ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΧΩΡΙΖΟΝΤΑΙ σε τρεις κατηγορίες. Σ’ εκείνες που αρέσουν στους κριτικούς, σ’ εκείνους που αρέσουν στον κόσμο και σ’ εκείνες που αρέσουν και στους δύο. Το τελευταίο είναι, μάλλον, το πιο ενδιαφέρον.
Από τη μεγάλη φιλμογραφία του Alain Delon, που αριθμεί περισσότερες από εκατό ταινίες, υπάρχουν κάποιες που θεωρούνται «κλασικές» (έχοντάς τον ως πρωταγωνιστή), όπως εκείνες του Luchino Visconti, του Jean-Pierre Melville ή του Joseph Losey, όμως υπάρχουν και άλλες ταινίες του, «υποδεέστερων» σκηνοθετών, που έχουν πράγματα να πουν και που αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο. Μία τέτοια είναι και η “Deux hommes dans la ville” από το 1973 σε σκηνοθεσία του José Giovanni, που κατά λέξη σημαίνει «Δύο άντρες στην πόλη» και την οποία θα βλέπαμε στην Ελλάδα, σε πρώτο χρόνο, ως «Δύο ξένοι στην ίδια πόλη».
Πολύ σημαδιακός αυτός ο ελληνικός τίτλος. Μπορεί ο γαλλικός να φαίνεται ή και να είναι πιο πιστός, σε σχέση με τα διαδραματιζόμενα, αλλά ο ελληνικός διαθέτει μια δική του μυθολογία. Η λέξη «ξένοι», εννοώ, είναι εκείνη που προδιαθέτει τον θεατή για μια σειρά συγκρούσεων, που συμβαίνουν σ’ ένα ψυχολογικό κατ’ αρχάς επίπεδο. Μάλιστα αυτός ο τίτλος θα έπαιζε, έτσι περίπου, και σε μια άλλη ταινία, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, την “Ironweed” (1987) του Hector Babenko, με τους Jack Nicholson και Meryl Streep, την οποία θα βλέπαμε στην Ελλάδα ως «Ξένοι στην ίδια πόλη». Επίσης και η λέξη «ίδια» έχει τη δική της σημασία, γιατί περιχαρακώνει ακόμη περισσότερο τη λέξη «πόλη». Ουσιαστικά επιβάλλει και υποβάλλει ένα εχθρικό χώρο από τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις, και ο οποίος χώρος, εν τέλει, κυριαρχεί πάνω σε κάθε τι. Πολλές φορές μπορεί να είναι «αλλ’ αντ’ άλλων» οι μεταφράσεις-αποδόσεις των ξένων ταινιών στα ελληνικά, όμως κάποιες άλλες είναι ανώτερες από τις πιστές μεταφράσεις των πρωτοτύπων. Και αυτό είναι μεγάλη μαγκιά, όταν και όπου επιτυγχάνεται.
Ο Giovanni μπορεί, πολιτικά, να είχε το σκοτεινό παρελθόν που είχε, αλλά επειδή είχε βρεθεί ο ίδιος, στην αληθινή ζωή, στη θέση του πρωταγωνιστή του, είχε από νωρίς μια απέχθεια απέναντι στην ύπατη μορφή κρατικής βίας, που δεν ήταν άλλη από την εν ψυχρώ εκτέλεση (με γκιλοτίνα ή μη).
Το «Δύο ξένοι στην ίδια πόλη» δεν ήταν μια τυχαία ταινία. Κατ’ αρχάς κάδραρε την τρίτη συνύπαρξη στο πανί των Alain Delon και Jean Gabin (δύο αδελφικών ηθοποιών, αν και διαφορετικής γενιάς), μετά από τις ταινίες του Henri Verneuil “Mélodie en sous-sol” (1963) (Η μεγάλη ληστεία του καζίνο) και “Le clan des Siciliens” (1969) (Η συμμορία των Σικελών). Έπειτα ήταν σκηνοθετημένη από ένα όχι τυχαίο πρόσωπο, τον José Giovanni, η ζωή του οποίου υπήρξε αδυσώπητα περιπετειώδης – κάτι που θα τον αναδείξει προϊόντος του χρόνου, όπως λέμε, σε μάστερ της σινε-περιπέτειας (και της ανάλογης παραλογοτεχνίας).
Ο Giovanni, που είχε γεννηθεί ως Joseph Damiani στο Παρίσι, το 1923, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής θα συνεργαζόταν με τους κατακτητές, ως μέλος και του PPF (Parti Populaire Français) ενός γαλλικού φασιστικού κόμματος της εποχής, ενώ θα εμπλεκόταν και σε τρεις δολοφονίες, ως μέλος μιας εγκληματικής συμμορίας. Στην πορεία όμως, δηλαδή μετά από την απελευθέρωση της Γαλλίας, θα καταδικαζόταν για τα πάντα, γλιτώνοντας την τελευταία στιγμή την γκιλοτίνα. Εν τω μεταξύ η ισόβια ποινή του σιγά-σιγά θα μειωνόταν, και μετά από εντεκάμισι χρόνια φυλακής, το 1956, ο Damiani θα ήταν και πάλι ελεύθερος στα 33 του, ώστε να συνεχίσει τη ζωή του.
