Η νέα σειρά του Netflix δεν μοιάζει με καμία προηγούμενη, άλλωστε οι διαβόητοι serial killer που με τη δράση τους έχουν σοκάρει τόσο πολύ μετριούνται στα δάχτυλα.
Ο Ράιαν Μέρφι υπογράφει την παραγωγή «Monster: The Jeffrey Dahmer Story» («Τέρας: Η ιστορία του Τζέφρι Ντάμερ») που περιγράφει σε δέκα εξαντλητικά επεισόδια με σχεδόν αηδιαστικές λεπτομέρειες τη δράση του Ντάμερ, ο οποίος από το 1978 μέχρι και το 1991 δολοφόνησε δεκαεπτά νεαρούς άνδρες, τους οποίους στη συνέχεια κατακρεούργησε και μερικούς τους μαγείρεψε.
Κανίβαλος, αμετανόητος, χειριστικός, όμορφος νεαρός με χαμηλή φωνή, ο Ντάμερ έγινε κάτι σαν «ήρωας». Πολλοί τον έβλεπαν με σχετική «συμπάθεια», είχε θαυμαστές και θαυμάστριες που του έστελναν ακόμα και χρήματα και φωτογράφιζαν το μέρος που έμενε, μια πολυκατοικία με μαύρους κατοίκους –εκεί έδρασε ανενόχλητα σε ένα διαμέρισμα-ομαδικό τάφο– σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Μιλγουόκι.
Με την προβολή της ιστορίας του γεννιέται ένα ανησυχητικό ζήτημα: μπορεί και σήμερα να βρει θαυμαστές και, γιατί όχι, μιμητές; Και το ότι η σειρά βρίσκεται στη λίστα των πιο δημοφιλών της πλατφόρμας, αν και έγινε πρεμιέρα χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσιογραφική προβολή και άλλες τυμπανοκρουσίες, δείχνει ότι ο κόσμος διψά για αίμα και πολλά άρρωστα μυαλά ψάχνονται και θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι μπορούν να δρουν ανενόχλητα για πολλά χρόνια.
Είναι μια σειρά που μιλά για το απόλυτο κακό, την απόλυτη διαστροφή, την έλλειψη κάθε συναισθήματος από ένα αληθινό τέρας και τέρας ψυχραιμίας μέχρι το τέλος. Θα μπορούσε να είναι λιγότερο «ακριβής» σε περιγραφές και πιο διορατική, αν αξίζει να καταλάβουμε τι συνέβαινε στο μυαλό του Τζέφρι Ντάμερ.
Η ιστορία του Ντάμερ δεν αφορά μόνο τις μαζικές δολοφονίες που διέπραξε ένας ψυχοπαθής, αλλά είναι και μια μεταφορά για αυτό που συμβαίνει σε μια κοινωνία όπου υπάρχει φτώχεια, ανεργία και διακρίσεις, και στην οποία κανένας δεν ασχολείται με εξαφανίσεις μαύρων νεαρών ανδρών.
Ο Ντάμερ ήταν σατανικός στις επιλογές του: τα θύματά του ήταν γκέι άνδρες που όταν οι οικείοι τους έφταναν στα αστυνομικά τμήματα για να δηλώσουν την εξαφάνισή τους, δεν εισακούονταν. Ανάμεσά τους υπήρχε και ένα 14χρονο παιδί από το Λάος. Όταν επιχείρησε να ξεφύγει από το διαμέρισμα του Ντάμερ, οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία, η οποία έφτασε και δεν έκανε τίποτα, παρά άφησε τον έφηβο στα χέρια του δολοφόνου, που τους έπεισε ότι το παιδί ήταν ενήλικας και φίλος του.
