Με οδηγό έναν ντόπιο βαρκάρη, η σκηνοθέτις Λάουρα Τσίνι επισκέπτεται, στα πρώτα πλάνα της ταινίας της, το Punishment Island, ή όπως το αποκαλούν στην Ουγκάντα, Ακαμπένε, έναν μιαρό, έρημο τόπο, που φαινομενικά δεν διαφέρει από τα άλλα αδιάφορα, ακατοίκητα νησάκια της περιοχής. Εκείνος την αποτρέπει, λέγοντάς της πως μόνο σκατά και λάσπη θα πατήσει στο νησί και δεν θα μπορέσει να το περιδιαβεί.
Όχι πολλά χρόνια πριν, στο έδαφος που τώρα δεν υπάρχει ψυχή ζώσα, υπέφεραν δυστυχισμένες, ντροπιασμένες υπάρξεις, γιατί δεν μπορούσαν να αντιδράσουν, περιμένοντας τον θάνατο ή ένα θαύμα, σε μια κόλαση που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το χωριό που μεγάλωσαν.
«Αφήστε με να ζήσω όπως και τα άλλα νησιά», εκλιπαρεί χαμηλόφωνα ένα από τα θύματα της εξορίας στο νησάκι, βορειοανατολικά της αφρικανικής χώρας. Ωστόσο, αυτή η ποιητική ικεσία ακούγεται σαν λογοτεχνικό σχήμα λόγου μπροστά στην αμείλικτη αγριότητα της τοπικής κοινωνίας απέναντι στις νεότατες, κυρίως ανήλικες γυναίκες που έμειναν έγκυες, παρά τη θέλησή τους.
Ο εκχριστιανισμός του πληθυσμού και οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών έχουν παγώσει την απάνθρωπη παράδοση, αν και το ντοκιμαντέρ κλείνει σημειώνοντας πως το Ακαμπένε εξακολουθεί να υφίσταται και οι κάτοικοι της περιοχής λένε πως θα το καταργήσουν πολύ σύντομα.
Γεμάτο από μαρτυρίες από πρώτο χέρι, αλλά και αναμνήσεις από παιδιά και εγγόνια, το Νησί της Τιμωρίας είναι εδώ και δεκαετίες η Σπιναλόγκα της χώρας, καθώς τις έγκυες εκτός νυμφώνος δεν τις αντιμετώπιζαν σαν να ήταν λεπρές, αλλά κάποιοι το πίστευαν κιόλας, φοβούμενοι μην μεταδώσουν την ηθική τους ασθένεια – σε άλλα μέρη της Ουγκάντας, τις πετούσαν από γκρεμούς, χωρίς περιστροφές ή δεύτερες σκέψεις, ένα μακάβριο έθιμο που λέγεται πως σταμάτησε όταν ένας από τους άνδρες που τις συνόδευαν έπεσε κατά λάθος κι αυτός στην τοποθεσία Kisiizi Falls.
Τα περισσότερα κορίτσια δεν είχαν μάθει να κολυμπούν, εν μέρει λόγω του φύλου τους, κι έτσι οι επιλογές που τους απέμεναν ήταν ή να πεθάνουν από τη δίψα, την πείνα και το κρύο ή να πνιγούν στην προσπάθεια τους να δραπετεύσουν. Μερικές, στην απελπισία τους, όντως προτίμησαν να δώσουν οι ίδιες τέλος στη ζωή τους. Σε ελάχιστες περιπτώσεις, κάποιες σώθηκαν από καπρίτσιο της τύχης.
Μια από τις τυχερές, μεταφέρθηκε στον Γολγοθά της και περίμενε το τέλος, όταν ένας άνδρας με κανό την πλησίασε, προτείνοντάς την να τη σώσει. Καχύποπτη, τον ρώτησε αν θέλει να την ξεγελάσει, κι όταν αυτός την καθησύχασε, τον ακολούθησε.