Έτσι, δεν θα άλλαζε μόνο το όνομά του, μα και τον τρόπο που ζούσε έως τότε, ασχολούμενος βασικά με τη συγγραφή, εμπνεόμενος από την παράνομη ζωή του και απ’ όσα είχε βιώσει στις φυλακές, γράφοντας βιβλία και σενάρια, που σύντομα θα μεταφέρονταν στην οθόνη – και από άλλους σκηνοθέτες (Jacques Becker, Claude Sautet, Jean-Pierre Melville, Robert Enrico...), μα και από τον ίδιο. Στο διάβα του ο Giovanni θα προλάβαινε να γυρίσει καμιά 15αριά τέτοιες ταινίες, με το «Δύο ξένοι στην ίδια πόλη» να θεωρείται το αριστούργημά του. Από τον κόσμο βασικά... καθώς από τις τριάντα τρεις ταινίες, στις οποίες θα πρωταγωνιστούσε στα σέβεντις ο Delon, το «Δύο ξένοι στην ίδια πόλη» έχει βαθμολογηθεί στη βάση IMDb με 7,3, δηλαδή υψηλότερα από πολλές άλλες φημισμένες του, όπως τις “Borsalino”, «Ο αστυνόμος» (έτσι είχε παιχθεί στην Ελλάδα επί χούντας, και όχι ως «Ο μπάτσος»), «Σκορπιός», «Τόνυ Αρζέντα», «Μονομαχία στον κόκκινο ήλιο» κ.λπ.
Τι συμβαίνει, όμως, στην ταινία;
Ο Gino Strabliggi (Alain Delon) δεν μπορεί να ξεπεράσει τα ποικίλα συμπλέγματα, που του άφησε η πολύχρονη παραμονή του στη φυλακή. Σαν χαρακτήρας είναι δύσκολος και εριστικός, και κάπως έτσι έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τους ανθρώπους που κινούνται γύρω του. Επεισόδια, ξυλοδαρμοί, και βεβαίως ποικίλες βίαιες παρανομίες συνιστούσαν τον κύκλο της ζωής του, μεγάλο μέρος της οποίας θα εξελισσόταν πίσω από τα σίδερα. Κάποια στιγμή, όμως, έρχεται η ώρα τής ελαφρώς πρόωρης αποφυλάκισής του και τότε ένας πρώην αστυνομικός, που έχει μεταπέσει σε μια άλλη κατάσταση –να υποβοηθά μεταμελημένους παρανόμους, ώστε να μπορέσουν να ενταχθούν ομαλότερα στην καθημερινότητα– αποφασίζει να τον στηρίξει. Αυτός είναι ο Germain Cazeneuve (Jean Gabin). Ο Germain δείχνει αληθινή εμπιστοσύνη στον Gino, ο οποίος από τη μεριά του το νοιώθει και το αντιλαμβάνεται, αντιμετωπίζοντάς τον σαν πατέρα.
Όμως τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Το παρελθόν έχει σημαδέψει τον Gino, βάζοντάς του συνεχώς τρικλοποδιές. Υπάρχουν ανεξόφλητα γραμμάτια μέσα του και γύρω του, που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Έτσι, το πέρασμα από την παρανομία στη νομιμότητα, όσο κυλάει ο καιρός, γίνεται όλο και πιο δύσκολο, καθώς διάφορα περιστατικά τον πάνε «πίσω».
Η γυναίκα του Sophie (Ilaria Occhini), υποταγμένη σε μια ιδιότυπη ηθική, που χαρακτηρίζει ακόμη πιο βαθιά μέλη του υποκόσμου, περίμενε επί χρόνια τον Gino, σαν πιστή Πηνελόπη, να βγει από τη φυλακή, για να ενωθεί και πάλι μαζί του, αλλά τελικά αυτή θα σκοτωθεί, κάτω από ύποπτες και ανεξιχνίαστες συνθήκες, σ’ ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, από το οποίο ο ίδιος θα σωθεί.