Ποιος ενδιαφερόταν για ένα παιδί από το Λάος; Ποιος άκουγε τις διαμαρτυρίες των μαύρων γειτόνων, που τηλεφωνούσαν για να πουν για τη φριχτή μυρωδιά που έμπαινε από τους αεραγωγούς του κτιρίου στα διαμερίσματά τους; Ποιος τους άκουγε όταν έπαιρναν τηλέφωνο για να διαμαρτυρηθούν για ουρλιαχτά και φωνές και ήχους από εργαλεία μέσα στη νύχτα;
Αν τα θύματα του Ντάμερ, που η δράση του άρχισε στα 18 του χρόνια, ήταν λευκοί νεαροί άνδρες, η ιστορία θα είχε άλλη τροπή. Για να αποδοθεί δικαιοσύνη «επιστρατεύτηκε» ακόμα και ο αιδεσιμότατος Τζάκσον, ενώ οι οικογένειες των θυμάτων εξακολουθούσαν να παρενοχλούνται από άγνωστα πρόσωπα στο τηλέφωνο, που τους έλεγαν να γυρίσουν στις χώρες τους. Σε μια πόλη του Νότου, το να κατηγορηθούν λευκοί αστυνομικοί ήταν κάτι ανήκουστο. Ο Ντάμερ τη γλίτωσε για πολύ καιρό, αφού η τάση της αστυνομίας ήταν να παραμερίζει τις εύλογες ανησυχίες της μαύρης κοινότητας.
Ας πάμε στη σειρά, που θα μπορούσε να είναι κατά πέντε επεισόδια μικρότερη. Στα πέντε πρώτα η αποτρόπαια αθλιότητα της ζωής του είναι σε πρώτο πλάνο, με πολλές λεπτομέρειες για τις δολοφονίες. Αναρωτιέσαι τι θα συμβεί στα πέντε επόμενα, που κυλούν αργά αλλά με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αφού στο κάδρο μπαίνουν ο πατέρας του, η επίμονη και θαρραλέα γειτόνισσα που δεν εισακούστηκε από την αστυνομία, οι οικογένειες των θυμάτων.
Το μεγαλύτερο μέρος των πέντε πρώτων επεισοδίων καταπιάνεται απλώς με τη φρικιαστική πορεία των φόνων, χωρίς καμία ανάλυση, με μια μονότονη κινηματογράφηση. Και κάτι που λείπει είναι ότι δεν φωτίζονται η ζωή και τα πρόσωπα των θυμάτων, είναι απλώς τα θύματα που ψάρεψε ο Ντάμερ σε ένα θλιβερό γκέι μπαρ.
Το τι ήταν ο Ντάμερ η σειρά αφήνει να το υποθέσουμε: σκηνές παραφιλίας, αυνανισμού, αγάπη για τα όργανα ζώων. Η ψυχολογία του δεν αναλύεται καθόλου στη σειρά, ποτέ δεν μαθαίνουμε καμία σκέψη ή πρόθεση, ακόμα και μετά τη σύλληψη και την πρόθυμη ομολογία του. Του αρέσει να είναι δυσάρεστος, προκλητικός, να υποδύεται τον αφελή, κάτι που θα του στοιχίσει τη ζωή στη φυλακή το 1994.
Παρόλο που διαγνώστηκε με οριακή διαταραχή προσωπικότητας, σχιζοτυπική διαταραχή προσωπικότητας και ψυχωτική διαταραχή, ο Ντάμερ καταδικάστηκε για δεκαπέντε από τις δεκαέξι δολοφονίες που είχε διαπράξει στο Ουισκόνσιν και καταδικάστηκε σε δεκαπέντε φορές ισόβια κάθειρξη στις 17 Φεβρουαρίου 1992 και αργότερα σε δέκατη έκτη φορά ισόβια κάθειρξη για μια επιπλέον ανθρωποκτονία που διαπράχθηκε στο Οχάιο το 1978.
