«Bande à part»: Η πιο ανάλαφρη ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ

«Bande à part»: Η πιο ανάλαφρη ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ Facebook Twitter
Το «Bande à part» είναι μια ταινία που ξεχειλίζει από ευφορία, ακόμα κι αν «μαυρίζει» λίγο στο τέλος.
0

«Το μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα κορίτσι και ένα όπλο» είναι η φράση που αποδίδεται συχνά στον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μα στην πραγματικότητα είναι δανεική από τον Γκρίφιθ. Στην πρώτη ταινία της εταιρείας παραγωγής Anoushka που σύστησε με την Άνα Καρίνα, o Γκοντάρ θα ακολουθήσει και θα εμπλουτίσει το δίδαγμα του Γκρίφιθ, κάνοντας μια ταινία με ένα όπλο, ένα κορίτσι αλλά και δυο αγόρια που βλέπουν πολλές ταινίες.

Περίπου μετά το πρώτο δεκάλεπτο, σε ένα μάθημα Aγγλικής Φιλολογίας που παρακολουθούν οι χαρακτήρες, η καθηγήτρια γράφει στον μαυροπίνακα ότι το κλασικό ισούται με το μοντέρνο. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα από τα δεκάδες κλεισίματα του ματιού του Γαλλοελβετού δημιουργού προς θεατές και κριτικούς οι οποίοι, παρακινημένοι απ’ όσα είχαν δει από εκείνον μέχρι τότε, ίσως να έβρισκαν συμβατική την επιλογή του να επιστρατεύσει ένα πιο παραδοσιακό σχήμα για τη νέα του δουλειά.

Σκεφτείτε ότι, αν και βασικός γκονταρικός τίτλος και αγαπημένη ταινία του Ταραντίνο, σπάνια θα δεις το «Bande à part» να τοποθετείται στις κορυφαίες δουλειές του σκηνοθέτη από τους πιο σκληροπυρηνικούς φαν του, που συνηθίζουν να λένε ότι είναι μια ταινία του Γκοντάρ για εκείνους που δεν τους αρέσει ο Γκοντάρ. Κι όμως, τα υλικά μπορεί να είναι γνώριμα, αλλά κάθε άλλο παρά παραδοσιακός είναι ο τρόπος που τα διαχειρίζεται ο Γκοντάρ.

Πέρα από μοντέρνο, ως φιλμ που σχολιάζει τον εαυτό του, το «Bande à part» είναι και μεταμοντέρνο, καθώς βρίσκεται σε ευθύ διάλογο με ταινίες και έργα τέχνης και πολιτιστικά στοιχεία έξω από αυτό – σκεφτείτε πως ακόμα και μαγαζί με πινακίδα «nouvelle vague» εμφανίζεται στην οθόνη.

Ήδη από τoυς τίτλους αρχής ξέρεις ότι θα παρακολουθήσεις κάτι διαφορετικό, καθώς βλέπεις κοντινά πλάνα των τριών βασικών προσώπων να εναλλάσσονται σε ρυθμό αστραπιαίο, εναρμονισμένο με τη μελωδία και σίγουρα ασυνήθιστο για την εποχή.

«Bande à part»: Η πιο ανάλαφρη ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ Facebook Twitter
«Το μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα κορίτσι και ένα όπλο» είναι η φράση που αποδίδεται συχνά στον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μα στην πραγματικότητα είναι δανεική από τον Γκρίφιθ.

Ένα σχετικά άγνωστο trivia θέλει τον σκηνοθέτη να απευθύνεται στον θρυλικό σχεδιαστή τίτλων Ζαν Φουσέ και να τον ρωτά πελαγωμένος με ποιον τρόπο θα μπορούσε να μοντάρει μια σεκάνς με πάρα πολύ μικρά πλάνα για τους τίτλους αρχής. Ο Φουσέ, δίχως να χάσει χρόνο, του απάντησε ανέκφραστος «απλώς κόψε τα πλάνα σε μικρότερη διάρκεια και ένωσε τα μεταξύ τους», με τον Γκοντάρ να ενθουσιάζεται με την απλότητα της απάντησης, την οποία ‒κι όμως‒ δεν είχε σκεφτεί.