Εν τω μεταξύ ο Gino, που, κάποια στιγμή, θα πιάσει δουλειά σ’ ένα τυπογραφείο, έχει γνωριστεί με την Lucie (Mimsy Farmer), ένα νέο κορίτσι, που εργάζεται σε τράπεζα. Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίσσονται καλά για ’κείνον. Κακοποιοί, πρώην συνεργοί του τον εκβιάζουν διαρκώς (εδώ κάπου περνάει από το πανί και ο 25χρονος Gérard Depardieu) και όταν επιχειρείται ληστεία στην τράπεζα, που εργάζεται η Lucie, ο Gino θα βρεθεί για άλλη μια φορά υπόλογος στις αρχές, οι οποίες θεωρούν πως σχετίζεται με την υπόθεση. Χοντρικά, η αστυνομία είναι βεβαία πως ο Gino οργάνωσε τη ληστεία, παρότι ο ίδιος δεν είχε ουδεμία σχέση μ’ εκείνη. Βασικά, το πρόβλημα το έχει ο επιθεωρητής Goitreau (Michel Bouquet), ο οποίος τον είχε συλλάβει παλαιότερα και που ποτέ δεν θα πίστευε στη μεταμέλειά του. Και είναι αυτός που θα ξανασυλλάβει τον Gino, ο οποίος θα αφεθεί ελεύθερος, τελικά, μετά από παρέμβαση του Germain.
Η αστυνομία, όμως, συνεχίζει να παρακολουθεί κάθε κίνηση του Gino, αφού δεν αποδέχεται πως αυτός έχει αλλάξει. Είναι προφανές, εννοώ, πως οι αστυνομικοί, από τη μεριά τους, έτσι όπως ενεργούν, κάνουν ό,τι μπορούν για να τον ξανακλείσουν στη φυλακή. Ο Gino αρχίζει να παραπαίει. Ο Germain το αντιλαμβάνεται αυτό και απογοητεύεται, γιατί νοιώθει πως ο φίλος του παρασύρεται και πάλι από έναν κόσμο, τον οποίο ήθελε να διαγράψει δια παντός από τη ζωή του.
O Goitreau, που συνεχίζει το στενό μαρκάρισμα δεν το βάζει κάτω, καθώς πηγαίνει στο σπίτι του Gino, για να ανακρίνει την Lucie, επιδιώκοντας να πάρει δια της βίας, από το στόμα της, κάποιες ενοχοποιητικές κουβέντες. Με το που μπαίνει ο Gino στο σπίτι πέφτει πάνω στη συγκεκριμένη φάση, και καθώς βρίσκεται σε μια ψυχικά τεταμένη κατάσταση, αδυνατεί να συγκρατηθεί, πνίγοντας τον Goitreau και υπογράφοντας ουσιαστικά τη δική του καταδίκη.
Τα περαιτέρω...
Αν και οι αναφορές στους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ (με Γιάννη Αγιάννη και Ιαβέρη) είναι κάπως προφανείς στους «δύο ξένους στην ίδια πόλη», είναι η ίδια η αναπάντεχη ζωή του σκηνοθέτη José Giovanni εκείνη που θα έδινε τις πιο ισχυρές πινελιές στη συγγραφή του σεναρίου.
Ο Giovanni μπορεί, πολιτικά, να είχε το σκοτεινό παρελθόν που είχε, αλλά επειδή είχε βρεθεί ο ίδιος, στην αληθινή ζωή, στη θέση του πρωταγωνιστή του, είχε από νωρίς μια απέχθεια απέναντι στην ύπατη μορφή κρατικής βίας, που δεν ήταν άλλη από την εν ψυχρώ εκτέλεση (με γκιλοτίνα ή μη). Αναγνώριζε τον ρόλο τής αστυνομίας, δεν ήταν αντίθετος με τις ποινές φυλάκισης, ως μια διαδικασία τιμωρίας τέλος πάντων, αλλά από ’κει πέρα πίστευε στη μεταμέλεια του φυλακισμένου, όμνυε στην προσπάθειά του να γυρίσει ανάποδα τη ζωή του (κάτι που θα έπραττε κι εκείνος εξάλλου) και κυρίως ήταν απόλυτα μαζί του όσον αφορά την πίστη του στη ζωή, αρνούμενος το δικαίωμα της πολιτείας να την αφαιρεί. Να μην ξεχνάμε, εδώ, πως το 1973, η θανατική ποινή ήταν ακόμη εν ισχύι στη Γαλλία, καθώς τούτη θα καταργείτο τον Οκτώβριο του 1981, από την κυβέρνηση του François Mitterrand.
Γι’ αυτό το λόγο όλη την ορμή του, σαν σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ο Giovanni, όλη του τη λαχτάρα για ’κείνο που αποκαλούμε «το νόημα της ζωής» (που δεν είναι άλλο από το να ζεις τελικά) θα την έκλεινε στην τελευταία σκηνή της ταινίας του, που σαν «γραφή» βγάζει κάτι το φοβερά ενοχλητικό, έχοντας τη δύναμη να μεταφέρει τον θεατή στη θέση του πρωταγωνιστή (του Gino εννοώ), που, εντελώς χαμένος, δηλαδή πανικοβλημένος, σέρνεται δια της βίας, κάτω από τη λαιμητόμο. Αναμφισβήτητα μια πολύ μεγάλη και σφόδρα ενοχλητική (το ξανατονίζω) στιγμή του ευρωπαϊκού σινεμά της εποχής, που δεν χάνει ίχνος από τη δύναμή της ακόμη και σήμερα. Φυσικά, υπάρχουν και άλλες ωραίες σκηνές στην ταινία, αλλά είναι το τέλος εκείνο που επικάθεται, σαν βράχος, στην ψυχή του θεατή.