Γεννήθηκε το 1960 σε μια μεσοαστική οικογένεια και από μικρός έδειξε αγάπη για τα νεκρά ζώα, αν αυτό σημαίνει κάτι. Ο χημικός πατέρας του τού έδειξε πώς να διαλύει κόκκαλα ζώων σε οξέα, πρακτική που χρησιμοποίησε στις δολοφονίες του. Άρχισε επίσης να συλλέγει νεκρά ζώα –από τον δρόμο– τα οποία τεμάχιζε και έθαβε, ενώ περιστασιακά τοποθετούσε τα κρανία πάνω σε αυτοσχέδιους σταυρούς.
Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν 18 ετών και ο νεαρός άρχισε να έχει μια επικίνδυνη σχέση με το αλκοόλ.
Διέπραξε τον πρώτο του φόνο το 1978, τρεις εβδομάδες μετά την αποφοίτησή του. Σκότωσε έναν νεαρό, τον Στίβεν Μαρκ Χικς, ο οποίος είχε κάνει ωτοστόπ για μια ροκ συναυλία. Αφού τον σκότωσε και τον έθαψε σε έναν αβαθή τάφο, τον ξέθαψε μετά από λίγο και ακολούθησε η νοσηρή διαδικασία, ένα μοτίβο που ακολούθησε και σε επόμενες δολοφονίες του.
Τις φαντασιώσεις ελέγχου και κυριαρχίας που είχε αναπτύξει ως έφηβος άρχισε να τις εφαρμόζει στα γκέι μπαρ, τα γκέι λουτρά και τα βιβλιοπωλεία του Μιλγουόκι. Είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό του να βλέπει τους άλλους ως αντικείμενα ηδονής και όχι ως ανθρώπους.
Για τον λόγο αυτό, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο του 1986, χορηγούσε υπνωτικά χάπια στους συντρόφους του. Στη συνέχεια περίμενε να αποκοιμηθούν προτού εκτελέσει διάφορες σεξουαλικές πράξεις.
Συνελήφθη όταν το τελευταίο υποψήφιο θύμα του κατάφερε να διαφύγει γυμνό από το διαμέρισμα και να καλέσει την αστυνομία, η οποία μπήκε στο διαμέρισμά του και ήρθε αντιμέτωπη με τα μακάβρια ευρήματα.
Ανάμεσα σε άλλα, υπήρχαν πολαρόιντ φωτογραφίες στις οποίες ο Ντάμερ πόζαρε με κομμάτια των σωμάτων των θυμάτων του. Η ταυτοποίηση θα ήταν πολύ δύσκολη αν ο ίδιος δεν κρατούσε τις ταυτότητές τους ως αναμνηστικά ή τρόπαια. Ήταν νεκρόφιλος και το μόνο ενδιαφέρον του ήταν η επαφή με τα νεκρά σώματα των ανδρών που συναντούσε. Βαλσάμωνε τα ωραιότερα σημεία του σώματος των θυμάτων του και όταν άρχισε να τρώει κομμάτια τους, πίστευε ότι τους κρατούσε κοντά του.
«Για ό,τι έκανα, μου αξίζει να πεθάνω» είπε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν.
Είναι μια σειρά που μιλά για το απόλυτο κακό, την απόλυτη διαστροφή, την έλλειψη κάθε συναισθήματος από ένα αληθινό τέρας και τέρας ψυχραιμίας μέχρι το τέλος. Θα μπορούσε να είναι λιγότερο «ακριβής» σε περιγραφές και πιο διορατική, αν αξίζει να καταλάβουμε τι συνέβαινε στο μυαλό του Τζέφρι Ντάμερ.
Υ.Γ: Αν ρίξετε μια ματιά σήμερα στο TikTok, είναι γεμάτο βίντεο του Ντάμερ. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το γιατί ή δεν θέλουμε να σκεφτούμε μια εξήγηση. Ίσως αυτό δεν μπορεί να το εξηγήσει ούτε το Netflix: το γιατί επένδυσε σε μια ιστορία στην οποία δεν υπάρχει τίποτα μυστηριώδες ή άλυτο, ώστε να κατασκευάσει εκ νέου ένα ενδιαφέρον σενάριο.