Πριν από δύο μήνες, ο Βρετανός σκηνοθέτης Σερ Τζον Μπούρμαν (δημιουργός ταινιών όπως το «Όταν ξέσπασε η βία», το «Ζάρντοζ», το «Εξκάλιμπερ», το «Ελπίδα και δόξα» και «Ο Στρατηγός») έκλεισε τα 90 του χρόνια, παραμένει όμως αειθαλής και δημιουργικός, και μ’ αυτό το άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε χθες στον Guardian, σημειώνει με κάποια θλίψη ότι η εποχή του «φιλμ» έχει τελειώσει οριστικά.
Για περισσότερα από 100 χρόνια, οι ταινίες φτιάχνονταν από φιλμ. Τώρα, αντί να φορτώνεται το ρολό στην κασέτα της κάμερας, τοποθετείται απλά μια κάρτα που καταγράφει ηλεκτρονικά ό,τι βλέπει η μηχανή.
Σήμερα, τα περισσότερα «φιλμ» γυρίζονται ηλεκτρονικά. Για την παραγωγή τους δεν χρησιμοποιείται φιλμ – ούτε για τη λήψη, το μοντάζ ή την προβολή. Επομένως, δεν μπορούν – ή δεν θα έπρεπε – να ονομάζονται φιλμ.
Υπάρχουν ακόμα κάποιοι κινηματογραφικοί δημιουργοί, όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, οι οποίοι εξακολουθούν να επιμένουν στη χρήση σελιλόιντ, κι αυτοί όμως δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να βρουν στοκ. Τα περισσότερα από τα εργαστήρια που εκτύπωναν φιλμ έχουν κλείσει. Επίσης, το φιλμ είναι ένα ακριβό κομμάτι του προϋπολογισμού – με την «ηλεκτρονική» εναλλακτική λύση, μπορεί να συνεχίζει κανείς το γύρισμα σχεδόν χωρίς κανένα επιπλέον κόστος.
Όσοι από εμάς έχουμε χρησιμοποιήσει φιλμ σε όλη μας τη ζωή είμαστε σε θέση να διακρίνουμε αν μια ταινία έχει γυριστεί σε φιλμ ή όχι, το ζήτημα όμως ποσώς φαίνεται να απασχολεί το ευρύ κοινό.
Ενδεχομένως κάποιοι να με χαρακτηρίσουν σχολαστικό, θεωρώντας ότι διυλίζω τον κώνωπα. Εξάλλου, μπορεί να αντιτείνει κάποιος, η μη χρήση φιλμ έχει και άλλα πλεονεκτήματα εκτός από το κόστος: δεν υπάρχει πια εκείνος ο κίνδυνος να μπει μια τρίχα στην «πύλη» (το ορθογώνιο άνοιγμα στο μπροστινό μέρος της κάμερας) και να αποτυπωθεί για πάντα στο πλάνο. Το ίδιο ισχύει και για το πρόβλημα της βρωμιάς και της σκόνης που μπορούσε να συγκεντρωθεί στο φιλμ. Εμείς οι παλιοί που επιμένουμε στο φιλμ πεθαίνουμε σιγά-σιγά – σύντομα, οι νεότεροι κινηματογραφιστές δεν θα χρειαστεί να δουν ποτέ στην ζωή τις οδοντωτές οπές του φωτογραφικού φιλμ.
Για το φινάλε της ταινίας μου Zardoz του 1974, ήθελα να γυρίσω μια σκηνή με τον Σον Κόνερι και την Σάρλοτ Ράμπλινγκ, στην οποία γερνούν και πεθαίνουν. Αυτό απαιτούσε γυρίσμα με σταθερή κάμερα, ώστε να μπορούμε να τους βγάλουμε έξω, να γεράσουμε τα πρόσωπά τους, να τους ξαναβάλουμε μέσα, να τους τραβήξουμε λίγο ακόμα, μετά να τους βγάλουμε έξω και να τους γεράσουμε κι άλλο, μέχρι που στο τέλος γίνονται σκελετοί και καταρρέουν πριν γίνουν σκόνη που την παίρνει ο άνεμος.
Αυτή η διαδικασία διήρκεσε μια ολόκληρη ημέρα. Στη συνέχεια, ο βοηθός του οπερατέρ άδειασε την κάμερα και εξέθεσε κατά λάθος το φιλμ στο φως. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να γίνει η διαδικασία από την αρχή και να ξοδέψουμε άλλη μέρα για το γύρισμα της σκηνής. Έπρεπε επίσης να συγκρατήσω τον Κόνερι που ήθελε να σκοτώσει τον βοηθό – ο οποίος λίγο αργότερα άλλαξε το όνομά του και μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Μετά από καιρό τον εντόπισα μια μέρα σε ένα καφέ του Λος Άντζελες. «Είναι κι ο Σον εδώ;», με ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Το φιλμ είναι πιο απαλό και πιο ανθρώπινο, ενώ οι ταινίες που φτιάχνονται ηλεκτρονικά είναι πιο τραχιές στην υφή τους και μοιάζουν πιο μηχανικές. Τα πιο πρόσφατα iPhone προσφέρουν εκτός από την επιλογή «βίντεο» στην κάμερα του κινητού, και μια «κινηματογραφική», η οποία, όπως ισχυρίζεται η Apple, προσφέρει την παλιομοδίτικη αίσθηση του φιλμ.
Όσο λυπηρή κι αν είναι, η αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να μείνει πίσω η γλώσσα. Αν μια ταινία δεν είναι φτιαγμένη από φιλμ, δεν θα πρέπει να αποκαλείται φιλμ. Θα πρέπει να ονομάζεται απλά ταινία.