Κατά τη διάρκεια της ταινίας ένας αφηγητής, ο ίδιος ο Γκοντάρ, παρεμβαίνει στη δράση, απευθυνόμενος σε εμάς τους θεατές. Mερικά λεπτά μετά την έναρξη ενημερώνει όποιον θεατή μπήκε στην αίθουσα εκείνη τη στιγμή για το πώς έχει η ιστορία, ενώ στη διάσημη σκηνή χορού στο café διακόπτει τη μουσική για να μας εξηγήσει τι σκέφτεται καθένας από τους χαρακτήρες, ενώ χορεύουν.

H διάσημη σκηνή χορού στο café

Κι αν ένα έργο που σπάει τον τέταρτο τοίχο και σχολιάζει τον εαυτό του έχει καταστεί κανόνας στις μέρες μας, τότε συνιστούσε σωστή επανάσταση. Μάλιστα, πέρα από μοντέρνο, ως φιλμ που σχολιάζει τον εαυτό του, το «Bande à part» είναι και μεταμοντέρνο, καθώς βρίσκεται σε ευθύ διάλογο με ταινίες και έργα τέχνης και πολιτιστικά στοιχεία έξω από αυτό – σκεφτείτε πως ακόμα και μαγαζί με πινακίδα «nouvelle vague» εμφανίζεται στην οθόνη.

Αν κάτι ξεχωρίζει τη συγκεκριμένη ταινία του Γκοντάρ από άλλες που προηγήθηκαν και από τις περισσότερες που ακολούθησαν, είναι ότι όλα αυτά τα τεχνάσματα που εξυπηρετούν ένα κινηματογραφικό είδος, το crime movie, τίθενται στην υπηρεσία μιας ιστορίας. Ακόμα και η αλληλεπίδραση εικόνας και πραγματικότητας, που θα απασχολούσε τον Γκοντάρ στο σύνολο της καριέρας του, αλλά με έναν πιο δοκιμιακό τρόπο, υπάρχει και εδώ, αλλά προκύπτει μέσα από την ιστορία, δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Ακόμα και η κατάληξη του εγκλήματος δεν είναι πικρή για λόγους ηθικής ούτε τόσο για εναρμονισμό με το είδος αλλά μάλλον για να καταστεί σαφής η διαφορά μεταξύ των συνεπειών μιας εγκληματικής πράξης στο σινεμά και των συνεπειών της τον πραγματικό κόσμο. 

«Bande à part»: Η πιο ανάλαφρη ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ Facebook Twitter
Αν κάτι ξεχωρίζει τη συγκεκριμένη ταινία του Γκοντάρ από άλλες που προηγήθηκαν και από τις περισσότερες που ακολούθησαν, είναι ότι όλα αυτά τα τεχνάσματα που εξυπηρετούν ένα κινηματογραφικό είδος, το crime movie, τίθενται στην υπηρεσία μιας ιστορίας.

Η ιδέα υπάρχει μέσα στην εικόνα, αλλά αποτελεί απλώς ένα μέρος της αντί να συμπίπτει ολοκληρωτικά με αυτήν ή να προηγείται, ενώ στη φιλμογραφία του συμβαίνει συχνότερα το αντίθετο. Προσέξτε π.χ. σε μια σκηνή, όπου οι τρεις τους βρίσκονται σε αυτοκίνητο εν κινήσει, πώς το κορίτσι είναι τοποθετημένο ανάμεσα στα δύο αγόρια και πώς ο δεξιός και ο αριστερός υαλοκαθαριστήρας κινούνται προς το μέρος της, υποδηλώνοντας τόσο την ερωτική τους διάθεση προς εκείνη όσο και τον ασφυκτικό χαρακτήρα του φλερτ τους.

Θα ακούσεις κάποιους επικριτές του Γκοντάρ να στηλιτεύουν την προχειρότητα της mise en scène στο σινεμά του και, ομολογουμένως, σε πολλές ταινίες της επόμενης φάσης της καριέρας του, όταν το σινεμά του γίνεται (ακόμα) πιο διανοητικό και σταδιακά προσεγγίζει τη video art, οι ιδέες αναδεικνύονται κυρίως μέσα από το μοντάζ. Πρόκειται, όμως, για μια πλήρως συνειδητή επιλογή. Δεν είναι ότι δεν μπορούσε, το έχει αποδείξει επανειλημμένα στο παρελθόν άλλωστε. Απλώς δεν ήθελε, δεν τον ενδιέφερε πια αυτό το σινεμά.

