετικό ρωσικό ντοκιμαντέρ του ’50 Δρόμος προς τα αστέρια του Πάβελ Κλουσάντσεβ– πέρασαν από την έρευνα και τη δημιουργική υπογραφή του ίδιου του Κιούμπρικ, όπως και τα κοστούμια ή τα φουτουριστικά έπιπλα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι κόκκινες καρέκλες Djinn, που σχεδιάστηκαν από τον Olivier Mourgue το 1965, αμέσως μετά την προβολή της ταινίας έγιναν της μόδας παντού και τις αποκαλούσαν «καρέκλες 2001».
Αυτή δεν είναι η μόνη ευρεσιτεχνία που επηρεάστηκε από την ταινία. Ακόμα και το γνωστό μας iPad της Apple έχει τις καταβολές του στην Οδύσσεια του Διαστήματος.
Ένα από τα βασικά μουσικά μοτίβα που ακούγονται δεν είναι άλλο από το συμφωνικό ποίημα του Ρίχαρντ Στράους Also spach Zarathustra (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), εκτελεσμένο από τη Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τη διεύθυνση του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. Επίσης, ακούγεται το αντάτζιο από το μπαλέτο «Γκαϊανέ» (1942) του Αράμ Χατσαντουριάν κι ένα μικρό απόσπασμα από την ηλεκτρονική σύνθεση του Γκιέργκι Λιγκέτι, «Lux Aeterna».
Το υπαρξιακό αίνιγμα, η μοναξιά και η μηδαμινότητα του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν, το μυστήριο της ζωής και του θανάτου τέθηκαν για πρώτη φορά με τέτοια βαθύτητα σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, η οποία έτσι κι αλλιώς εντυπωσίασε με την υπερσύγχρονη αισθητική και το κινηματογραφικό της στυλ, γυρισμένη σε Super Panavision 70.
Η πρεμιέρα έγινε στις 2 Απριλίου του 1968 στο Uptown Theater της Ουάσινγκτον, την επομένη παίχτηκε στο Warner Cinerama Theater του Χόλιγουντ και στις 10 Απριλίου σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Αμερικής, ενώ παίχτηκε ταυτόχρονα στο Λονδίνο και σε άλλες δέκα χώρες. Αν και η εισπρακτική επιτυχία δεν ήρθε αμέσως και η κριτική δεν ήταν πάντα θετική (η Πολίν Κάελ τη χαρακτήρισε «μνημειωδώς ανέμπνευστη»), μακροπρόθεσμα όχι μόνο κέρδισε το ενδιαφέρον του διεθνούς κοινού αλλά εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα box office hits όλων των εποχών.
Υποψήφια για έξι Όσκαρ, αγνοήθηκε παντελώς στις βασικές κατηγορίες, αλλά ήταν αδύνατον να μη κερδίσει το Όσκαρ Ειδικών Εφέ που πήγε στον ίδιο τον Κιούμπρικ και είναι και το μοναδικό της καριέρας αυτού του μέγιστου δημιουργού. Βέβαια, σάρωσε στα BAFTA, δηλαδή τα βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Έκτοτε, είναι από τις πιο δημοφιλείς ταινίες στη Βρετανία, η οποία θεωρεί την Οδύσσεια δικό της προϊόν, και προβάλλεται όσο καμία άλλη στα σχολεία της. Διεθνώς έχει κυκλοφορήσει σε νέες διανομές άλλες τέσσερις φορές, διαδίδονται απίστευτες ιστορίες συνωμοσίας σχετικά με το τι ήθελε να περάσει η ταινία στις μάζες, ενώ το ενδιαφέρον ενός συγκεκριμένου πιστού κοινού παραμένει αμείωτο.
σχόλια