Η άνοδος της κινέζικης κινηματογραφικής αγοράς έχει προκαλέσει αλλαγές στο κινηματογραφικό τοπίο. Όλο και περισσότεροι αμερικανοί παραγωγοί μεριμνούν να πραγματοποιήσουν γυρίσματα στην ασιατική χώρα ή αναθέτουν σε δημοφιλείς κινέζους σταρ μικρούς ρόλους στα μπλοκμπάστερ τους, οι οποίοι συχνά διευρύνονται στην κόπια που κυκλοφορεί στην Κίνα, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Iron Man 3. Στην εκδοχή της ταινίας του Σέιν Μπλακ, που είδαμε και στην χώρα μας, o κινέζoς σταρ Γουάνγκ Ζουέκι εμφανίζεται για ελάχιστα δευτερόλεπτα σε ρόλο γιατρού που κάνει μια επέμβαση στον Τόνι Σταρκ, στην εκδοχή της ταινίας που είδαν στην Κίνα όμως, ο ρόλος του Ζουέκι μεγαλώνει κατά τέσσερα λεπτά.
Τον περασμένο Δεκέμβριο είδαμε στην μεγάλη οθόνη το Σινικό Τείχος (The Great Wall), την πρώτη κινέζικη υπερπαραγωγή με μεγάλο δυτικό σταρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον Ματ Ντέιμον, σκηνοθεσία από τον Ζανγκ Γιμού και στόχο το παγκόσμιο box-office. Δεν ήταν η καλλιγραφία που θα περιμέναμε από τον Γιμού, επρόκειτο για μια θορυβώδη εξτραβαγκάνζα οπτικών εφέ, στην οποία ακόμα και ο πάντα συνεπής και αξιόπιστος Ματ Ντέιμον έμοιαζε να έχει γυρίσει τον διακόπτη στον αυτόματο, με περίπου 350 εκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο box-office όμως δεν τα πήγε διόλου άσχημα και έκανε το πρώτο βήμα για να ακολουθήσουν άλλες. Ωστόσο μερικά χρόνια πριν την κυκλοφορία της ταινίας του Γιμού η Κίνα είχε ξαναπροσπαθήσει να χτυπήσει το παγκόσμιο box-office με μια υπερπαραγωγή προσανατολισμένη (και) προς το δυτικό κοινό.
Μπορείς να εντοπίσεις μέρος των χρημάτων που επενδύθηκαν στο φιλμ σε επιμέρους τομείς, όπως τα κουστούμια ή το μακιγιάζ, το θέαμα όμως σε επίπεδο ψηφιακής σκηνογραφίας, σχεδιασμού των φανταστικών πλασμάτων και, πιθανότατα, και υποκριτικής παραπέμπει περισσότερο στις προ εικοσαετίας φτηνές τηλεοπτικές περιπέτειες του Ηρακλή και της Ζήνα.
Το 2010 ο κινέζος δισεκατομμυριούχος Γιον Γιανγκ, παρακινημένος από την τεράστια εμπορική επιτυχία του Avatar και γοητευμένος από τους νέους ορίζοντες που φαινόταν να ανοίγει το 3D –πως αλλάζουν οι καιροί, ε;-, αποφάσισε να δημιουργήσει μια αντίστοιχη τρισδιάστατη υπερπαραγωγή στην Κίνα, που θα γεφύρωνε το χάσμα Ανατολής και Δύσης και θα σάρωνε τα ταμεία ανά την υφήλιο. Έτσι γεννήθηκε το Empires of the Deep, μια υποθαλάσσια περιπέτεια που αφορά τον έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και μια γοργόνα, ενώ μαίνεται ο πόλεμος ανάμεσα στις «αυτοκρατορίες του βυθού». Τα φιλόδοξα σχέδια του Γιανγκ περιλάμβαναν μια κινηματογραφική τριλογία, κόμικ και animation που θα εξερευνούσαν περαιτέρω την μυθολογία του φιλμ, video-games κι ένα τεράστιο θεματικό πάρκο στην Κίνα. Ο προϋπολογισμός της ταινίας προσδιορίστηκε στα 130 εκατομμύρια δολάρια, με τον ίδιο να βάζει τα 50 και τα υπόλοιπα να καλύπτονται από διάφορες εταιρείες. Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Γιανγκ χρειαζόταν μια δημοφιλή ξένη σταρ, ώστε να βοηθήσει την διείσδυση του φιλμ στις δυτικές αγορές κι έτσι απευθύνθηκε στην Μόνικα Μπελούτσι. Η ιταλίδα ηθοποιός συμφώνησε αρχικά, για να αποχωρήσει όμως από το project στη συνέχεια, με τον Γιανγκ να στρέφεται άμεσα στην Σάρον Στόουν και, μετά την άρνησή της, να καταλήγει στην ανερχόμενη (τότε) Όλγα Κιριλένκο. Για το σενάριο της ταινίας δούλεψαν όχι λιγότεροι από δέκα σεναριογράφοι, παραδίδοντας πάνω από σαράντα εκδοχές του, ενώ την σκηνοθεσία της ανέλαβε ο Γάλλος Πιτόφ, υπεύθυνος για δύο από τις πλέον αποκρουστικές ταινίες των τελευταίων ετών, του Vidocq (2001) και της Catwoman (2005). Ο Πιτόφ έμελλε να είναι απλά ο πρώτος από τους τέσσερις συνολικά σκηνοθέτες που θα άλλαζε ο Γιανγκ κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, ζηλεύοντας, θαρρείς, την δόξα των πρώτων δεκαετιών του Χόλιγουντ, όπου ο μεγαλοπαραγωγός είχε το πάνω χέρι και ο σκηνοθέτης ήταν αναλώσιμος. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν στις αρχές του 2012 μετά πολλών βασάνων, αποχωρήσεων από το καστ και καθυστερήσεων στις πληρωμές. Στο τέλος του έτους σε ένα event με προσκεκλημένους δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο, ο Γιανγκ παρουσίασε το πρώτο τρισδιάστατο τρέιλερ της ταινίας, δημοσιεύοντας το παράλληλα στο διαδίκτυο.
Παρακολουθώντας το τρέιλερ, μπορείς να εντοπίσεις μέρος των χρημάτων που επενδύθηκαν στο φιλμ σε επιμέρους τομείς, όπως τα κουστούμια ή το μακιγιάζ, το θέαμα όμως σε επίπεδο ψηφιακής σκηνογραφίας, σχεδιασμού των φανταστικών πλασμάτων και, πιθανότατα, και υποκριτικής παραπέμπει περισσότερο στις προ εικοσαετίας φτηνές τηλεοπτικές περιπέτειες του Ηρακλή και της Ζήνα, παρά σε μια υπερπαραγωγή 130 εκατομμυρίων δολαρίων που φιλοδοξεί να κάνει τους θεατές να «ξεχάσουν τον Πόλεμο των Άστρων και τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», σύμφωνα με τα λεγόμενα του παραγωγού της. Το τρέιλερ, όπως ήταν φυσιολογικό, αντιμετώπισε την χλεύη τόσο των δημοσιογράφων, όσο και του διαδικτυακού κοινού. Και μετά σιγή. Η κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες έπαιρνε διαρκείς αναβολές, ηθοποιοί και σεναριογράφοι που συμμετείχαν στην παραγωγή του φιλμ έκαναν λόγο για συνθήκες χάους κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, ενώ σύντομα η «φούσκα» άρχισε να σκάει. Εταιρείες που υποτίθεται πως συνέβαλαν στο μπάτζετ, εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνος πίσω τους, γεννώντας εύλογα ερωτηματικά για τα κίνητρα συμμετοχής των ανθρώπων πίσω από αυτές, ενώ τα περισσότερα μέλη του συνεργείου και του καστ παραμένουν μέχρι σήμερα απλήρωτα. Το site της ταινίας έχει κατέβει, για τα video-games, το θεματικό πάρκο και τα λοιπά μεγαλεπήβολα σχέδια δε, ούτε λόγος. Η τελευταία φορά που ακούστηκε κάτι επίσημο από την παραγωγή ήταν το 2014, όπου με ένα δελτίο τύπου προανήγγειλαν το άνοιγμα της ταινίας στα κινέζικα σινεμά τον Δεκέμβριο του 2015, συμπληρώνοντας πως το κόστος της παραγωγής ανέβηκε στα 140 εκατομμύρια δολάρια, προκειμένου να τελειοποιηθούν τα οπτικά εφέ. Περιττό να αναφέρουμε πως ο Δεκέμβριος του 2015 ήρθε και πέρασε, μα η ταινία παρέμεινε άφαντη από τις αίθουσες, δίχως να έχει προγραμματιστεί νεότερη ημερομηνία εξόδου της μέχρι την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.
Κάπως έτσι το υπερφιλόδοξο «Εmpires of the Deep» κατέληξε από κινέζικο Avatar, που ήταν η αρχική του στοχοθεσία, να κερδίσει τον τίτλο της ακριβότερης παραγωγής που δεν είδαμε ποτέ στις αίθουσες και που είναι άγνωστο αν και πότε θα την δούμε. Το βασικό ερώτημα, βέβαια, δεν είναι το πότε, αλλά το αν θέλουμε να την δούμε.
σχόλια