Για να μην κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, προτιμώ ασυζητητί τον Γκοντάρ αυτής της πρώτης περιόδου. Ναι, μοιάζει με ένα μεγάλο παιδί που παίζει με τα παιχνίδια του, μα, εδώ που τα λέμε, μέχρι τέλους τέτοιο παρέμεινε – κι αυτό δεν μπορεί να μην το εκτιμάς, ακόμα κι αν βρίσκεις το σινεμά του απωθητικό. Η διαφορά, τουλάχιστον στα μάτια μου, είναι ότι σε αυτό το στάδιο της καριέρας του η προσέγγισή του και η στάση του ξεχειλίζουν από θετικότητα.

«Bande à part»: Η πιο ανάλαφρη ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ Facebook Twitter
Η ενστικτώδης, αυθάδικη, ελευθέρια αισθητική του Γκοντάρ θα ήταν λιγότερο ελκυστική δίχως την αίσθηση ελευθερίας που αποπνέει η Καρίνα μπροστά από τον φακό στις συνεργασίες της μαζί του.

Παρακολουθείς έναν δημιουργό που εξερευνά τις δυνατότητες του μέσου, έναν κινηματογραφιστή συνεπαρμένο από τη χαρά και τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης, ενώ τα έργα που ακολούθησαν είναι προϊόντα κάποιου που στέκεται περισσότερο στις αδυναμίες και τους περιορισμούς της κινηματογραφικής γλώσσας και πασχίζει να τις αναδείξει συνήθως με τον (όχι και τόσο λανθάνοντα) ναρκισσισμό της μετριοφροσύνης και της επισήμανσης της αποτυχίας του – προφανώς ο Γκοντάρ ζούσε και ανέπνεε σινεμά και συνέχιζε να κάνει τέτοιο, επειδή πίστευε στο μέσο, στη δύναμη και στη δυναμική του και (μάλλον) επειδή θεωρούσε ότι το κάνει καλά, παρά τους μυριάδες αφορισμούς που προσπαθούσαν να μας πείσουν για το αντίθετο.

Ακριβώς λόγω αυτής της θετικότητας, το «Bande à part» είναι μια ταινία που ξεχειλίζει από ευφορία, ακόμα κι αν «μαυρίζει» λίγο στο τέλος. Και αν ανήκεις στους (ευλογημένους) θεατές που θα το δουν τώρα για πρώτη φορά, ειλικρινά δεν θα ξέρεις τι να πρωτοσυγκρατήσεις βγαίνοντας από την αίθουσα.

Με την πάροδο του χρόνου, υποθέτουμε ότι θα μείνουν αποθηκευμένες στο μνημονικό σου οι μελωδίες του Λεγκράν που ευτυχώς, παρά το πείραγμα του Γκοντάρ στους τίτλους αρχής, δεν ήταν οι τελευταίες του, η επιδραστική σκηνή του χορού στο café, ο γύρος του Λούβρου σε ελάχιστο χρόνο, που αρκετοί από εμάς επιχειρήσαμε να μιμηθούμε σε επισκέψεις μας σε μουσεία, έστω και μόνο με γοργό βάδισμα, προβάλλοντας ως δικαιολογία το (προσχηματικό) επιχείρημα ότι ο πραγματικός χρόνος ποτέ δεν συμπίπτει με τον φιλμικό και ότι η πραγματικότητα δεν έχει την υπερβολή του σινεμά, ενώ δεν το κάναμε τρέχοντας, όπως οι ήρωες στο έργο, ξεκάθαρα λόγω ενδιάθετης ντροπής και αγνής δειλίας.

Ίσως να μείνει και η απόφαση των ηρώων να περιμένουν να πέσει η νύχτα για να προχωρήσουν στη διάρρηξη, επειδή «έτσι κάνουν στα b-movies», καθώς και όλες οι άλλες διακινηματογραφικές και διακειμενικές αναφορές. 

Η σκηνή στο Λούβρο

Kαι, αναπόφευκτα, θα σφηνωθεί στο κεφάλι σου η εικόνα της Άνα Καρίνα, η ανεπιτήδευτη κίνησή της μέσα στο κάδρο, η πλήρης απουσία αυταρέσκειας, παρά το παρουσιαστικό της, το οποίο θα δικαιολογούσε πλήρη άρση του καταλογισμού και πανηγυρική αθώωση ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Η ενστικτώδης, αυθάδικη, ελευθέρια αισθητική του Γκοντάρ θα ήταν λιγότερο ελκυστική δίχως την αίσθηση ελευθερίας που αποπνέει η Καρίνα μπροστά από τον φακό στις συνεργασίες της μαζί του.