Ο Jean Gabin, που εκπροσωπεί τον παλιό κόσμο, την παλιά νομιμότητα, από την οποία δεν λείπουν όμως τα αισθήματα και οι ευαισθησίες (η ταινία αποτελεί παράλληλα κι έναν ύμνο για την αντρική φιλία), είναι πολύ καλός, δηλαδή έξοχος στο ρόλο του, παίζοντας μόνο με τη βαριά, γεμάτη νοήματα, φωνή του και τις αργές κινήσεις του. Είναι ένα άλλο υποκριτικό παίξιμο, μιας παλιότερης σχολής, που μπορείς να το πεις και πιο θεατρικό, το οποίο συνυπάρχει μ’ εκείνο του φίλου του Alain Delon – ένα παίξιμο σε κάθε περίπτωση, που δεν έχει, τώρα, τα εντυπωσιακά-δυναμικά χαρακτηριστικά των προηγούμενων ταινιών του.
Το λέω, γιατί εκείνες που κυριαρχούν εδώ είναι οι πιο «εσωτερικές» διαδρομές, που τονίζουν την ψυχοσύνθεση ενός ατόμου, μάλλον χαμένου, το οποίο προσπαθεί όπως-όπως να σταθεί στα πόδια του, κάνοντάς μια νέα αρχή στη ζωή του, όταν όλα γύρω του το τραβάνε προς τα πίσω. Ένας διαφορετικός Delon, οπωσδήποτε, τον οποίο λίγες φορές, στην καλή εποχή του, θα τον βλέπαμε έτσι στο πανί. Τώρα, το ότι σε διάφορες φάσεις της πραγματικής ζωής ο γάλλος σταρ θα τασσόταν υπέρ της θανατικής ποινής είναι κάτι αυτό, που, κανονικά, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει (γνωρίζοντας, εννοώ, τις γενικότερες συντηρητικές απόψεις του, για μια σειρά ζητημάτων). Εξάλλου, άλλο το σινεμά και άλλο η ζωή.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό η βασικά μελοδραματική μουσική του Philippe Sarde έρχεται να χρωματίσει με τον ιδανικότερο τρόπο τα διαδραματιζόμενα, προσφέροντας μοναδικές στιγμές ομορφιάς –παγωμένης και βαριάς πρωτίστως–, που υποβάλλουν ακόμη περισσότερο τον θεατή, υφαρπάζοντας απ’ αυτόν την ψυχική ένταση και τη συγκίνηση. Αν και στον καιρό του θα τυπωνόταν μόνο ένα 45άρι με τρία κομμάτια, τα “Retour a la vie”, “Montpellier” και “Thème de Gino”, είναι (και τα τρία) απολύτως χαρακτηριστικά του ευρύτερου ύφους του σάουντρακ (που πάντως διαθέτει και στιγμές ηλεκτρικής τζαζ), εκεί όπου τα έγχορδα με τις κυματοειδείς περιπτύξεις τους κυριαρχούν. Σπουδαία μουσική, από έναν διακεκριμένο συνθέτη του γαλλικού σινεμά.
Thème de Gino
Το «Δύο ξένοι στην ίδια πόλη» θα προβληθεί στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1974 (επί δικτατορίας ακόμη), πέφτοντας πάνω και στο «Τόνυ Αρζέντα» (μια άλλη δυνατή ταινία με τον Alain Delon), που θα έβγαινε την ίδια εποχή στις (ελληνικές) αίθουσες. Δεν υπήρχε θέμα, γιατί ο κόσμος αγκάλιαζε, τότε, κάθε ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε ο άξιος γάλλος ηθοποιός. Μάλιστα, το «Δύο ξένοι στην ίδια πόλη» θα κρατούσε γερά και τα επόμενα καλοκαίρια, στα θερινά σινεμά, που τότε είχαν τις περιπέτειες στην πρώτη γραμμή των επιλογών τους. Και κάπως έτσι θα το έβλεπα κι εγώ το καλοκαίρι του ’78 (μάλλον). Νομίζω πως ήταν η πρώτη ταινία, που θα έβλεπα ποτέ με τον Alain Delon – και ήταν αυτός ο λόγος που με παρακίνησε, ώστε να γράψω τελικά αυτό το κείμενο.
Two Men in Town (1973)