Η υποκρισία των κοινωνικών σχέσεων τον εξοργίζει. Ο κολακευτικός τρόπος που μιλάμε σε ανθρώπους που δεν σημαίνουν τίποτε για μας, τα κοπλιμέντα που ανταλλάζουμε του προκαλούν ναυτία.
Επιζητά την εντιμότητα. Όταν μας πλησιάζει κάποιος τον οποίον αντιπαθούμε, να μην του γλυκομιλάμε, αλλά να επιδεικνύουμε την απέχθειά μας απερίφραστα.
Η προσποίηση είναι γι' αυτόν καταδικαστέα. Το ζητούμενο είναι η αυθεντικότητα: να λέμε αυτό που εννοούμε, αυτό που κρύβεται στην καρδιά μας.
Σε μια εποχή όπου η μάσκα έχει ζωτική σημασία για την επιτυχή επιβίωση του ατόμου στην αυλική κοινωνία, ο Αλσέστ ζητά την απογύμνωση, την ξεκάθαρη δήλωση των προθέσεων. Να πέσουν οι μάσκες, αυτό θα τον έκανε ευτυχισμένο. Να μην υπάρχει καμία απόσταση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι.
«Όπου κοιτάξω, διαπιστώνω άνανδρες κολακείες, δόλους, απάτες, σκοτεινά συμφέροντα, αδικίες. Δεν αντέχω άλλο το ανθρώπινο γένος και θέλω να κόψω κάθε επαφή μαζί του» επιμένει ο μισάνθρωπος Αλσέστ.
Οι πολύπλοκες σχέσεις κοινωνικής εξάρτησης, τα παιχνίδια εξουσίας ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εσείς» του Μισάνθρωπου μετατρέπονται εδώ σε ένα παραπλανημένο love story.
Όσο κι αν ο μετριοπαθής Φιλέντ προσπαθεί να του αποδείξει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο, τόσο ο Αλσέστ αρνείται να υποταχθεί στις κοινωνικές συμβάσεις. Όσο κι αν τον προτρέπει να αντιμετωπίζει με επιείκεια τις ανθρώπινες αδυναμίες, τόσο ο Αλσέστ κλείνει τα αυτιά του.
Δεν υπάρχουν δικαιολογίες στο δικό του σύμπαν. Μονάχα απόλυτα σχήματα εξουσιάζουν την κρίση του. Άσπρο ή μαύρο και, για την ακρίβεια, πάντα μαύρο, μόνο μαύρο, κανένας άσπρος, εκτός από τον ίδιο, δεν υπάρχει σε αυτήν τη διεφθαρμένη κοινωνία.
Τα άκρα, όμως, πάντοτε συναντιούνται. Στην αντιστροφή κατοικεί η ταύτιση. Οι απόλυτες, ιλιγγιωδώς υψηλές θέσεις, όπως μας έμαθαν οι μεγάλοι συγγραφείς, δεν φανερώνουν ιδεαλισμό, αλλά υποκρισία.
Οι φανατικοί «απόστολοι της αλήθειας» είναι συνήθως οι μεγαλύτεροι υποκριτές, ταρτούφοι, κούφιοι ηθικολόγοι που στιγματίζουν αυτό που λαθροβιοί στον ίδιο τους τον εαυτό.
«Ο Μολιέρος είδε, όπως αργότερα ο Σταντάλ, ότι εκείνοι που επιδεικνύουν την ελευθερία και την εκκεντρικότητά τους, τα πάθη και τις μανίες τους, είναι στην πραγματικότητα προσεκτικοί και υπολογιστές ηθοποιοί, με κανένα ίχνος αληθινού αυθορμητισμού και ειλικρίνειας μέσα τους» γράφει ο Λάιονελ Γκόσμαν.¹
Πόσο πιο εύκολος ο αφορισμός από την προσπάθεια, η καταδίκη από την κατανόηση, η υπεροψία από την αυτογνωσία... Ο Αλσέστ διακηρύσσει με κάθε ευκαιρία πως είναι πιο αγνός, πιο τίμιος, πιο ασυμβίβαστος απ' όλους τους άλλους.