Και μπορεί για εμάς να μην υπήρξε ποτέ πιο μαγνητική από όσο στο παραγνωρισμένο μιούζικαλ «Anna» (1967), ένα pet project του Σερζ Γκενσμπούργκ σε σκηνοθεσία Πιερ Κοραλνίκ, ωστόσο, όταν σκεφτόμαστε την Καρίνα, συνειρμικά οδηγούμαστε πάντα στο café του «Bande à Parte». Και είμαστε πεπεισμένοι ότι βρίσκεται ακόμα εκεί και χορεύει κάθε βράδυ και δείχνει τόσο cool ακριβώς επειδή λικνίζεται σαν να τηλεμεταφέρεται σε έναν εντελώς δικό της κόσμο, αποκομμένο από τους συμπρωταγωνιστές της, πέρα όχι μόνο από τον δικό μας αλλά και από τον φιλμικό της ίδιας της ταινίας. Ποιος ξέρει, ίσως να ταξιδεύει σε εκείνη τη μαγική πόλη, για την οποία μιλούσε ο Χατζιδάκις.

Η ταινία «Bande à part» προβάλλεται ξανά στα θερινά σινεμά από την Πέμπτη 3 Αυγούστου.

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ 20/11-Όταν ο Όρσον Γουέλς δούλευε σε φιλμ της σειράς για να χρηματοδοτήσει τις ταινίες του

Ηχητικά Άρθρα / Όταν ο Όρσον Γουέλς δούλευε σε φιλμ της σειράς για να χρηματοδοτήσει τις ταινίες του

Οι «δεύτερες» εμφανίσεις του κατά τ’ άλλα ιδιοφυούς σκηνοθέτη που αναγκάστηκε να συμμετάσχει και σε φιλμ της σειράς, χρησιμοποιώντας τις αμοιβές για να χρηματοδοτήσει τις ταινίες του.
ΑΚΗΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι 10 αγαπημένες ταινίες της Μαρίνας Σάττι

Μυθολογίες / «Οι εικόνες του Ζβιάγκιντσεφ είναι υπνωτιστικές»: Οι 10 αγαπημένες ταινίες της Μαρίνας Σάττι

Στην κινηματογραφική λίστα της τραγουδοποιού, η σιωπή λέει περισσότερα από τα λόγια, οι εικόνες αποκαλύπτουν κρυμμένα συναισθήματα, οι κόσμοι είναι γεμάτοι αβεβαιότητες και συγκρούσεις, και η μουσική έχει μια ιερή διάσταση.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
21 ντοκιμαντέρ του 21ου αιώνα που αξίζει να δείτε

Οθόνες / 21 ντοκιμαντέρ του 21ου αιώνα που αξίζει να δείτε

Από μια σπουδαία στιγμή του σκορσεζικού σινεμά ως την ψηφιακή επανάσταση της Ανιές Βαρντά κι από το συγκλονιστικό δίπτυχο του Τζόσουα Οπενχάιμερ ως τη μεγάλη φιλμική «σκανταλιά» του Banksy, αυτοί είναι 21 σταθμοί του σύγχρονου σινεμά τεκμηρίωσης που πρέπει να έχει δει κάθε σινεφίλ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Μπορεί να γίνει μια παραγωγή σαν το “Flow” στην Ελλάδα, αρκεί να το θέλουμε»

Οθόνες / «Μπορεί να γίνει μια παραγωγή σαν το “Flow” στην Ελλάδα, αρκεί να το θέλουμε»

Με αφορμή τη δεύτερη απονομή των βραβείων Stratos, που τιμούν το ελληνικό animation, o πρόεδρος της ASIFA HELLAS Κωνσταντίνος Κακαρούντας μιλά για την άνθηση της σκηνής, τις προκλήσεις και για το πώς η Ελλάδα μπορεί να πετύχει μια παραγωγή οσκαρικού επιπέδου.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
 «Εσύ, θείο, δεν θα φύγεις, θα μείνεις εδώ μαζί μου!» ή Γιάννα Δεληγιάννη: «Βρίσκω την ουσία μόνο στο να στηρίζει ο ένας τον άλλον». ή Η Γιάννα Δεληγιάννη προβάλλει ταινίες στους μαθητές της άγονης γραμμής.