Αποδείχτηκε πως έλεγε την αλήθεια: την παντρεύτηκε κι έζησαν μια ευτυχισμένη ζωή, αφού πρώτα υπέμεινε τα κουτσομπολιά στο χωριό του και την εχθρική συμπεριφορά, ακόμη κι από μέλη της οικογένειάς της. Για το παιδί που κυοφόρησε στην περίοδο της «ντροπής» μιλούσε κυρίως με υπεκφυγές, σαν να να αποτελούσε κομμάτι πόνου που είναι αδύνατο να εκφραστεί κανονικά.
Ο εκχριστιανισμός του πληθυσμού και οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών έχουν παγώσει την απάνθρωπη παράδοση, αν και το ντοκιμαντέρ κλείνει σημειώνοντας πως το Ακαμπένε εξακολουθεί να υφίσταται και οι κάτοικοι της περιοχής λένε πως θα το καταργήσουν πολύ σύντομα. Αν το Νησί υπάρχει, το ίδιο ισχύει και για την Τιμωρία.
Στη σύγχρονη, πολιτισμένη, όχι όμως και ρυθμισμένη Ευρώπη, μια απίστευτη ιστορία εκτυλίσσεται στο A Woman Captured της Ουγγαρέζας ντοκιμαντερίστας Μπερναντέτ Τούζα-Ρίτερ: μια γυναίκα δουλεύει εδώ και 12 χρόνια σε ένα σπίτι, 7 ημέρες την εβδομάδα, χωρίς ρεπό και προνόμια, χαρά και χάρες, με μοναδικό αντάλλαγμα ένα πιάτο φαΐ, τα τσιγάρα της κι ένα ντιβάνι για να κοιμάται. Σκουπίζει, καθαρίζει, φροντίζει τα παιδιά και ικανοποιεί κάθε αίτημα της «αρχόντισσας» Έτα, μια μοντέρνας Κρουέλα ντε Βιλ, η οποία μάλιστα επιτρέπει, με το αζημίωτο, στο κινηματογραφικό συνεργείο να εισέλθει και να τραβήξει πλάνα, προφανώς γιατί δεν πιστεύει πως κάνει κάτι κακό ή πως ενοχοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο.
Η Μάρις, μια πραγματική ηρωίδα, λέει πως είναι 53 ετών, αλλά άνετα μοιάζει μια εικοσαετία γηραιότερη, με το σκαμμένο της δέρμα, το βαθουλωμένα της μάτια και τα ελάχιστα δόντια που της έχουν απομείνει. Ο θεατής υποψιάζεται μια βρομοδουλειά, ένα παλιό χρέος που δεν λέει να εξοφληθεί, μια παράνομη συναλλαγή, ένα σκοτεινό παρελθόν.
Ποια Γιαλίντζα Απαρίσιο και ποια Μαρίνα ντε Ταβίρα στο Ρόμα του Κουαρόν: η Μαρίς, που χρησιμοποιεί ψευδώνυμο (ενώ δεν δείχνει, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, να φοβάται κανέναν με τις εξαντλημένες και μηχανικές κινήσεις της) για να αποκαλύψει την ταυτότητά της προς το τέλος, ωφελείται από μια καλλιτεχνική επιχείρηση που δεν αρκεί να καταγράψει σε στιλ βεριτέ μια τραγική περίπτωση, αλλά «ακτιβίζει» θετικά στη θεαματική, συγκινητική τρίτη πράξη. Από απηνής και μαντρωμένη, η Έντιθ μεταμορφώνεται σε άνθρωπο με αισθήματα, σκοπό και προοπτικές – μια Lady for a Day, αλλά όχι στα ψέματα και όχι για μια μέρα μοναχά.
Η αλήθεια είναι πως μόνο στην Ουγγαρία, 22 χιλιάδες άνθρωποι δουλεύουν σε συνθήκες σκλαβιάς, ενώ η Ευρώπη αριθμεί 1,5 εκατομμύριο και ολόκληρος ο πλανήτης 45 εκατομμύρια πολίτες κατώτερου Θεού. Το ντοκιμαντέρ συμμετείχε στο περυσινό Φεστιβάλ του Sundance.
σχόλια