Και ο λόγος που τους καταδικάζει είναι ακριβώς επειδή αρνούνται να του αναγνωρίσουν την ανωτερότητά του αυτή: «Θέλω να με ξεχωρίζουν και να μ' επιλέγουν γι' αυτό που είμαι» επιμένει, αλλά τα λόγια του δεν βρίσκουν αντίκρισμα.
Την αγάπη και την αναγνώριση που κατά βάθος λαχταρά δεν τις εισπράττει ούτε από την κοινωνία ούτε από το αντικείμενο του πόθου του, τη Σελιμέν. Αντιθέτως, εισπράττει την ειρωνεία και τον σαρκασμό.
«Δεν είναι ότι η κοινωνία ενοχλείται από τον αντικομφορμισμό του Αλσέστ ή ότι γελάει μαζί του επειδή είναι διαφορετικός. Γελάει μαζί του επειδή είναι ίδιος, αλλά προσποιείται τον διαφορετικό... Είναι εξίσου υπολογιστικός με όλους τους άλλους».²
Η εξάρτηση του Εγώ από την κοινωνική ζωή, από τη μια, και η αντιπαλότητά του προς αυτήν, από την άλλη, δημιουργούν ένα θαυμαστό πλέγμα ευαίσθητων ισορροπιών και συσχετισμών στον Μισάνθρωπο.
Θέλω οι άλλοι να με αγαπούν και να με αναγνωρίζουν, αλλά ταυτόχρονα τους μισώ επειδή κατέχουν τη δύναμη αυτή, τη δύναμη δηλαδή να αποφαίνονται για τη διατράνωση του Εγώ μου.
Και από αυτή την άποψη, ίσως, γινόμαστε όλοι «μισάνθρωποι» κάθε φορά που διεκδικούμε κάτι που μας διαφεύγει και ειδικότερα όταν προβάλλουμε δυσανάλογες ή υπερβολικές αξιώσεις για επιβεβαίωση μέσα στον μάταιο τούτο κόσμο.
Σε αυτού του είδους τις αξιώσεις η κοινωνία θα αντιδρά είτε τιμωρητικά είτε αδιάφορα, και ο φαύλος κύκλος θα διαιωνίζεται όσο υπάρχουν άνθρωποι.
«Κωμωδία; Ποια κωμωδία; Μάλλον ζοφερό δράμα» σχολιάζει ο Γιάννης Χουβαρδάς στο πρόγραμμα της παράστασης, και πράγματι δεν υπάρχουν πολλά πράγματα για να γελάσει κανείς εδώ.
Το ευρύχωρο, μοντέρνο σαλόνι με την ελκυστική διαρρύθμιση και διακόσμηση (Εύα Μανιδάκη), βυθισμένο σε έναν χαμηλό, υποβλητικό φωτισμό (Σίμος Σαρκετζής), μας προσκαλεί στον κόσμο της παράστασης και εμείς ακολουθούμε με αδημονία.
Σύντομα, όμως, οι προσδοκίες γκρεμίζονται και ούτε η σαγηνευτική ατμόσφαιρα του χωροχρόνου στέκεται αρκετή να κρατήσει το ενδιαφέρον μας.
Οι πολύπλοκες σχέσεις κοινωνικής εξάρτησης, τα παιχνίδια εξουσίας ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εσείς» του Μισάνθρωπου μετατρέπονται εδώ σε ένα παραπλανημένο love story.
Ο εθισμός του Αλσέστ με τη Σελιμέν έχει προφανώς προεξάρχουσα θέση στο δράμα του Μολιέρου, εφόσον αποδεικνύει ότι και σε αυτό το επίπεδο, το ερωτικό, όπως και στο κοινωνικό, ο Μισάνθρωπος επιθυμεί ακριβώς αυτό που δεν μπορεί να έχει.
Επιθυμεί διακαώς τη Σελιμέν επειδή την επιθυμούν και όλοι οι άλλοι και όχι επειδή τρέφει γνήσια συναισθήματα για το πρόσωπό της. Ως γνήσιος νάρκισσος, θέλει να τον αγαπούν, αλλά δεν ξέρει να αγαπά.
Το γεγονός, δε, ότι η Σελιμέν αναδύεται κι εκείνη ως νάρκισσος περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα και κορυφώνει το δραματουργικό δέσιμο των προβολών και των αντικατοπτρισμών του μολιερικού κειμένου.