Οθόνες / Η Γιάννα Δεληγιάννη προβάλλει ταινίες στους μαθητές της άγονης γραμμής

Η κινηματογραφίστρια και πρόεδρος της Cinemathesis μιλά για την πρωτοβουλία της να υλοποιεί κινηματογραφικά εργαστήρια για παιδιά σε απομακρυσμένα δημοτικά σχολεία της άγονης γραμμής, το όραμα και το αποτύπωμα της δράσης της, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και για το τι λείπει από την τυπική εκπαίδευση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το «Adolescence» έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο;

Pulp Fiction / Γιατί το «Adolescence» έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο;

Είναι η τεχνική αρτιότητα μιας αστυνομικής σειράς με επίκαιρο κοινωνικό θέμα που της χαρίζει τόσο μεγάλο αντίκτυπο στο κοινό; Ή μήπως η πραγματική δύναμη πηγάζει από τον φόβο των γονιών για τις εγκληματικές παραλείψεις και, κυρίως, για την άγνοιά τους απέναντι στα κρυφά σημάδια του ψηφιακού κόσμου;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η μαμά μου, ο Μπαρτ Ρέινολντς κι ένας θάνατος που παραμένει μυστηριώδης εδώ και μισό αιώνα

Οθόνες / Η μαμά μου, ο Μπαρτ Ρέινολντς κι ένας θάνατος που παραμένει μυστηριώδης εδώ και μισό αιώνα

Ο γιος της ηθοποιού Σάρα Μάιλς ήταν τεσσάρων ετών όταν βρέθηκε νεκρός ο μάνατζερ και πρώην εραστής της μητέρας του. Οι υποψίες είχαν πέσει τότε πάνω στον συμπρωταγωνιστή της Μπαρτ Ρέινολντς. 51 χρόνια αργότερα, ο Μπολτ προσπαθεί να θυμηθεί τι συνέβη.
LIFO NEWSROOM
Το Παιδί Τραύμα επιλέγει τις 10 αγαπημένες του ταινίες

Μυθολογίες / «Το Festen έχει επηρεάσει τους στίχους μου»: Οι 10 αγαπημένες ταινίες του Παιδιού Τραύματος

Χάνεκε αλλά και Αγγελόπουλος, «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» αλλά και «Aftersun», το Παιδί Τραύμα επιλέγει 10 ταινίες που κυμαίνονται από τον ωμό ρεαλισμό και τη βία μέχρι τον θρίαμβο της ποίησης και της τρυφερότητας.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
10 εξαιρετικές ταινίες που μπορείτε να δείτε τώρα στο Netflix

Οθόνες / 10 εξαιρετικές ταινίες που μπορείτε να δείτε τώρα στο Netflix

Το Netflix έχει γίνει ο παράδεισος της εύκολης ψυχαγωγίας, αλλά για τους πραγματικούς σινεφίλ κρύβει και έναν άλλο κόσμο. Αυτή είναι μια λίστα με ταινίες που απαιτούν προσοχή και αφοσίωση, που αξίζουν τον κόπο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Movies

Οθόνες / Η Χιονάτη και 8 καλύτεροι λόγοι για να πάτε σινεμά

Ένα υποψήφιο για Όσκαρ animation για ενήλικες, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Αριάν Λαμπέντ και μια τολμηρή ταινία για την προσφυγική εμπειρία, γυρισμένη στην Αθήνα, είναι μερικές από τις προτάσεις της εβδομάδας που θα σας αποζημιώσουν.
THE LIFO TEAM
Tο πρόβλημα με την «Εφηβεία»

Daily / Tο πρόβλημα με την «Εφηβεία»

Συμπονά κανείς όχι μόνο τους γονείς που μετά την παρακολούθηση της δραματικής μίνι σειράς του Netflix θα ψάχνουν μάταια απαντήσεις στα «ιερογλυφικά» μηνύματα που κρύβονται στα κινητά των παιδιών τους, αλλά και τα ίδια τα παιδιά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
«Σε μια άγνωστη χώρα»: Μια τολμηρή ταινία, γυρισμένη στην Αθήνα

Οθόνες / «Πιστεύει κανείς ότι οι Παλαιστίνιοι θα ξεχάσουν και θα συμβιβαστούν με την απώλεια;»

Ωμή, διεισδυτική, αφτιασίδωτη, η ταινία «To a land unknown» εστιάζει στο προσφυγικό και ιδιαίτερα στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ο σκηνοθέτης Μαντί Φλάιφελ μίλησε στη LifO για όλα τα ζητήματα που θίγει η εξαιρετική και με έντονο ελληνικό «χρώμα» ταινία του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