Εδώ, όμως, στην παράσταση του Εθνικού, παρακολουθούμε μια άλλη, πολύ πιο απλοϊκή ιστορία. Βλέπουμε τον πικραμένο άντρα που ερωτεύτηκε το λάθος κορίτσι. Βλέπουμε τον ειλικρινή αρνητή της σάπιας κοινωνίας, αυτόν που έχει ματώσει από την απονιά του κόσμου και που, παρ' όλα αυτά, δεν συνειδητοποιεί ότι η εν λόγω κυρία ενσαρκώνει όλα όσα τον πληγώνουν.
«Αχ, ο έρωτας είναι τυφλός» αναφωνεί ο δύσμοιρος θεατής, που δεν μπορεί να μην αισθανθεί οίκτο για την ατυχία του πρωταγωνιστή και για τα άτιμα παιχνίδια της μοίρας. Μα, να μη βλέπει ότι η κοπέλα είναι σκάρτη!
Στο επίκεντρο της παράστασης δεν τοποθετείται ο Μισάνθρωπος αλλά η Σελιμέν. Όλη η βραδιά αποδεικνύεται ένα λατρευτικό hommage στα θέλγητρα της ηθοποιού που την υποδύεται.
Η συνεχής εναλλαγή των κοστουμιών της, τα διαρκή γκρο πλαν στο πρόσωπό της, τα τσαλίμια της, τα νάζια της, τα τραγούδια της, οι χοροί της, κυριαρχούν στη δράση και στην όψη του εγχειρήματος.
Η Άλκηστις Πουλοπούλου, περιχαρής, απολαμβάνει τα χάδια που εισπράττει και τα πολλαπλασιάζει εις τη νιοστή, ανίκανη να αντισταθεί στον πειρασμό της (αυτο)προβολής της ή να τη διαχειριστεί με μέτρο και στόχευση, ώστε να σημάνει κάτι περισσότερο από απλή φιλαυτία.
Σε αυτό το πάρτι της Σελιμέν για τον εαυτό της όλοι οι υπόλοιποι περισσεύουμε. Περνάει τόσο καλά μόνη της με τις τουαλέτες της, ώστε δεν έχουμε κάτι άλλο να της προσφέρουμε.
Η υποτιθέμενη απέχθεια του Αλσέστ για την κοινωνία μένει μετέωρη, ανεξερεύνητη. Ποτέ δεν καταλαβαίνουμε τι κρύβει η στάση του κεντρικού ήρωα. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει πάνω απ' όλα τον εαυτό του: μένουμε με την εντύπωση ότι χάνει το κορίτσι.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός μοιάζει να παλεύει ειλικρινώς με τα σκοτάδια του ήρωα, αρνείται τις εύκολες λύσεις, του προσδίδει αξιοπρέπεια και πυγμή, τον παρακάνει, εν τέλει, συμπαθή και τον δικαιώνει.
Παρά τις όποιες διαφωνίες μπορεί να έχει κανείς, η επιλογή αυτή θα λειτουργούσε καλύτερα αν ο σκηνοθέτης δεν τη σπαταλούσε στα πάρε-δώσε μιας ανούσιας ερωτοτροπίας.
Οι ηθοποιοί (Χρήστος Λούλης, Δημήτρης Παπανικολάου, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Λαέρτης Μαλκότσης, Έλενα Τοπαλίδου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Βογιατζής, Γρηγόρης Ελευθερίου) υπηρετούν ευσυνείδητα τη σκηνοθετική κατεύθυνση, ενώ το μεγάλο επίτευγμα της βραδιάς (και γενικότερα) αποδεικνύεται η λαμπερή, εύρυθμη και ζωογόνα μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη.
Info:
Μολιέρος
Μισάνθρωπος
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Πρωταγωνιστούν: Μιχαήλ Μαρμαρινός, Άλκηστις Πουλοπούλου, Χρήστος Λούλης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Βογιατζής, Έμιλυ Κολιανδρή
Εθνικό Θέατρο - Κεντρική Σκηνή
Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, Ομόνοια, 210 5288170, 210 3305074
Έως 26/05
1, 2 Lionel Gossman, «Men and Masks: Α study of Molière»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια